Anonymous

διάπλοος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>οος, οον;<br />qui navigue à travers, qui navigue sans cesse.<br />'''Étymologie:''' [[διαπλέω]].<br /><span class="bld">2</span>όου (ὁ) :<br /><b>1</b> traversée, navigation;<br /><b>2</b> passage pour des navires, chenal.<br />'''Étymologie:''' [[διαπλέω]].
|btext=<span class="bld">1</span>οος, οον;<br />qui navigue à travers, qui navigue sans cesse.<br />'''Étymologie:''' [[διαπλέω]].<br /><span class="bld">2</span>όου (ὁ) :<br /><b>1</b> traversée, navigation;<br /><b>2</b> passage pour des navires, chenal.<br />'''Étymologie:''' [[διαπλέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διάπλοος:'''<br /><b class="num">I</b> стяж. [[διάπλους]] 2 переплывающий: διάπλοον καθιστάναι πάντα ναυτικὸν [[λεών]] Aesch. заставлять весь экипаж корабля грести.<br /><b class="num">II</b> стяж. [[διάπλους]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[переезд по морю]] (πρὸς τὸ [[Κήναιον]] τῆς Εὐβοίας Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[путь переезда по морю]] (ὁ [[δυοῖν]] νεοῖν δ. Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> [[судоходный канал]] ([[διάπλους]] πρὸς τὴν πόλιν τέμνειν Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διάπλοος:''' -ον, συνηρ. -[[πλους]], <i>-ουν</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> ως επίθ., αυτός που πλέει εξακολουθητικά, αυτός που πλέει διαρκώς· διάπλουν καθίστασαν [[λεών]], τους διατήρησαν στα [[κουπιά]], τους ανάγκασαν να κωπηλατούν [[συνεχώς]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., [[διάπλους]], <i>ὁ</i>, [[πέρασμα]], [[διάπλευση]], [[διάβαση]], <i>πρὸς τόπον</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[τόπος]] ή [[μέρος]] από το οποίο μπορεί να περάσει [[κάποιος]] πλέοντας, [[πέρασμα]]· <i>δυοῖννεοῖν</i>, για [[δύο]] παραπλέοντα πλοία, στον ίδ.
|lsmtext='''διάπλοος:''' -ον, συνηρ. -[[πλους]], <i>-ουν</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> ως επίθ., αυτός που πλέει εξακολουθητικά, αυτός που πλέει διαρκώς· διάπλουν καθίστασαν [[λεών]], τους διατήρησαν στα [[κουπιά]], τους ανάγκασαν να κωπηλατούν [[συνεχώς]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., [[διάπλους]], <i>ὁ</i>, [[πέρασμα]], [[διάπλευση]], [[διάβαση]], <i>πρὸς τόπον</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[τόπος]] ή [[μέρος]] από το οποίο μπορεί να περάσει [[κάποιος]] πλέοντας, [[πέρασμα]]· <i>δυοῖννεοῖν</i>, για [[δύο]] παραπλέοντα πλοία, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διάπλοος:'''<br /><b class="num">I</b> стяж. [[διάπλους]] 2 переплывающий: διάπλοον καθιστάναι πάντα ναυτικὸν [[λεών]] Aesch. заставлять весь экипаж корабля грести.<br /><b class="num">II</b> стяж. [[διάπλους]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[переезд по морю]] (πρὸς τὸ [[Κήναιον]] τῆς Εὐβοίας Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[путь переезда по морю]] (ὁ [[δυοῖν]] νεοῖν δ. Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> [[судоходный канал]] ([[διάπλους]] πρὸς τὴν πόλιν τέμνειν Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>adj</i> <i>adj</i> <i>adj</i><br /><b class="num">1.</b> as adj. [[sailing]] [[continually]], διάπλουν καθίστασαν [[λεών]] they kept them at the oar, Aesch.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]], a [[voyage]] [[across]], [[passage]], πρὸς τόπον Thuc.<br /><b class="num">2.</b> [[room]] for [[sailing]] [[through]], [[passage]], δυοῖν νεοῖν for two ships [[abreast]], Thuc.
|mdlsjtxt=<i>adj</i> <i>adj</i> <i>adj</i><br /><b class="num">1.</b> as adj. [[sailing]] [[continually]], διάπλουν καθίστασαν [[λεών]] they kept them at the oar, Aesch.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]], a [[voyage]] [[across]], [[passage]], πρὸς τόπον Thuc.<br /><b class="num">2.</b> [[room]] for [[sailing]] [[through]], [[passage]], δυοῖν νεοῖν for two ships [[abreast]], Thuc.
}}
}}