3,271,499
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui charme, adoucit, apaise.<br />'''Étymologie:''' [[θέλγω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui charme, adoucit, apaise.<br />'''Étymologie:''' [[θέλγω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θελκτήριος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[околдовывающий]], [[волшебный]] (φίλτρα ἔρωτος Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[чарующий]], [[полный обаяния]] (ὄμματος [[τόξευμα]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> [[завлекающий]], [[обольстительный]] ([[μῦθος]] Aesch.; [[ἐπῳδή]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[успокаивающий]], [[умиротворяющий]] (μύθου [[μῦθος]] θ. Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θελκτήριος]], -ον (Α) [[θελκτήρ]]<br /><b>1.</b> αυτός που θέλγει, αυτός που καταπραΰνει<br /><b>2.</b> [[ελκυστικός]], [[μαγευτικός]], [[απατηλός]]<br />(«ὄμματος [[θελκτήριον]] [[τόξευμα]]» — το μαγικό [[βέλος]] του οφθαλμού, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo [[θελκτήριον]]<br />α) (για τη [[ζώνη]] της Αφροδίτης) [[θέλγητρο]], [[μαγεία]]<br />β) (για άσματα) [[μέσο]] αναψυχής, διασκεδάσεως<br />γ) [[μέσο]] εξιλασμού («ἤ ἐάαν μέγ' [[ἄγαλμα]] θεῶν [[θελκτήριον]] [[εἶναι]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />δ) [[μέσο]] για [[ανακούφιση]] τών πόνων, τών κόπων («πόνων [[θελκτήριον]]», <b>Αισχύλ.</b>). | |mltxt=[[θελκτήριος]], -ον (Α) [[θελκτήρ]]<br /><b>1.</b> αυτός που θέλγει, αυτός που καταπραΰνει<br /><b>2.</b> [[ελκυστικός]], [[μαγευτικός]], [[απατηλός]]<br />(«ὄμματος [[θελκτήριον]] [[τόξευμα]]» — το μαγικό [[βέλος]] του οφθαλμού, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo [[θελκτήριον]]<br />α) (για τη [[ζώνη]] της Αφροδίτης) [[θέλγητρο]], [[μαγεία]]<br />β) (για άσματα) [[μέσο]] αναψυχής, διασκεδάσεως<br />γ) [[μέσο]] εξιλασμού («ἤ ἐάαν μέγ' [[ἄγαλμα]] θεῶν [[θελκτήριον]] [[εἶναι]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />δ) [[μέσο]] για [[ανακούφιση]] τών πόνων, τών κόπων («πόνων [[θελκτήριον]]», <b>Αισχύλ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |