Anonymous

δημόσιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0564.png Seite 564]] (Sp. auch 2 End.), dem Volk od. dem Staat angehörend, öffentlich, Ggstz [[ἴδιος]], z. B. [[ἀγρός]], Her. 5, 29; [[πλοῦτος]], Thuc. 1, 80; Plat. Gorg. 469 e u. öfter; γῆν δημοσίαν ποιεῖν, zum Staatsgut machen, confisciren, Lys. 18, 14; δημόσιον γίγνεσθαι, εἶναι, Staatsgut werden, ἀφίησιν αὐτὰ δημόσια εἶναι Thuc. 2, 13; δημόσιον γίγνεσθαι, d. i. öffentlich verkauft werden, Plat. Legg. V, 742 b; τὰ δημόσια, Staatseinkünfte, Ar. Vesp. 554; οἰκοδομήματα u. ähnl., Plat. Legg. XII, 952 c; [[ἀγών]], auf öffentliche Kosten veranstaltet, XI, 865 a; δίκαι, ἀγῶνες, Staatsprocesse, Aesch. 1, 2; Arist. pol. 6, 3; – ὁ [[δημόσιος]], a) jeder öffentliche Diener in Athen, Her. 6, 121 u. Folgde, nach B. A. 234 ὁ τῆς πόλεως [[δοῦλος]], vgl. Lob. ad Phryn. 476; so Ar. Lys. 436, wo es Einer von der Stadtwache ist, vgl. Böckh Staatshh. I, S. 222; Dem. 2, 19, bei dem auch ein öffentlicher Schreiber so heißt, wie App. B. C. 3, 14. – b) der Folterknecht, Aesch. 2, 36; der Scharfrichter, Henker, D. Sic. 13, 102. Auch ein Verbrecher, der als der Sündenbock für den ganzen Staat hingerichtet wird, Ar. Equ. 1114, Schol. [[φαρμακός]], w. m. s.; – τὸ δημόσιον, der Staat, Her. 1, 14; Ggstz [[βασιλεύς]], 6, 59; das Gemeinwesen, [[ὅταν]] τὸ δ. ὑπό τινος τῶν πολιτῶν ἡγῆταί τις ἀδικεῖσθαι Plat. Legg. VI, 767 b; ἐκ τοῦ δημοσίου, von Staatswegen, Xen. Lac. 3, 4; πρὸς τὸ δημόσιον προσιέναι, Staatsgeschäfte übernehmen, Dem. Bes. Staatskasse, ὁ ἐκ δημοσίου [[μισθός]], Thuc. 6, 31; Xen. Hell. 5, 2, 10; ἡ ἐκ δ. [[τροφή]], Plat. Rep. V, 465 d. Auch = Staatsgefängniß, Thuc. 5, 18; Staatsarchiv, Dem. 18, 142. Bei Pol. 6, 13, 3 sind τὰ δημόσια Staatsgebäude; – ἡ δημοσία, dor. δαμοσία, sc. [[σκηνή]], das Zelt der spartanischen Könige, Xen. Lac. 13, 7, vgl. Hell. 4, 5, 8. – Bei Plat. Phil. 51 c, δημόσια καὶ περιφανῆ, = allbekannt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0564.png Seite 564]] (Sp. auch 2 End.), dem Volk od. dem Staat angehörend, öffentlich, Ggstz [[ἴδιος]], z. B. [[ἀγρός]], Her. 5, 29; [[πλοῦτος]], Thuc. 1, 80; Plat. Gorg. 469 e u. öfter; γῆν δημοσίαν ποιεῖν, zum Staatsgut machen, confisciren, Lys. 18, 14; δημόσιον γίγνεσθαι, εἶναι, Staatsgut werden, ἀφίησιν αὐτὰ δημόσια εἶναι Thuc. 2, 13; δημόσιον γίγνεσθαι, d. i. öffentlich verkauft werden, Plat. Legg. V, 742 b; τὰ δημόσια, Staatseinkünfte, Ar. Vesp. 554; οἰκοδομήματα u. ähnl., Plat. Legg. XII, 952 c; [[ἀγών]], auf öffentliche Kosten veranstaltet, XI, 865 a; δίκαι, ἀγῶνες, Staatsprocesse, Aesch. 1, 2; Arist. pol. 6, 3; – ὁ [[δημόσιος]], a) jeder öffentliche Diener in Athen, Her. 6, 121 u. Folgde, nach B. A. 234 ὁ τῆς πόλεως [[δοῦλος]], vgl. Lob. ad Phryn. 476; so Ar. Lys. 436, wo es Einer von der Stadtwache ist, vgl. Böckh Staatshh. I, S. 222; Dem. 2, 19, bei dem auch ein öffentlicher Schreiber so heißt, wie App. B. C. 3, 14. – b) der Folterknecht, Aesch. 2, 36; der Scharfrichter, Henker, D. Sic. 13, 102. Auch ein Verbrecher, der als der Sündenbock für den ganzen Staat hingerichtet wird, Ar. Equ. 1114, Schol. [[φαρμακός]], w. m. s.; – τὸ δημόσιον, der Staat, Her. 1, 14; Ggstz [[βασιλεύς]], 6, 59; das Gemeinwesen, [[ὅταν]] τὸ δ. ὑπό τινος τῶν πολιτῶν ἡγῆταί τις ἀδικεῖσθαι Plat. Legg. VI, 767 b; ἐκ τοῦ δημοσίου, von Staatswegen, Xen. Lac. 3, 4; πρὸς τὸ δημόσιον προσιέναι, Staatsgeschäfte übernehmen, Dem. Bes. Staatskasse, ὁ ἐκ δημοσίου [[μισθός]], Thuc. 6, 31; Xen. Hell. 5, 2, 10; ἡ ἐκ δ. [[τροφή]], Plat. Rep. V, 465 d. Auch = Staatsgefängniß, Thuc. 5, 18; Staatsarchiv, Dem. 18, 142. Bei Pol. 6, 13, 3 sind τὰ δημόσια Staatsgebäude; – ἡ δημοσία, dor. δαμοσία, sc. [[σκηνή]], das Zelt der spartanischen Könige, Xen. Lac. 13, 7, vgl. Hell. 4, 5, 8. – Bei Plat. Phil. 51 c, δημόσια καὶ περιφανῆ, = allbekannt.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>A.</b> <i>adj.</i> de l'État :<br /><b>1</b> qui appartient à l'État, public;<br /><b>2</b> qui se fait au nom <i>ou</i> aux frais de l'État, qui a un caractère public;<br /><b>B.</b> <i>subst.</i><br /><b>I.</b> <i>à Athènes</i> ὁ [[δημόσιος]] ([[δοῦλος]] <i>ou</i> [[οἰκέτης]]);<br /><b>1</b> crieur public;<br /><b>2</b> agent <i>ou</i> garde de police;<br /><b>3</b> greffier de l'État;<br /><b>4</b> exécuteur public, bourreau;<br /><b>II.</b> ἡ δαμοσία <i>dor.</i> (<i>s.e.</i> [[σκηνή]]) la tente des rois de Sparte ; [[οἱ]] περὶ δαμοσίαν XÉN le conseil du roi;<br /><b>III.</b> τὸ δημόσιον :<br /><b>1</b> la chose publique, l'État;<br /><b>2</b> lieu public;<br /><b>3</b> édifice public;<br /><b>4</b> prison de l'État;<br /><b>5</b> trésor public;<br /><b>6</b> archives de l'État;<br /><b>IV.</b> τὰ δημόσια les biens de l'État, les revenus publics;<br /><b>C.</b> <i>adv.</i> • [[δημοσίᾳ]] :<br /><b>1</b> au nom de l'État;<br /><b>2</b> pour le service de l'État;<br /><b>3</b> aux frais de l'État;<br /><b>4</b> mourir de la main du bourreau.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δημόσιος''': Δωρ. δαμ-, α, ον, ἀνήκων εἰς τὸν λαὸν ἢ τὴν πολιτείαν, Λατ. publicus, ἀντίθ. τῷ [[ἴδιος]], ἀγρὸς δ., Λατ. ager publicus, Ἡρόδ. 5. 29· δ. χρήματα Κρατῖν. Πυλ. 2· [[πλοῦτος]] Θουκ. 1. 80· [[χώρα]], ἀντίθ τῷ [[ἱερά]], [[ἴδιος]], Ἀριστ. Πολ. 2. 8, 3· ἡ δ. [[τράπεζα]] Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 4· ἀγῶνες, δίκαι Αἰσχίν. 1. 11, κτλ·― δημόσιον [[εἶναι]], γίγνεσθαι, [[εἶναι]], γίνεται δημοσία [[περιουσία]], δημεύεται, κτλ., Θουκ. 2. 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 355. 41, Πλάτ. κτλ.· γῆν δ. ποιεῖν Λυσ. 150. 31. 2) [[κοινός]], δημοσιὼτατος [[τρόπος]] Ἀριστ. Τοπ. 8. 12, 1, πρβλ. Σοφ. Ἐλέγχ. 1, 4. ΙΙ. ὡς οὐσιατ., 1) ὁ [[δημόσιος]] (ἐνν. [[δοῦλος]]), [[δημόσιος]] [[δοῦλος]] ἢ [[ὑπάλληλος]], [[οἷον]] [[δημόσιος]] κήρυξ, Ἡρόδ. 6. 121· [[ἀστυνόμος]] ἢ ἀστυνομικὸς [[ὑπηρέτης]], Ἀριστοφ. Λυσ. 436, πρβλ. Böckh Ath. Staatsh. 1. 277· [[συμβολαιογράφος]] ἢ [[δημόσιος]] [[γραμματεύς]], Δημ. 381. 2, κτλ· ὁ [[δήμιος]], ὁ ἐκτελεστὴς τῶν θανατικῶν ποινῶν, Διόδ. 14. 102. β) δημόσιον [[θῦμα]], = [[φαρμακός]], ΙΙ, [[κάθαρμα]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 1136· Πρβλ. [[δήμιος]] ΙΙ. ΙΙΙ. ὡς οὐδέτερον, δημόσιον, τό, ἡ [[πολιτεία]], Λατ. respublica, Ἡρόδ. 1. 14, Ἀνδοκ. 10. 17, Αἰσχίν. 62. 6. 2) πᾶν δημόσιον [[οἰκοδόμημα]], Ἡρόδ. 6. 52, 57. 3) τὸ [[ταμεῖον]], ἀλλαχοῦ τὸ κοινόν, Ἀνδοκ. 10. 16, Δημ. 573. 11, Δείναρχ. 105. 11. 4) ἡ δημοσία [[εἱρκτή]], Θουκ. 5. 18. 5) τὰ δ., δημοσία [[περιουσία]], Ἀριστοφ. Σφηξ. 554. IV. ὡς θηλ., ἡ δαμοσία (ἐνν. [[σκηνή]]), ἡ σκηνὴ τῶν Σπαρτιατῶν βασιλέων, Λατ. praetorium, οἱ περὶ δαμοσίαν, τὸ περὶ τὸν βασιλέα [[συμβούλιον]], Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 8, Λακ. 13, 7· V. ὡς ἐπίρρ., 1) δοτ. [[δημοσίᾳ]], Ἰων. -ίῃ, διὰ δημοσίων ἐξόδων, Ἡρόδ. 1. 30, κτλ.· διὰ κοινῆς συναινέσεως, Δημ. 530. 15· εἰς δημοσίαν ὑπηρεσίαν, ὁ αὐτ. 1102. 11· [[ἀλλά]], δ. κρίνειν, [[κρίνω]] ἐν τοῖς δημοσίοις δικαστηρίοις, Ἀνδοκ. 14. 17· δ. τεθνάναι, [[ἀποθνήσκω]] διὰ χειρὸς τοῦ δημίου, Δημ. 1126. 7. 2) ἐκ δημοσίου, διὰ δημοσίας ἐξουσίας, Ξεν. Πολιτ. Λακ. 3, 3. 3) οὐδ. πληθ. δημόσια, δ. ταφῶμεν Ἀριστοφ. Ὄρν. 396. 4) ὁμαλόν ἐπίρρ., -ίως Στράβ. 562, καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζοῖς.
|lstext='''δημόσιος''': Δωρ. δαμ-, α, ον, ἀνήκων εἰς τὸν λαὸν ἢ τὴν πολιτείαν, Λατ. publicus, ἀντίθ. τῷ [[ἴδιος]], ἀγρὸς δ., Λατ. ager publicus, Ἡρόδ. 5. 29· δ. χρήματα Κρατῖν. Πυλ. 2· [[πλοῦτος]] Θουκ. 1. 80· [[χώρα]], ἀντίθ τῷ [[ἱερά]], [[ἴδιος]], Ἀριστ. Πολ. 2. 8, 3· ἡ δ. [[τράπεζα]] Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 4· ἀγῶνες, δίκαι Αἰσχίν. 1. 11, κτλ·― δημόσιον [[εἶναι]], γίγνεσθαι, [[εἶναι]], γίνεται δημοσία [[περιουσία]], δημεύεται, κτλ., Θουκ. 2. 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 355. 41, Πλάτ. κτλ.· γῆν δ. ποιεῖν Λυσ. 150. 31. 2) [[κοινός]], δημοσιὼτατος [[τρόπος]] Ἀριστ. Τοπ. 8. 12, 1, πρβλ. Σοφ. Ἐλέγχ. 1, 4. ΙΙ. ὡς οὐσιατ., 1) ὁ [[δημόσιος]] (ἐνν. [[δοῦλος]]), [[δημόσιος]] [[δοῦλος]] ἢ [[ὑπάλληλος]], [[οἷον]] [[δημόσιος]] κήρυξ, Ἡρόδ. 6. 121· [[ἀστυνόμος]] ἢ ἀστυνομικὸς [[ὑπηρέτης]], Ἀριστοφ. Λυσ. 436, πρβλ. Böckh Ath. Staatsh. 1. 277· [[συμβολαιογράφος]] ἢ [[δημόσιος]] [[γραμματεύς]], Δημ. 381. 2, κτλ· ὁ [[δήμιος]], ὁ ἐκτελεστὴς τῶν θανατικῶν ποινῶν, Διόδ. 14. 102. β) δημόσιον [[θῦμα]], = [[φαρμακός]], ΙΙ, [[κάθαρμα]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 1136· Πρβλ. [[δήμιος]] ΙΙ. ΙΙΙ. ὡς οὐδέτερον, δημόσιον, τό, ἡ [[πολιτεία]], Λατ. respublica, Ἡρόδ. 1. 14, Ἀνδοκ. 10. 17, Αἰσχίν. 62. 6. 2) πᾶν δημόσιον [[οἰκοδόμημα]], Ἡρόδ. 6. 52, 57. 3) τὸ [[ταμεῖον]], ἀλλαχοῦ τὸ κοινόν, Ἀνδοκ. 10. 16, Δημ. 573. 11, Δείναρχ. 105. 11. 4) ἡ δημοσία [[εἱρκτή]], Θουκ. 5. 18. 5) τὰ δ., δημοσία [[περιουσία]], Ἀριστοφ. Σφηξ. 554. IV. ὡς θηλ., ἡ δαμοσία (ἐνν. [[σκηνή]]), ἡ σκηνὴ τῶν Σπαρτιατῶν βασιλέων, Λατ. praetorium, οἱ περὶ δαμοσίαν, τὸ περὶ τὸν βασιλέα [[συμβούλιον]], Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 8, Λακ. 13, 7· V. ὡς ἐπίρρ., 1) δοτ. [[δημοσίᾳ]], Ἰων. -ίῃ, διὰ δημοσίων ἐξόδων, Ἡρόδ. 1. 30, κτλ.· διὰ κοινῆς συναινέσεως, Δημ. 530. 15· εἰς δημοσίαν ὑπηρεσίαν, ὁ αὐτ. 1102. 11· [[ἀλλά]], δ. κρίνειν, [[κρίνω]] ἐν τοῖς δημοσίοις δικαστηρίοις, Ἀνδοκ. 14. 17· δ. τεθνάναι, [[ἀποθνήσκω]] διὰ χειρὸς τοῦ δημίου, Δημ. 1126. 7. 2) ἐκ δημοσίου, διὰ δημοσίας ἐξουσίας, Ξεν. Πολιτ. Λακ. 3, 3. 3) οὐδ. πληθ. δημόσια, δ. ταφῶμεν Ἀριστοφ. Ὄρν. 396. 4) ὁμαλόν ἐπίρρ., -ίως Στράβ. 562, καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζοῖς.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>A.</b> <i>adj.</i> de l'État :<br /><b>1</b> qui appartient à l'État, public;<br /><b>2</b> qui se fait au nom <i>ou</i> aux frais de l'État, qui a un caractère public;<br /><b>B.</b> <i>subst.</i><br /><b>I.</b> <i>à Athènes</i> ὁ [[δημόσιος]] ([[δοῦλος]] <i>ou</i> [[οἰκέτης]]);<br /><b>1</b> crieur public;<br /><b>2</b> agent <i>ou</i> garde de police;<br /><b>3</b> greffier de l'État;<br /><b>4</b> exécuteur public, bourreau;<br /><b>II.</b> ἡ δαμοσία <i>dor.</i> (<i>s.e.</i> [[σκηνή]]) la tente des rois de Sparte ; [[οἱ]] περὶ δαμοσίαν XÉN le conseil du roi;<br /><b>III.</b> τὸ δημόσιον :<br /><b>1</b> la chose publique, l'État;<br /><b>2</b> lieu public;<br /><b>3</b> édifice public;<br /><b>4</b> prison de l'État;<br /><b>5</b> trésor public;<br /><b>6</b> archives de l'État;<br /><b>IV.</b> τὰ δημόσια les biens de l'État, les revenus publics;<br /><b>C.</b> <i>adv.</i> • [[δημοσίᾳ]] :<br /><b>1</b> au nom de l'État;<br /><b>2</b> pour le service de l'État;<br /><b>3</b> aux frais de l'État;<br /><b>4</b> mourir de la main du bourreau.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR