Anonymous

γλήνη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. γλήνα Cerc.4.20<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[globo ocular]], [[ojo]] τὸν ... ὑπ' ὀφρύος οὖτα ..., ἐκ δ' ὦσε γλήνην hirió a éste bajo la ceja ..., y le sacó el ojo</i>, <i>Il</i>.14.494, βλέφαρ' ... καὶ ὀφρύας εὖσεν ἀϋτμὴ γλήνης καιομένης <i>Od</i>.9.390, γλῆναι γένει' ἔτεγγον S.<i>OT</i> 1277, κενεαὶ ... γλῆναι de Fineo, A.R.2.255, Φαέθων μονάδι γλήνᾳ παραυγεῖ Cerc.l.c., αἱ κόραι μελάνταται, ... αἱ γλῆναι λευκόταται Aristaenet.1.1.15, cf. A.R.4.1093, Q.S.3.156, 8.319, 12.403<br /><b class="num">•</b>fig. ὀξέη γ. vista aguda</i> Babr.77.4.<br /><b class="num">2</b> [[niña]] o [[pupila]] ocular, o bien [[imagen]] reflejada en la misma, de donde despect. [[niña]] o [[muñeca]] en la expresión ἔρρε, κακὴ γ. <i>Il</i>.8.164, γλήνην τὸ [[εἴδωλον]] τὸ ἐν τῇ ὄψει φαινόμενον καλοῦσιν Ruf.<i>Onom</i>.24, cf. Orph.<i>L</i>.673, Poll.2.70, Hsch.<br /><b class="num">II</b> anat. [[cavidad]] en que encaja un hueso, no tan profunda como la llamada κοτύλη Gal.2.736.<br /><b class="num">III</b> <b class="num">1</b>[[panal de abejas]] Hsch., Eust.1344.54, <i>AB</i> 233.5, <i>EM</i> 234.13G.<br /><b class="num">2</b> v. [[γλίνη]].<br /><b class="num">• Etimología:</b> De la r. *<i>gelH<sup>u̯</sup>3</i>- ‘[[brillar]]’ en grado ø/P y <i>ē</i> analóg., que c. otros grados vocálicos ha dado [[γέλως]], [[γέλας]], arm. <i>gału</i>, etc.
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. γλήνα Cerc.4.20<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[globo ocular]], [[ojo]] τὸν ... ὑπ' ὀφρύος οὖτα ..., ἐκ δ' ὦσε γλήνην hirió a éste bajo la ceja ..., y le sacó el ojo</i>, <i>Il</i>.14.494, βλέφαρ' ... καὶ ὀφρύας εὖσεν ἀϋτμὴ γλήνης καιομένης <i>Od</i>.9.390, γλῆναι γένει' ἔτεγγον S.<i>OT</i> 1277, κενεαὶ ... γλῆναι de Fineo, A.R.2.255, Φαέθων μονάδι γλήνᾳ παραυγεῖ Cerc.l.c., αἱ κόραι μελάνταται, ... αἱ γλῆναι λευκόταται Aristaenet.1.1.15, cf. A.R.4.1093, Q.S.3.156, 8.319, 12.403<br /><b class="num">•</b>fig. ὀξέη γ. vista aguda</i> Babr.77.4.<br /><b class="num">2</b> [[niña]] o [[pupila]] ocular, o bien [[imagen]] reflejada en la misma, de donde despect. [[niña]] o [[muñeca]] en la expresión ἔρρε, κακὴ γ. <i>Il</i>.8.164, γλήνην τὸ [[εἴδωλον]] τὸ ἐν τῇ ὄψει φαινόμενον καλοῦσιν Ruf.<i>Onom</i>.24, cf. Orph.<i>L</i>.673, Poll.2.70, Hsch.<br /><b class="num">II</b> anat. [[cavidad]] en que encaja un hueso, no tan profunda como la llamada κοτύλη Gal.2.736.<br /><b class="num">III</b> <b class="num">1</b>[[panal de abejas]] Hsch., Eust.1344.54, <i>AB</i> 233.5, <i>EM</i> 234.13G.<br /><b class="num">2</b> v. [[γλίνη]].<br /><b class="num">• Etimología:</b> De la r. *<i>gelH<sup>u̯</sup>3</i>- ‘[[brillar]]’ en grado ø/P y <i>ē</i> analóg., que c. otros grados vocálicos ha dado [[γέλως]], [[γέλας]], arm. <i>gału</i>, etc.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> prunelle de l'œil, pupille;<br /><b>2</b> <i>à cause du rapetissement des objets réfléchis dans la pupille</i> figurine, poupée ; <i>ironiq.</i> ἔρρε κακὴ [[γλήνη]] IL sauve-toi, poltronne petite fille !.<br />'''Étymologie:''' R. Γαλ &gt; Γλη, briller ; cf. [[γελάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γλήνη''': ἡ, ἡ [[κόρη]] τοῦ ὀφθαλμοῦ, αὐτὸς ὁ [[ὀφθαλμός]], Ἰλ. Ξ. 494, Ὀδ. Ι. 390, Σοφ. Ο. Τ. 1277·- καί, ΙΙ. [[ἐπειδὴ]] αἱ εἰκόνες τῶν ἀντικειμένων σχηματίζονται μικραὶ ἐπὶ τῆς κόρης τοῦ ὀφθαλμοῦ, κατήντησε νὰ σημαίνῃ πᾶν μικρὸν [[εἴδωλον]] ἑτέρου μεγάλου πράγματος, [[πλαγγών]], «κοῦκλα», ὡς τὸ [[κόρη]], Λατ. pupilla, pupula· [[ἐπίπληξις]] ἢ [[ὕβρις]] παρ’ Ὁμ.· ἔρρε, κακὴ [[γλήνη]], κρημνίσου, δειλὴ [[κόρη]], Ἰλ. Θ. 164. ΙΙΙ. ἡ ἔν τινι ὀστῷ [[κοιλότης]] ἡ ὑποδεχομένη τὴν κεφαλὴν ἑτέρου ὀστοῦ, διακρίνεται δὲ τῆς κοτύλης ἐκ τοῦ ὅτι δὲν [[εἶναι]] τόσον βαθεῖα, Γαλην. IV. κηρήθρα, Α.Β.223, Ἡσύχ. V= γλίνη (ὃ ἴδε), Σουΐδ., κτλ. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] [[ἄδηλος]]· ὁ Κούρτιος κλίνει νὰ θεωρήσῃ αὐτὴν ὡς τὴν αὐτὴν πρὸς τὴν ῥίζαν τοῦ [[γελάω]], κτλ.).
|lstext='''γλήνη''': ἡ, ἡ [[κόρη]] τοῦ ὀφθαλμοῦ, αὐτὸς ὁ [[ὀφθαλμός]], Ἰλ. Ξ. 494, Ὀδ. Ι. 390, Σοφ. Ο. Τ. 1277·- καί, ΙΙ. [[ἐπειδὴ]] αἱ εἰκόνες τῶν ἀντικειμένων σχηματίζονται μικραὶ ἐπὶ τῆς κόρης τοῦ ὀφθαλμοῦ, κατήντησε νὰ σημαίνῃ πᾶν μικρὸν [[εἴδωλον]] ἑτέρου μεγάλου πράγματος, [[πλαγγών]], «κοῦκλα», ὡς τὸ [[κόρη]], Λατ. pupilla, pupula· [[ἐπίπληξις]] ἢ [[ὕβρις]] παρ’ Ὁμ.· ἔρρε, κακὴ [[γλήνη]], κρημνίσου, δειλὴ [[κόρη]], Ἰλ. Θ. 164. ΙΙΙ. ἡ ἔν τινι ὀστῷ [[κοιλότης]] ἡ ὑποδεχομένη τὴν κεφαλὴν ἑτέρου ὀστοῦ, διακρίνεται δὲ τῆς κοτύλης ἐκ τοῦ ὅτι δὲν [[εἶναι]] τόσον βαθεῖα, Γαλην. IV. κηρήθρα, Α.Β.223, Ἡσύχ. V= γλίνη (ὃ ἴδε), Σουΐδ., κτλ. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] [[ἄδηλος]]· ὁ Κούρτιος κλίνει νὰ θεωρήσῃ αὐτὴν ὡς τὴν αὐτὴν πρὸς τὴν ῥίζαν τοῦ [[γελάω]], κτλ.).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> prunelle de l'œil, pupille;<br /><b>2</b> <i>à cause du rapetissement des objets réfléchis dans la pupille</i> figurine, poupée ; <i>ironiq.</i> ἔρρε κακὴ [[γλήνη]] IL sauve-toi, poltronne petite fille !.<br />'''Étymologie:''' R. Γαλ &gt; Γλη, briller ; cf. [[γελάω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth