Anonymous

αὐθαδίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[αὐθαδειάζομαι]] S.E.<i>P</i>.1.237, Lib.<i>Decl</i>.15.47; αὐθαδιάζομαι Polem.<i>Call</i>.24, Gr.Naz.M.35.580C<br /><b class="num">1</b> abs. [[ser arrogante]] οὐκ αὐθαδιζόμενος sin arrogancia por mi parte</i> Pl.<i>Ap</i>.34d, cf. M.Ant.4.32, Them.<i>Or</i>.29.346b, 34.467d, Lib.l.c., Agath.3.6.3, αὐθαδίζεσθαι λέγε, μὴ ἀναιδεύεσθαι Phryn.44.<br /><b class="num">2</b> [[osar]], [[atreverse a]] c. ac. int. νεώτερος ὢν ταῦτα ηὐθαδιάσατο Polem.l.c., c. inf. πότερον καταληπτά ἐστιν ἢ ἀκατάληπτα λέγειν αὐθαδειαζομένη (ἡ μέθοδος) (el método) que se atreve a afirmar si son causas aprehensibles o no aprehensibles</i> S.E.l.c., αὐθαδιζόμενος ... κρίσεις τὰς ἐσομένας ἐρρύθμιζεν Procop.<i>Arc</i>.14.5<br /><b class="num">•</b>c. πρός y ac. φιλεῖ ... τὰ γενναῖα φρονήματα πρὸς τὸ βίᾳ κρατοῦν αὐθαδιάζεσθαι Gr.Naz.l.c.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[αὐθαδειάζομαι]] S.E.<i>P</i>.1.237, Lib.<i>Decl</i>.15.47; αὐθαδιάζομαι Polem.<i>Call</i>.24, Gr.Naz.M.35.580C<br /><b class="num">1</b> abs. [[ser arrogante]] οὐκ αὐθαδιζόμενος sin arrogancia por mi parte</i> Pl.<i>Ap</i>.34d, cf. M.Ant.4.32, Them.<i>Or</i>.29.346b, 34.467d, Lib.l.c., Agath.3.6.3, αὐθαδίζεσθαι λέγε, μὴ ἀναιδεύεσθαι Phryn.44.<br /><b class="num">2</b> [[osar]], [[atreverse a]] c. ac. int. νεώτερος ὢν ταῦτα ηὐθαδιάσατο Polem.l.c., c. inf. πότερον καταληπτά ἐστιν ἢ ἀκατάληπτα λέγειν αὐθαδειαζομένη (ἡ μέθοδος) (el método) que se atreve a afirmar si son causas aprehensibles o no aprehensibles</i> S.E.l.c., αὐθαδιζόμενος ... κρίσεις τὰς ἐσομένας ἐρρύθμιζεν Procop.<i>Arc</i>.14.5<br /><b class="num">•</b>c. πρός y ac. φιλεῖ ... τὰ γενναῖα φρονήματα πρὸς τὸ βίᾳ κρατοῦν αὐθαδιάζεσθαι Gr.Naz.l.c.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />être présomptueux <i>ou</i> arrogant.<br />'''Étymologie:''' [[αὐθάδης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐθᾱδίζομαι''': ἀποθ., φέρομαι αὐθαδῶς, θρασέως, ὑπερηφάνως, οὐκ αὐθαδιζόμενος Πλάτ. Ἀπολ. 34D· ἀόρ. -ισάμενος Θεμίστ. σ. 467. 23 Δινδ.: Ἐνεργ. παρὰ Γρηρ. Ναζ.· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 66.
|lstext='''αὐθᾱδίζομαι''': ἀποθ., φέρομαι αὐθαδῶς, θρασέως, ὑπερηφάνως, οὐκ αὐθαδιζόμενος Πλάτ. Ἀπολ. 34D· ἀόρ. -ισάμενος Θεμίστ. σ. 467. 23 Δινδ.: Ἐνεργ. παρὰ Γρηρ. Ναζ.· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 66.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />être présomptueux <i>ou</i> arrogant.<br />'''Étymologie:''' [[αὐθάδης]].
}}
}}
{{grml
{{grml