Anonymous

αἱμασιά: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(αἱμᾰσιά) -ᾶς, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. αἱμᾰσία, jón. αἱμασιή Hdt.1.180<br /><b class="num">1</b> [[valla]], [[cerca]], [[muro]] αἱμασιὰς λέγειν levantar una valla</i>, <i>Od</i>.18.359, 24.224, αἱ. πλίνθων ὀπτέων Hdt.1.180, αἱμασιὰς ... ἐληλαμένας Hdt.1.191, cf. 2.69, 7.60, Sol.<i>Lg</i>.60a, Th.4.43, Aen.Tact.2.2, D.55.11, Arist.<i>HA</i> 594<sup>a</sup>11, 623<sup>a</sup>4, Thphr.<i>HP</i> 6.7.5, Theoc.1.47, 7.22, πλήρεις αἱμασιῶν καὶ κηπίων llenos de cercas y huertos</i> (pero cf. 2) Plb.18.20.1, cf. Plu.2.85f, Opp.<i>C</i>.1.505, D.C.<i>Epit</i>.9.23.2, frec. en inscr. ἡ οἰκοδομία τῶν αἱμασιῶν <i>Didyma</i> 40.12 (II a.C.), cf. <i>Ath.Agora</i> 19.L4b.12 (III a.C.), <i>IEphesos</i> 1525.3 (I a./d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[terreno cercado]]<br /><b class="num">a)</b> cultivado como [[huerto]], [[huerta]] [[αὐτοῦ]] ἐφ' αἱμασιαῖσι τὸν ἀγρυπνοῦντα Πρίηπον ἔστησεν λαχάνων [[Δεινομένης]] φύλακα aquí en el huerto me colocó Dinómenes a mi, Príapo, vigilante, como guardián de las verduras</i>, <i>AP</i> 16.236 (Leon.), cf. <i>SEG</i> 28.840 (Halicarnaso III/II a.C.);<br /><b class="num">b)</b> [[parcela]], [[terreno vallado]] gener. no cultivado, frec. en inscr. ἐν τῷ ἐν τᾷ αἱμασιᾷ ὁπεῖ ἁ [[ἐλαία]] <i>IG</i> 12(3).248.11 (Anafe I a.C.), cf. <i>IG</i> 12(5).872.32, 66 (Tenos IV a.C.), <i>IRhamn</i>.167.17 (III a.C.), <i>IMylasa</i> 814.8 (Olimo II a.C.), <i>IMylasa</i> 255.3 (heleníst.).<br /><b class="num">• Etimología:</b> Quizá rel. [[αἱμός]] ‘[[bosque]]’, o tb. c. la glosa de Hsch. [[αἵμους]]· ὀβελίσκους.
|dgtxt=(αἱμᾰσιά) -ᾶς, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. αἱμᾰσία, jón. αἱμασιή Hdt.1.180<br /><b class="num">1</b> [[valla]], [[cerca]], [[muro]] αἱμασιὰς λέγειν levantar una valla</i>, <i>Od</i>.18.359, 24.224, αἱ. πλίνθων ὀπτέων Hdt.1.180, αἱμασιὰς ... ἐληλαμένας Hdt.1.191, cf. 2.69, 7.60, Sol.<i>Lg</i>.60a, Th.4.43, Aen.Tact.2.2, D.55.11, Arist.<i>HA</i> 594<sup>a</sup>11, 623<sup>a</sup>4, Thphr.<i>HP</i> 6.7.5, Theoc.1.47, 7.22, πλήρεις αἱμασιῶν καὶ κηπίων llenos de cercas y huertos</i> (pero cf. 2) Plb.18.20.1, cf. Plu.2.85f, Opp.<i>C</i>.1.505, D.C.<i>Epit</i>.9.23.2, frec. en inscr. ἡ οἰκοδομία τῶν αἱμασιῶν <i>Didyma</i> 40.12 (II a.C.), cf. <i>Ath.Agora</i> 19.L4b.12 (III a.C.), <i>IEphesos</i> 1525.3 (I a./d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[terreno cercado]]<br /><b class="num">a)</b> cultivado como [[huerto]], [[huerta]] [[αὐτοῦ]] ἐφ' αἱμασιαῖσι τὸν ἀγρυπνοῦντα Πρίηπον ἔστησεν λαχάνων [[Δεινομένης]] φύλακα aquí en el huerto me colocó Dinómenes a mi, Príapo, vigilante, como guardián de las verduras</i>, <i>AP</i> 16.236 (Leon.), cf. <i>SEG</i> 28.840 (Halicarnaso III/II a.C.);<br /><b class="num">b)</b> [[parcela]], [[terreno vallado]] gener. no cultivado, frec. en inscr. ἐν τῷ ἐν τᾷ αἱμασιᾷ ὁπεῖ ἁ [[ἐλαία]] <i>IG</i> 12(3).248.11 (Anafe I a.C.), cf. <i>IG</i> 12(5).872.32, 66 (Tenos IV a.C.), <i>IRhamn</i>.167.17 (III a.C.), <i>IMylasa</i> 814.8 (Olimo II a.C.), <i>IMylasa</i> 255.3 (heleníst.).<br /><b class="num">• Etimología:</b> Quizá rel. [[αἱμός]] ‘[[bosque]]’, o tb. c. la glosa de Hsch. [[αἵμους]]· ὀβελίσκους.
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>1</b> épine : αἱμασιὰς λέγειν OD ramasser de l'épine pour une clôture ; clôture d'épines;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> mur de pierres sèches.<br />'''Étymologie:''' [[αἱμός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αἱμᾰσιά''': ἡ, [[τοῖχος]] ἐκ ξηρῶν λίθων, λατ. maceria· αἱμασιάς τε λέγειν, [[κτίζω]] τοίχους· (ἴδε [[λέγω]], Β. Ι. 2, [[αἱμασιολογέω]]), Ὀδ. Σ. 359· αἱμ. λέξοντες, Ω. 224., παρ’ Ἡροδ. 1.180, 191., περὶ τῶν ἐκ πλίνθων ὀπτῶν τοίχων παρὰ τὸ [[χεῖλος]] τοῦ ποταμοῦ τοῦ διαρρέοντος τὴν Βαβυλῶνα, καὶ [[ἁπλῶς]] περὶ τοίχων ὡς κατοικητηρίων τῶν σαυρῶν, ὁ αὐτ. 2. 69· αἱμ. ἐγγεγλυμμένη τύποισι, περὶ τοίχου περιβάλλοντος Αἰγυπτιακόν τινα ναόν, [[αὐτόθι]] 138· περὶ τειχίσματος, ὃ δύναταί τις νὰ ὑπερασπίσῃ, Θουκ. 4. 43· αἱμ. οἰκοδομεῖν, Δημ. 1274 ἐν τέλει· καὶ παρὰ Θεοκρ. 1. 47, κτλ. [[παῖς]] κάθηται ἐξ’ αἱμασίῃσιν· καὶ ἐν Ἐπιγρ. Ἀνάφης 343010· ἐν τῷ τόπῳ ἐν τᾷ αἱμασιᾷ ὁπεῖ ἁ [[ἐλαία]] ἁ [[ποτὶ]] τὸν Εὐδώρειον οἶκον, κτλ. (Ἡ [[σημασία]] τοῦ τοίχου [[εἶναι]] λοιπὸν ἐντελῶς βεβαία, ἡ δὲ τοῦ ἐξ ἀκανθῶν φράκτου φαίνεται στηριζομένη ἐπὶ τῆς ὑποτιθεμένης παραγωγῆς ἐκ τοῦ [[αἱμός]]. Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. λέγειν 8).
|lstext='''αἱμᾰσιά''': ἡ, [[τοῖχος]] ἐκ ξηρῶν λίθων, λατ. maceria· αἱμασιάς τε λέγειν, [[κτίζω]] τοίχους· (ἴδε [[λέγω]], Β. Ι. 2, [[αἱμασιολογέω]]), Ὀδ. Σ. 359· αἱμ. λέξοντες, Ω. 224., παρ’ Ἡροδ. 1.180, 191., περὶ τῶν ἐκ πλίνθων ὀπτῶν τοίχων παρὰ τὸ [[χεῖλος]] τοῦ ποταμοῦ τοῦ διαρρέοντος τὴν Βαβυλῶνα, καὶ [[ἁπλῶς]] περὶ τοίχων ὡς κατοικητηρίων τῶν σαυρῶν, ὁ αὐτ. 2. 69· αἱμ. ἐγγεγλυμμένη τύποισι, περὶ τοίχου περιβάλλοντος Αἰγυπτιακόν τινα ναόν, [[αὐτόθι]] 138· περὶ τειχίσματος, ὃ δύναταί τις νὰ ὑπερασπίσῃ, Θουκ. 4. 43· αἱμ. οἰκοδομεῖν, Δημ. 1274 ἐν τέλει· καὶ παρὰ Θεοκρ. 1. 47, κτλ. [[παῖς]] κάθηται ἐξ’ αἱμασίῃσιν· καὶ ἐν Ἐπιγρ. Ἀνάφης 343010· ἐν τῷ τόπῳ ἐν τᾷ αἱμασιᾷ ὁπεῖ ἁ [[ἐλαία]] ἁ [[ποτὶ]] τὸν Εὐδώρειον οἶκον, κτλ. (Ἡ [[σημασία]] τοῦ τοίχου [[εἶναι]] λοιπὸν ἐντελῶς βεβαία, ἡ δὲ τοῦ ἐξ ἀκανθῶν φράκτου φαίνεται στηριζομένη ἐπὶ τῆς ὑποτιθεμένης παραγωγῆς ἐκ τοῦ [[αἱμός]]. Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. λέγειν 8).
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>1</b> épine : αἱμασιὰς λέγειν OD ramasser de l'épine pour une clôture ; clôture d'épines;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> mur de pierres sèches.<br />'''Étymologie:''' [[αἱμός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm