Anonymous

δράσσομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττομαι Ar.<i>Ra</i>.545<br /><b class="num">1</b> [[coger con la mano]], [[agarrar]] c. gen. κόνιος δεδραγμένος αἱματοέσσης <i>Il</i>.13.393, δραξάμενοι τῶν ἁλῶν cogiendo puñados de sal</i> Pl.<i>Ly</i>.209e, τί μου δέδραξαι χερσί; E.<i>Tr</i>.750, cf. <i>AP</i> 10.20 (Adaeus), 16.96 (Damag.), <i>PGrenf</i>.1.11.2.14 (II a.C.) en <i>BL</i> 8.140, Aberc.<i>Epitaph</i>.14<br /><b class="num">•</b>c. especificación de la parte tb. en gen. τέττιγος ἐδράξω πτέρου Archil.24, ἐρεβίνθου Ar.l.c., τοῦ μὲν ... ἐδράξατο χειρὶ παχείῃ σκαιοῦ [[ἄφαρ]] κέραος Theoc.25.145, δράττεταί <τε> τῶν τριχῶν Men.<i>Mis</i>.322, χαίτης Call.<i>Dian</i>.76, cf. Posidipp.Epigr.19.10, πλοκάμων <i>AP</i> 9.554 (Marc.Arg.), cf. Nonn.<i>D</i>.14.378, fig. ἔμεθεν δὲ πλέον τᾶς κραδίας ὦρος ἐδράξατο el amor me oprimió aún más el corazón</i> Theoc.30.9<br /><b class="num">•</b>c. ac. ταύτας (μνέας ἀργυρίου) ... αὐτοχειρίῃ διέσπειρε τῇ στρατιῇ Hdt.3.13, δραξάμενος ἀπ' αὐτῆς πλήρη τὴν δράκα [[LXX]] <i>Le</i>.2.2, ξίφη D.H.9.21, cf. [[LXX]] <i>Nu</i>.5.26.<br /><b class="num">2</b> [[atrapar]], [[hacerse con]] c. gen. τοῦ χρυσοῦ S.E.<i>M</i>.7.52, c. intención violenta μου <i>BGU</i> 1816.17 (I a.C.), tb. c. ac. ὁ Σατανᾶς τὸν ἄνθρωπον Eus.Alex.<i>Serm</i>.M.86.348B, c. intención libidinosa εἴ τις ἐπίσκοπος ... δράξεται γυναῖκα ἐν σκοτείᾳ <i>Poen.App</i>.2.2<br /><b class="num">•</b>c. suj. de anim. [[hacer presa]] c. gen. ὅτε δράξαιντο δεράων unos perros, Call.<i>Dian</i>.92, de la cobra ἐδράξατο λαιμῶν Opp.<i>C</i>.3.445, de peces κεφαλῆς δεδραγμέναι Opp.<i>H</i>.2.576, tb. c. dat. ᾗ δραξάμενος ... ὅθεν ἐπιλάβοιτο τῆς πρώρρας con ella (una especie de grúa) habiendo hecho presa de manera que se agarrara de la proa</i> Plb.8.6.2, ἐπουραίῳ δήγματι δραξάμενος agarrándose de la cola con un mordisco</i> un lobo a otro <i>AP</i> 9.252, fig. γλυκερῆς δεδραγμένος ὀδμῆς prendido de su dulce olor</i> un perro, Opp.<i>C</i>.1.512, c. ac. ὁ δρασσόμενος τοὺς σοφοὺς ἐν τῇ πανουργίᾳ αὐτῶν 1<i>Ep.Cor</i>.3.19.<br /><b class="num">3</b> [[alcanzar]] c. gen. abstr. τῆς ἐλπίδος γὰρ ἔρχομαι δεδραγμένος S.<i>Ant</i>.235, βραχείας ἐλπίδος Plb.36.15.7, ἐδράξαο νίκης <i>AP</i> 15.50<br /><b class="num">•</b>c. gen. de cosa [[obtener]] ἐφείσατο μείζονος οἴκου δράξασθαι renunció a obtener (una novia de) superior hacienda</i> Call.<i>Epigr</i>.1.14, μεγάλης δράξονται ἀπήνης obtendrán (el honor de) un gran carro</i>, <i>AP</i> 11.238 (Demod.?)<br /><b class="num">•</b>c. gen. de pers. [[alcanzar]], [[llegar junto a]] εἰ τῶν οἴκοι ἐδράξατο Luc.<i>Asin</i>.25<br /><b class="num">•</b>fig. c. gen. abstr. [[aprehender]], [[comprender]] τινὸς ἀγαθοῦ νοήματος Gr.Nyss.<i>Ps.6</i> 187.6, τῆς ἀληθείας Chrys.M.61.649, cf. Gr.Naz.M.36.416A<br /><b class="num">•</b>raro en v. act. δράξαι· κρατῆσαι Hsch.<br /><b class="num">4</b> [[aprovechar]] καιροῦ D.S.12.67, τῆς εὐκαιρίας <i>PFouad</i> 88.1 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>en mal sent. [[aprovecharse de]] μου <i>POxy</i>.1298.10 (IV d.C.), ἀπειρίας δραξάμενοι τοῦ Ταχοσδρώ Men.Prot.23.9.94, τῆς ἀπουσίας ... τοῦ πατρός <i>PMasp</i>.24.9 (VI d.C.), τῆς προαιρέσεως τῶν Γαζαίων Marc.Diac.<i>V.Porph</i>.64.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Pres. c. -<i>i̯</i>- de una r. *<i>dr̥k</i>- o *<i>dr̥gh</i>-, que da lugar a [[δράγμα]], [[δράξ]], [[δράγδην]], etc., aunque su parentesco ide. es oscuro (¿cf. arm. <i>trc̣-ak</i>- ‘[[haz]]’, ‘[[gavilla]]’? ¿o ir.med. <i>dremm</i> ‘[[grupo]]’?
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττομαι Ar.<i>Ra</i>.545<br /><b class="num">1</b> [[coger con la mano]], [[agarrar]] c. gen. κόνιος δεδραγμένος αἱματοέσσης <i>Il</i>.13.393, δραξάμενοι τῶν ἁλῶν cogiendo puñados de sal</i> Pl.<i>Ly</i>.209e, τί μου δέδραξαι χερσί; E.<i>Tr</i>.750, cf. <i>AP</i> 10.20 (Adaeus), 16.96 (Damag.), <i>PGrenf</i>.1.11.2.14 (II a.C.) en <i>BL</i> 8.140, Aberc.<i>Epitaph</i>.14<br /><b class="num">•</b>c. especificación de la parte tb. en gen. τέττιγος ἐδράξω πτέρου Archil.24, ἐρεβίνθου Ar.l.c., τοῦ μὲν ... ἐδράξατο χειρὶ παχείῃ σκαιοῦ [[ἄφαρ]] κέραος Theoc.25.145, δράττεταί <τε> τῶν τριχῶν Men.<i>Mis</i>.322, χαίτης Call.<i>Dian</i>.76, cf. Posidipp.Epigr.19.10, πλοκάμων <i>AP</i> 9.554 (Marc.Arg.), cf. Nonn.<i>D</i>.14.378, fig. ἔμεθεν δὲ πλέον τᾶς κραδίας ὦρος ἐδράξατο el amor me oprimió aún más el corazón</i> Theoc.30.9<br /><b class="num">•</b>c. ac. ταύτας (μνέας ἀργυρίου) ... αὐτοχειρίῃ διέσπειρε τῇ στρατιῇ Hdt.3.13, δραξάμενος ἀπ' αὐτῆς πλήρη τὴν δράκα [[LXX]] <i>Le</i>.2.2, ξίφη D.H.9.21, cf. [[LXX]] <i>Nu</i>.5.26.<br /><b class="num">2</b> [[atrapar]], [[hacerse con]] c. gen. τοῦ χρυσοῦ S.E.<i>M</i>.7.52, c. intención violenta μου <i>BGU</i> 1816.17 (I a.C.), tb. c. ac. ὁ Σατανᾶς τὸν ἄνθρωπον Eus.Alex.<i>Serm</i>.M.86.348B, c. intención libidinosa εἴ τις ἐπίσκοπος ... δράξεται γυναῖκα ἐν σκοτείᾳ <i>Poen.App</i>.2.2<br /><b class="num">•</b>c. suj. de anim. [[hacer presa]] c. gen. ὅτε δράξαιντο δεράων unos perros, Call.<i>Dian</i>.92, de la cobra ἐδράξατο λαιμῶν Opp.<i>C</i>.3.445, de peces κεφαλῆς δεδραγμέναι Opp.<i>H</i>.2.576, tb. c. dat. ᾗ δραξάμενος ... ὅθεν ἐπιλάβοιτο τῆς πρώρρας con ella (una especie de grúa) habiendo hecho presa de manera que se agarrara de la proa</i> Plb.8.6.2, ἐπουραίῳ δήγματι δραξάμενος agarrándose de la cola con un mordisco</i> un lobo a otro <i>AP</i> 9.252, fig. γλυκερῆς δεδραγμένος ὀδμῆς prendido de su dulce olor</i> un perro, Opp.<i>C</i>.1.512, c. ac. ὁ δρασσόμενος τοὺς σοφοὺς ἐν τῇ πανουργίᾳ αὐτῶν 1<i>Ep.Cor</i>.3.19.<br /><b class="num">3</b> [[alcanzar]] c. gen. abstr. τῆς ἐλπίδος γὰρ ἔρχομαι δεδραγμένος S.<i>Ant</i>.235, βραχείας ἐλπίδος Plb.36.15.7, ἐδράξαο νίκης <i>AP</i> 15.50<br /><b class="num">•</b>c. gen. de cosa [[obtener]] ἐφείσατο μείζονος οἴκου δράξασθαι renunció a obtener (una novia de) superior hacienda</i> Call.<i>Epigr</i>.1.14, μεγάλης δράξονται ἀπήνης obtendrán (el honor de) un gran carro</i>, <i>AP</i> 11.238 (Demod.?)<br /><b class="num">•</b>c. gen. de pers. [[alcanzar]], [[llegar junto a]] εἰ τῶν οἴκοι ἐδράξατο Luc.<i>Asin</i>.25<br /><b class="num">•</b>fig. c. gen. abstr. [[aprehender]], [[comprender]] τινὸς ἀγαθοῦ νοήματος Gr.Nyss.<i>Ps.6</i> 187.6, τῆς ἀληθείας Chrys.M.61.649, cf. Gr.Naz.M.36.416A<br /><b class="num">•</b>raro en v. act. δράξαι· κρατῆσαι Hsch.<br /><b class="num">4</b> [[aprovechar]] καιροῦ D.S.12.67, τῆς εὐκαιρίας <i>PFouad</i> 88.1 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>en mal sent. [[aprovecharse de]] μου <i>POxy</i>.1298.10 (IV d.C.), ἀπειρίας δραξάμενοι τοῦ Ταχοσδρώ Men.Prot.23.9.94, τῆς ἀπουσίας ... τοῦ πατρός <i>PMasp</i>.24.9 (VI d.C.), τῆς προαιρέσεως τῶν Γαζαίων Marc.Diac.<i>V.Porph</i>.64.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Pres. c. -<i>i̯</i>- de una r. *<i>dr̥k</i>- o *<i>dr̥gh</i>-, que da lugar a [[δράγμα]], [[δράξ]], [[δράγδην]], etc., aunque su parentesco ide. es oscuro (¿cf. arm. <i>trc̣-ak</i>- ‘[[haz]]’, ‘[[gavilla]]’? ¿o ir.med. <i>dremm</i> ‘[[grupo]]’?
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[δράξομαι]], <i>ao.</i> ἐδραξάμην, <i>pf.</i> [[δέδραγμαι]];<br />prendre avec la main, prendre : τινος, qch ; <i>rar. avec l'acc.</i><br />'''Étymologie:''' [[δράξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δράσσομαι''': Ἀττ. δράττομαι, Ἡρόδ. 3. 13, Ἀριστοφ. Βάτρ. 545· μέλλ. δράξομαι Ἀνθ. Πλαν. 275, Ἑβδ.· ἀόρ. ἐδραξάμην Πλάτ., πρκμ. δέδραγμαι ἢ δέδαργμαι, β΄ πρόσ. δέδαρξαι Εὐρ. Τρῳ. 745, μετοχ. δεδραγμένος Ὅμ.· - τὸ ἐνεργ. δράσσω ἀπαντᾷ παρὰ Πολυδ. Γ΄, 155· (πρβλ. [[δράξ]], [[δράγμα]], [[δραχμή]])· ἀποθ. Λαμβάνω ἢ [[συλλαμβάνω]] διὰ τῆς χειρός, πιάνω σφικτά· μετὰ γεν. πράγματος [[κόνιος]] δεδραγμένος αἱματοέσσης, πιάνων σφικτὰ διὰ τῶν χειρῶν τὴν πλήρη αἵματος κόνιν, Ἰλ. Ν. 393, ΙΙ. 486· οὕτω (μεταφ.), ἐλπίδος δεδραγμένος Σοφ. Ἀντ. 235 (ἀλλ’ ἴδε [[φράσσω]] Ι). δράξασθαι τῶν ἁλῶν, [[λαμβάνω]] δράκα, μίαν «φούχταν» ἅλατος, Πλάτ. Λυσ. 209Ε, κτλ. 2) [[καταλαμβάνω]], πιάνω, [[συλλαμβάνω]], τί μου δέδαρξαι χερσί; Εὐρ. Τρῳ. 745· δραξάμενος φάρυγος, συλλαβὼν αὐτοὺς ἐκ τοῦ λάρυγγος, Θεόκρ. 24. 28, πρβλ. 25. 145· - μεταφ., δράξασθαι καιροῦ Διόδ. 12. 67· μείζονος οἴκου (ἐνν. δι’ ἐπιγαμίας), Καλλ. Ἐπιγράμμ. 1. 14, πρβλ. Ἀνθ. ΙΙ. 11. 238. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., [[λαμβάνω]] τι «μὲ τὲς φοῦχτες», ταύτας [τὰς μνέας] δρ. Ἡρόδ. 3. 13· κόνιν δραγμοῖσι δεδραγμένοι Κόϊντ. Σμ. 1. 350.
|lstext='''δράσσομαι''': Ἀττ. δράττομαι, Ἡρόδ. 3. 13, Ἀριστοφ. Βάτρ. 545· μέλλ. δράξομαι Ἀνθ. Πλαν. 275, Ἑβδ.· ἀόρ. ἐδραξάμην Πλάτ., πρκμ. δέδραγμαι ἢ δέδαργμαι, β΄ πρόσ. δέδαρξαι Εὐρ. Τρῳ. 745, μετοχ. δεδραγμένος Ὅμ.· - τὸ ἐνεργ. δράσσω ἀπαντᾷ παρὰ Πολυδ. Γ΄, 155· (πρβλ. [[δράξ]], [[δράγμα]], [[δραχμή]])· ἀποθ. Λαμβάνω ἢ [[συλλαμβάνω]] διὰ τῆς χειρός, πιάνω σφικτά· μετὰ γεν. πράγματος [[κόνιος]] δεδραγμένος αἱματοέσσης, πιάνων σφικτὰ διὰ τῶν χειρῶν τὴν πλήρη αἵματος κόνιν, Ἰλ. Ν. 393, ΙΙ. 486· οὕτω (μεταφ.), ἐλπίδος δεδραγμένος Σοφ. Ἀντ. 235 (ἀλλ’ ἴδε [[φράσσω]] Ι). δράξασθαι τῶν ἁλῶν, [[λαμβάνω]] δράκα, μίαν «φούχταν» ἅλατος, Πλάτ. Λυσ. 209Ε, κτλ. 2) [[καταλαμβάνω]], πιάνω, [[συλλαμβάνω]], τί μου δέδαρξαι χερσί; Εὐρ. Τρῳ. 745· δραξάμενος φάρυγος, συλλαβὼν αὐτοὺς ἐκ τοῦ λάρυγγος, Θεόκρ. 24. 28, πρβλ. 25. 145· - μεταφ., δράξασθαι καιροῦ Διόδ. 12. 67· μείζονος οἴκου (ἐνν. δι’ ἐπιγαμίας), Καλλ. Ἐπιγράμμ. 1. 14, πρβλ. Ἀνθ. ΙΙ. 11. 238. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., [[λαμβάνω]] τι «μὲ τὲς φοῦχτες», ταύτας [τὰς μνέας] δρ. Ἡρόδ. 3. 13· κόνιν δραγμοῖσι δεδραγμένοι Κόϊντ. Σμ. 1. 350.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[δράξομαι]], <i>ao.</i> ἐδραξάμην, <i>pf.</i> [[δέδραγμαι]];<br />prendre avec la main, prendre : τινος, qch ; <i>rar. avec l'acc.</i><br />'''Étymologie:''' [[δράξ]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth