Anonymous

δημόσιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=α, ον :<br /><b>A.</b> <i>adj.</i> de l'État :<br /><b>1</b> qui appartient à l'État, public;<br /><b>2</b> qui se fait au nom <i>ou</i> aux frais de l'État, qui a un caractère public;<br /><b>B.</b> <i>subst.</i><br /><b>I.</b> <i>à Athènes</i> ὁ [[δημόσιος]] ([[δοῦλος]] <i>ou</i> [[οἰκέτης]]);<br /><b>1</b> crieur public;<br /><b>2</b> agent <i>ou</i> garde de police;<br /><b>3</b> greffier de l'État;<br /><b>4</b> exécuteur public, bourreau;<br /><b>II.</b> ἡ δαμοσία <i>dor.</i> (<i>s.e.</i> [[σκηνή]]) la tente des rois de Sparte ; [[οἱ]] περὶ δαμοσίαν XÉN le conseil du roi;<br /><b>III.</b> τὸ δημόσιον :<br /><b>1</b> la chose publique, l'État;<br /><b>2</b> lieu public;<br /><b>3</b> édifice public;<br /><b>4</b> prison de l'État;<br /><b>5</b> trésor public;<br /><b>6</b> archives de l'État;<br /><b>IV.</b> τὰ δημόσια les biens de l'État, les revenus publics;<br /><b>C.</b> <i>adv.</i> • [[δημοσίᾳ]] :<br /><b>1</b> au nom de l'État;<br /><b>2</b> pour le service de l'État;<br /><b>3</b> aux frais de l'État;<br /><b>4</b> mourir de la main du bourreau.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]].
|btext=α, ον :<br /><b>A.</b> <i>adj.</i> de l'État :<br /><b>1</b> qui appartient à l'État, public;<br /><b>2</b> qui se fait au nom <i>ou</i> aux frais de l'État, qui a un caractère public;<br /><b>B.</b> <i>subst.</i><br /><b>I.</b> <i>à Athènes</i> ὁ [[δημόσιος]] ([[δοῦλος]] <i>ou</i> [[οἰκέτης]]);<br /><b>1</b> crieur public;<br /><b>2</b> agent <i>ou</i> garde de police;<br /><b>3</b> greffier de l'État;<br /><b>4</b> exécuteur public, bourreau;<br /><b>II.</b> ἡ δαμοσία <i>dor.</i> (<i>s.e.</i> [[σκηνή]]) la tente des rois de Sparte ; [[οἱ]] περὶ δαμοσίαν XÉN le conseil du roi;<br /><b>III.</b> τὸ δημόσιον :<br /><b>1</b> la chose publique, l'État;<br /><b>2</b> lieu public;<br /><b>3</b> édifice public;<br /><b>4</b> prison de l'État;<br /><b>5</b> trésor public;<br /><b>6</b> archives de l'État;<br /><b>IV.</b> τὰ δημόσια les biens de l'État, les revenus publics;<br /><b>C.</b> <i>adv.</i> • [[δημοσίᾳ]] :<br /><b>1</b> au nom de l'État;<br /><b>2</b> pour le service de l'État;<br /><b>3</b> aux frais de l'État;<br /><b>4</b> mourir de la main du bourreau.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δημόσιος''': Δωρ. δαμ-, α, ον, ἀνήκων εἰς τὸν λαὸν ἢ τὴν πολιτείαν, Λατ. publicus, ἀντίθ. τῷ [[ἴδιος]], ἀγρὸς δ., Λατ. ager publicus, Ἡρόδ. 5. 29· δ. χρήματα Κρατῖν. Πυλ. 2· [[πλοῦτος]] Θουκ. 1. 80· [[χώρα]], ἀντίθ τῷ [[ἱερά]], [[ἴδιος]], Ἀριστ. Πολ. 2. 8, 3· ἡ δ. [[τράπεζα]] Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 4· ἀγῶνες, δίκαι Αἰσχίν. 1. 11, κτλ·― δημόσιον [[εἶναι]], γίγνεσθαι, [[εἶναι]], γίνεται δημοσία [[περιουσία]], δημεύεται, κτλ., Θουκ. 2. 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 355. 41, Πλάτ. κτλ.· γῆν δ. ποιεῖν Λυσ. 150. 31. 2) [[κοινός]], δημοσιὼτατος [[τρόπος]] Ἀριστ. Τοπ. 8. 12, 1, πρβλ. Σοφ. Ἐλέγχ. 1, 4. ΙΙ. ὡς οὐσιατ., 1) ὁ [[δημόσιος]] (ἐνν. [[δοῦλος]]), [[δημόσιος]] [[δοῦλος]] ἢ [[ὑπάλληλος]], [[οἷον]] [[δημόσιος]] κήρυξ, Ἡρόδ. 6. 121· [[ἀστυνόμος]] ἢ ἀστυνομικὸς [[ὑπηρέτης]], Ἀριστοφ. Λυσ. 436, πρβλ. Böckh Ath. Staatsh. 1. 277· [[συμβολαιογράφος]] ἢ [[δημόσιος]] [[γραμματεύς]], Δημ. 381. 2, κτλ· ὁ [[δήμιος]], ὁ ἐκτελεστὴς τῶν θανατικῶν ποινῶν, Διόδ. 14. 102. β) δημόσιον [[θῦμα]], = [[φαρμακός]], ΙΙ, [[κάθαρμα]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 1136· Πρβλ. [[δήμιος]] ΙΙ. ΙΙΙ. ὡς οὐδέτερον, δημόσιον, τό, ἡ [[πολιτεία]], Λατ. respublica, Ἡρόδ. 1. 14, Ἀνδοκ. 10. 17, Αἰσχίν. 62. 6. 2) πᾶν δημόσιον [[οἰκοδόμημα]], Ἡρόδ. 6. 52, 57. 3) τὸ [[ταμεῖον]], ἀλλαχοῦ τὸ κοινόν, Ἀνδοκ. 10. 16, Δημ. 573. 11, Δείναρχ. 105. 11. 4) ἡ δημοσία [[εἱρκτή]], Θουκ. 5. 18. 5) τὰ δ., δημοσία [[περιουσία]], Ἀριστοφ. Σφηξ. 554. IV. ὡς θηλ., ἡ δαμοσία (ἐνν. [[σκηνή]]), ἡ σκηνὴ τῶν Σπαρτιατῶν βασιλέων, Λατ. praetorium, οἱ περὶ δαμοσίαν, τὸ περὶ τὸν βασιλέα [[συμβούλιον]], Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 8, Λακ. 13, 7· V. ὡς ἐπίρρ., 1) δοτ. [[δημοσίᾳ]], Ἰων. -ίῃ, διὰ δημοσίων ἐξόδων, Ἡρόδ. 1. 30, κτλ.· διὰ κοινῆς συναινέσεως, Δημ. 530. 15· εἰς δημοσίαν ὑπηρεσίαν, ὁ αὐτ. 1102. 11· [[ἀλλά]], δ. κρίνειν, [[κρίνω]] ἐν τοῖς δημοσίοις δικαστηρίοις, Ἀνδοκ. 14. 17· δ. τεθνάναι, [[ἀποθνήσκω]] διὰ χειρὸς τοῦ δημίου, Δημ. 1126. 7. 2) ἐκ δημοσίου, διὰ δημοσίας ἐξουσίας, Ξεν. Πολιτ. Λακ. 3, 3. 3) οὐδ. πληθ. δημόσια, δ. ταφῶμεν Ἀριστοφ. Ὄρν. 396. 4) ὁμαλόν ἐπίρρ., -ίως Στράβ. 562, καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζοῖς.
|elnltext=δημόσιος -α -ον Dor. δᾱμόσιος [δῆμος] van de staat, staats-:. δ. εἶναι staatseigendom zijn Thuc. 2.13.1; ἐν... ἄθλοις δημοσίοις bij nationale kampioenschappen Plat. Lg. 865a. openbaar, publiekelijk:. δ. ὁδός openbare weg Men. Dysc. 115. subst. m. ὁ δημόσιος staatsslaaf, staatsdienaar, die kan optreden als deurwaarder, politie-agent, klerk, beulsknecht. n. τὸ δημόσιον staat, staatskas, staatsarchief:. οὐ... τοῦ δημοσίου ἐστὶ ὁ θησαυρός het schathuis is niet van de staat Hdt. 1.14.2; τοῦ δημοσίου δραχμήν... τῷ ναύτῃ... διδόντος terwijl de schatkist een drachme per matroos geeft Thuc. 6.31.3; ἡ ἐκ τοῦ δημοσίου τροφή onderhoud uit de schatkist Plat Resp.. 465d; γράμματ’ ἔχων ἐν τῷ δημοσίῳ κείμενα met brieven die in het staatsarchief liggen Dem. 18.142; τὰ δημόσια πράττειν zich met de staatszaken bezig houden Plut. Sol. 5.2. f. ἡ δημοσία ( sc. σκηνή ) staatstent (van Spartaanse koning). adv. δημοσίᾳ, Ion. δημοσίῃ publiekelijk, van staatswege:. μιν Ἀθηναῖοι δημοσίῃ... ἔθαψαν de Atheners hebben hem op staatskosten begraven Hdt. 1.30.5; δημοσίᾳ... ἐξεπέμφθη hij werd van staatswege uitgezonden Thuc. 1.128.3.
}}
{{elru
|elrutext='''δημόσιος:'''<br /><b class="num">I</b> дор. δᾱμόσιος 3 (обще)народный, общественный, государственный ([[ἀγρός]] Her.; [[πλοῦτος]] Thuc.; πλοῖα Plat.; [[ἀγών]] Plat., Aeschin.; ὁδοί, τροφαί Arst.; πράγματα Plut.; διαιρεῖν εἰς [[τρία]] μέρη τὴν χώραν, τὴν μὲν ἱερὰν, τὴν δὲ δημοσίαν, τὴν δ᾽ ἰδίαν Arst.): δίκαι δημόσιαι Arst. процессы по обвинениям в государственных преступлениях.<br /><b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[глашатай]] Her.;<br /><b class="num">2)</b> [[блюститель порядка]], [[полицейский]] Arph.;<br /><b class="num">3)</b> [[писец]] Dem.;<br /><b class="num">4)</b> [[палач]] Diod.;<br /><b class="num">5)</b> [[искупительная жертва]] Arph. (ср. [[φαρμακός]]).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''δημόσιος:''' Δώρ. δαμ-, <i>-α</i>, <i>-ον</i>,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει στο λαό ή στο [[κράτος]], Λατ. [[publicus]], αντίθ. προς το [[ἴδιος]], σε Ηρόδ., Αττ.· δημόσιον [[εἶναι]], <i>[[γίγνεσθαι]]</i>, κατάσχεται, δημεύεται, σε Θουκ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., ὁ [[δημόσιος]] (ενν. [[δοῦλος]]), [[δημόσιος]] [[υπηρέτης]], όπως ο [[δημόσιος]] [[κλητήρας]], σε Ηρόδ.· [[δημόσιος]] [[γραμματέας]], [[συμβολαιογράφος]], σε Δημ.<br /><b class="num">III. 1.</b> ως ουδ., <i>δημόσιον</i>, <i>τό</i>, [[κράτος]], [[πολιτεία]], Λατ. [[respublica]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάθε]] [[δημόσιο]] [[κτήριο]], [[δημόσιος]] [[χώρος]] εκδηλώσεων, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> κεντρικό [[δημόσιο]] [[ταμείο]], [[αλλού]] <i>τὸ κοινόν</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> δημόσια [[φυλακή]], σε Θουκ.<br /><b class="num">5.</b> <i>τὰ δημόσια</i> (ενν. <i>χρήματα</i>), δημόσια [[περιουσία]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">IV.</b>ως θηλ., ἡ [[δαμοσία]]</i> (ενν. [[σκηνή]]), [[σκηνή]] των Σπαρτιατών βασιλιάδων, σε Ξεν.<br /><b class="num">V.</b>ως επίρρ.:<br /><b class="num">1.</b> δοτ., [[δημοσίᾳ]], Ιων. <i>-ίῃ</i>, με κρατικά έξοδα, [[δημοσία]] [[δαπάνη]], σε Ηρόδ.· με [[κοινή]] [[συγκατάθεση]], [[κοινή]] συναινέσει, σε Δημ.· δ. [[τεθνάναι]], [[πεθαίνω]] από τα χέρια δημοσίου εκτελεστή, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> ουδ. πληθ., <i>δημόσια</i>, με δημόσια έξοδα, [[δημοσία]] [[δαπάνη]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''δημόσιος:''' Δώρ. δαμ-, <i>-α</i>, <i>-ον</i>,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει στο λαό ή στο [[κράτος]], Λατ. [[publicus]], αντίθ. προς το [[ἴδιος]], σε Ηρόδ., Αττ.· δημόσιον [[εἶναι]], <i>[[γίγνεσθαι]]</i>, κατάσχεται, δημεύεται, σε Θουκ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., ὁ [[δημόσιος]] (ενν. [[δοῦλος]]), [[δημόσιος]] [[υπηρέτης]], όπως ο [[δημόσιος]] [[κλητήρας]], σε Ηρόδ.· [[δημόσιος]] [[γραμματέας]], [[συμβολαιογράφος]], σε Δημ.<br /><b class="num">III. 1.</b> ως ουδ., <i>δημόσιον</i>, <i>τό</i>, [[κράτος]], [[πολιτεία]], Λατ. [[respublica]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάθε]] [[δημόσιο]] [[κτήριο]], [[δημόσιος]] [[χώρος]] εκδηλώσεων, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> κεντρικό [[δημόσιο]] [[ταμείο]], [[αλλού]] <i>τὸ κοινόν</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> δημόσια [[φυλακή]], σε Θουκ.<br /><b class="num">5.</b> <i>τὰ δημόσια</i> (ενν. <i>χρήματα</i>), δημόσια [[περιουσία]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">IV.</b>ως θηλ., ἡ [[δαμοσία]]</i> (ενν. [[σκηνή]]), [[σκηνή]] των Σπαρτιατών βασιλιάδων, σε Ξεν.<br /><b class="num">V.</b>ως επίρρ.:<br /><b class="num">1.</b> δοτ., [[δημοσίᾳ]], Ιων. <i>-ίῃ</i>, με κρατικά έξοδα, [[δημοσία]] [[δαπάνη]], σε Ηρόδ.· με [[κοινή]] [[συγκατάθεση]], [[κοινή]] συναινέσει, σε Δημ.· δ. [[τεθνάναι]], [[πεθαίνω]] από τα χέρια δημοσίου εκτελεστή, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> ουδ. πληθ., <i>δημόσια</i>, με δημόσια έξοδα, [[δημοσία]] [[δαπάνη]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δημόσιος:'''<br /><b class="num">I</b> дор. δᾱμόσιος 3 (обще)народный, общественный, государственный ([[ἀγρός]] Her.; [[πλοῦτος]] Thuc.; πλοῖα Plat.; [[ἀγών]] Plat., Aeschin.; ὁδοί, τροφαί Arst.; πράγματα Plut.; διαιρεῖν εἰς [[τρία]] μέρη τὴν χώραν, τὴν μὲν ἱερὰν, τὴν δὲ δημοσίαν, τὴν δ᾽ ἰδίαν Arst.): δίκαι δημόσιαι Arst. процессы по обвинениям в государственных преступлениях.<br /><b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[глашатай]] Her.;<br /><b class="num">2)</b> [[блюститель порядка]], [[полицейский]] Arph.;<br /><b class="num">3)</b> [[писец]] Dem.;<br /><b class="num">4)</b> [[палач]] Diod.;<br /><b class="num">5)</b> [[искупительная жертва]] Arph. (ср. [[φαρμακός]]).
|lstext='''δημόσιος''': Δωρ. δαμ-, α, ον, ἀνήκων εἰς τὸν λαὸν ἢ τὴν πολιτείαν, Λατ. publicus, ἀντίθ. τῷ [[ἴδιος]], ἀγρὸς δ., Λατ. ager publicus, Ἡρόδ. 5. 29· δ. χρήματα Κρατῖν. Πυλ. 2· [[πλοῦτος]] Θουκ. 1. 80· [[χώρα]], ἀντίθ τῷ [[ἱερά]], [[ἴδιος]], Ἀριστ. Πολ. 2. 8, 3· ἡ δ. [[τράπεζα]] Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 4· ἀγῶνες, δίκαι Αἰσχίν. 1. 11, κτλ·― δημόσιον [[εἶναι]], γίγνεσθαι, [[εἶναι]], γίνεται δημοσία [[περιουσία]], δημεύεται, κτλ., Θουκ. 2. 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 355. 41, Πλάτ. κτλ.· γῆν δ. ποιεῖν Λυσ. 150. 31. 2) [[κοινός]], δημοσιὼτατος [[τρόπος]] Ἀριστ. Τοπ. 8. 12, 1, πρβλ. Σοφ. Ἐλέγχ. 1, 4. ΙΙ. ὡς οὐσιατ., 1) [[δημόσιος]] (ἐνν. [[δοῦλος]]), [[δημόσιος]] [[δοῦλος]] [[ὑπάλληλος]], [[οἷον]] [[δημόσιος]] κήρυξ, Ἡρόδ. 6. 121· [[ἀστυνόμος]] ἢ ἀστυνομικὸς [[ὑπηρέτης]], Ἀριστοφ. Λυσ. 436, πρβλ. Böckh Ath. Staatsh. 1. 277· [[συμβολαιογράφος]] ἢ [[δημόσιος]] [[γραμματεύς]], Δημ. 381. 2, κτλ· ὁ [[δήμιος]], ὁ ἐκτελεστὴς τῶν θανατικῶν ποινῶν, Διόδ. 14. 102. β) δημόσιον [[θῦμα]], = [[φαρμακός]], ΙΙ, [[κάθαρμα]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 1136· Πρβλ. [[δήμιος]] ΙΙ. ΙΙΙ. ὡς οὐδέτερον, δημόσιον, τό, ἡ [[πολιτεία]], Λατ. respublica, Ἡρόδ. 1. 14, Ἀνδοκ. 10. 17, Αἰσχίν. 62. 6. 2) πᾶν δημόσιον [[οἰκοδόμημα]], Ἡρόδ. 6. 52, 57. 3) τὸ [[ταμεῖον]], ἀλλαχοῦ τὸ κοινόν, Ἀνδοκ. 10. 16, Δημ. 573. 11, Δείναρχ. 105. 11. 4) δημοσία [[εἱρκτή]], Θουκ. 5. 18. 5) τὰ δ., δημοσία [[περιουσία]], Ἀριστοφ. Σφηξ. 554. IV. ὡς θηλ., δαμοσία (ἐνν. [[σκηνή]]), ἡ σκηνὴ τῶν Σπαρτιατῶν βασιλέων, Λατ. praetorium, οἱ περὶ δαμοσίαν, τὸ περὶ τὸν βασιλέα [[συμβούλιον]], Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 8, Λακ. 13, 7· V. ὡς ἐπίρρ., 1) δοτ. [[δημοσίᾳ]], Ἰων. -ίῃ, διὰ δημοσίων ἐξόδων, Ἡρόδ. 1. 30, κτλ.· διὰ κοινῆς συναινέσεως, Δημ. 530. 15· εἰς δημοσίαν ὑπηρεσίαν, ὁ αὐτ. 1102. 11· [[ἀλλά]], δ. κρίνειν, [[κρίνω]] ἐν τοῖς δημοσίοις δικαστηρίοις, Ἀνδοκ. 14. 17· δ. τεθνάναι, [[ἀποθνήσκω]] διὰ χειρὸς τοῦ δημίου, Δημ. 1126. 7. 2) ἐκ δημοσίου, διὰ δημοσίας ἐξουσίας, Ξεν. Πολιτ. Λακ. 3, 3. 3) οὐδ. πληθ. δημόσια, δ. ταφῶμεν Ἀριστοφ. Ὄρν. 396. 4) ὁμαλόν ἐπίρρ., -ίως Στράβ. 562, καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζοῖς.
}}
{{elnl
|elnltext=δημόσιος -α -ον Dor. δᾱμόσιος [δῆμος] van de staat, staats-:. δ. εἶναι staatseigendom zijn Thuc. 2.13.1; ἐν... ἄθλοις δημοσίοις bij nationale kampioenschappen Plat. Lg. 865a. openbaar, publiekelijk:. δ. ὁδός openbare weg Men. Dysc. 115. subst. m. ὁ δημόσιος staatsslaaf, staatsdienaar, die kan optreden als deurwaarder, politie-agent, klerk, beulsknecht. n. τὸ δημόσιον staat, staatskas, staatsarchief:. οὐ... τοῦ δημοσίου ἐστὶ ὁ θησαυρός het schathuis is niet van de staat Hdt. 1.14.2; τοῦ δημοσίου δραχμήν... τῷ ναύτῃ... διδόντος terwijl de schatkist een drachme per matroos geeft Thuc. 6.31.3; ἐκ τοῦ δημοσίου τροφή onderhoud uit de schatkist Plat Resp.. 465d; γράμματ’ ἔχων ἐν τῷ δημοσίῳ κείμενα met brieven die in het staatsarchief liggen Dem. 18.142; τὰ δημόσια πράττειν zich met de staatszaken bezig houden Plut. Sol. 5.2. f. ἡ δημοσία ( sc. σκηνή ) staatstent (van Spartaanse koning). adv. δημοσίᾳ, Ion. δημοσίῃ publiekelijk, van staatswege:. μιν Ἀθηναῖοι δημοσίῃ... ἔθαψαν de Atheners hebben hem op staatskosten begraven Hdt. 1.30.5; δημοσίᾳ... ἐξεπέμφθη hij werd van staatswege uitgezonden Thuc. 1.128.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj