Anonymous

δράσσομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[δράξομαι]], <i>ao.</i> ἐδραξάμην, <i>pf.</i> [[δέδραγμαι]];<br />prendre avec la main, prendre : τινος, qch ; <i>rar. avec l'acc.</i><br />'''Étymologie:''' [[δράξ]].
|btext=<i>f.</i> [[δράξομαι]], <i>ao.</i> ἐδραξάμην, <i>pf.</i> [[δέδραγμαι]];<br />prendre avec la main, prendre : τινος, qch ; <i>rar. avec l'acc.</i><br />'''Étymologie:''' [[δράξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''δράσσομαι:''' атт. [[δράττομαι]] (fut. [[δράξομαι]], aor. ἐδραξάμην, pf. [[δέδραγμαι]]) хватать, схватывать (τινος Hom., Arph., Plat. и τινος [[χερσί]] Eur.; τινος τῆς [[κόμης]] или τῶν [[τριχῶν]] Plut. и φάρυγος Theocr.; редко τι Her.): δράξασθαι ἀφορμῆς Plut. или καιροῦ Diod. воспользоваться случаем; τῆς ἐλπίδος [[δεδραγμένος]] Soph. окрыленный надеждой.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δράσσομαι:''' Αττ. [[δράττομαι]], μέλ. [[δράξομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐδραξάμην</i>, παρακ. [[δέδραγμαι]] ή <i>δέδαργμαι</i>, βʹ πρόσ. ενικ. <i>δέδαρξαι</i>, αποθ.:<br /><b class="num">I. 1.</b> [[λαμβάνω]], [[συλλαμβάνω]] με το [[χέρι]], [[πιάνω]] [[σφιχτά]]· με γεν. πράγμ., [[κόνιος]] [[δεδραγμένος]], πιάνοντας [[σφιχτά]] μια [[χούφτα]] από [[σκόνη]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ἐλπίδος [[δεδραγμένος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταλαμβάνω]], [[πιάνω]], [[συλλαμβάνω]], <i>τί μου δέδαρξαι;</i> σε Ευρ.· <i>δραξάμενος φάρυγος</i>, πιάνοντάς (τους) από τον λαιμό, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[πιάνω]] με τη «[[χούφτα]]», [[παίρνω]] με τις «χούφτες», σε Ηρόδ.
|lsmtext='''δράσσομαι:''' Αττ. [[δράττομαι]], μέλ. [[δράξομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐδραξάμην</i>, παρακ. [[δέδραγμαι]] ή <i>δέδαργμαι</i>, βʹ πρόσ. ενικ. <i>δέδαρξαι</i>, αποθ.:<br /><b class="num">I. 1.</b> [[λαμβάνω]], [[συλλαμβάνω]] με το [[χέρι]], [[πιάνω]] [[σφιχτά]]· με γεν. πράγμ., [[κόνιος]] [[δεδραγμένος]], πιάνοντας [[σφιχτά]] μια [[χούφτα]] από [[σκόνη]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ἐλπίδος [[δεδραγμένος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταλαμβάνω]], [[πιάνω]], [[συλλαμβάνω]], <i>τί μου δέδαρξαι;</i> σε Ευρ.· <i>δραξάμενος φάρυγος</i>, πιάνοντάς (τους) από τον λαιμό, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[πιάνω]] με τη «[[χούφτα]]», [[παίρνω]] με τις «χούφτες», σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δράσσομαι:''' атт. [[δράττομαι]] (fut. [[δράξομαι]], aor. ἐδραξάμην, pf. [[δέδραγμαι]]) хватать, схватывать (τινος Hom., Arph., Plat. и τινος [[χερσί]] Eur.; τινος τῆς [[κόμης]] или τῶν [[τριχῶν]] Plut. и φάρυγος Theocr.; редко τι Her.): δράξασθαι ἀφορμῆς Plut. или καιροῦ Diod. воспользоваться случаем; τῆς ἐλπίδος [[δεδραγμένος]] Soph. окрыленный надеждой.
}}
}}
{{etym
{{etym