3,271,499
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1193.png Seite 1193]] ον, bezaubernd, beschwichtigend, anlockend; θελκτηρίους μύθους ἔχοντες Aesch. Eum. 81; Suppl. 442; ὄμματος [[θελκτήριον]] [[τόξευμα]] Suppl. 982, der Zauberpfeil des Blickes; μ ῦθοι auch Eur. Hipp. 478; [[ἐπῳδή]] Plut. amator. 16 M. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1193.png Seite 1193]] ον, bezaubernd, beschwichtigend, anlockend; θελκτηρίους μύθους ἔχοντες Aesch. Eum. 81; Suppl. 442; ὄμματος [[θελκτήριον]] [[τόξευμα]] Suppl. 982, der Zauberpfeil des Blickes; μ ῦθοι auch Eur. Hipp. 478; [[ἐπῳδή]] Plut. amator. 16 M. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui charme, adoucit, apaise.<br />'''Étymologie:''' [[θέλγω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θελκτήριος''': -ον, θέλγων, μαγεύων, καταπραΰνων, μῦθοι Αἰσχύλ. Εὐμ. 81, Εὐρ. Ἱππ. 478· ὄμματος [[θελκτήριον]] [[τόξευμα]], τοῦ ὀφθαλμοῦ τὸ μαγικὸν [[βέλος]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1004· μετὰ γεν., φίλτρα θ. ἔρωτος Εὐρ. Ἱππ. 509· μύθου [[μῦθος]] θ., [[λόγος]] θεραπεύων λόγον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 447. | |lstext='''θελκτήριος''': -ον, θέλγων, μαγεύων, καταπραΰνων, μῦθοι Αἰσχύλ. Εὐμ. 81, Εὐρ. Ἱππ. 478· ὄμματος [[θελκτήριον]] [[τόξευμα]], τοῦ ὀφθαλμοῦ τὸ μαγικὸν [[βέλος]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1004· μετὰ γεν., φίλτρα θ. ἔρωτος Εὐρ. Ἱππ. 509· μύθου [[μῦθος]] θ., [[λόγος]] θεραπεύων λόγον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 447. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |