Anonymous

διαρτάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0601.png Seite 601]] 1) (aufhängen, VLL. κρεμᾶν,) in Erwartung, Besorgniß setzen, hinhalten; διηρτημένος ὑπ' [[αὐτοῦ]], von ihm hingehalten, Dion. Hal. 1, 85, u. öfter; auch τειχομαχίᾳ, damit aufhalten, 1, 46; betrügen, Menand. in VLL,; D. Hal. 1, 39. – 2) zertrennen, scheiden, Strab.; abschneiden, ὁδόν, Plut. Timol. 25; τὰς ἀκολουθίας, unterbrechen, Dion. Hal. de vi Dem. 40; τοῦ διηρτῆσθαι λεγομένουλόγου, Sext. Emp. Pyrrh. 2, 153. – Nach VLL. auch = [[διαρτίζω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0601.png Seite 601]] 1) (aufhängen, VLL. κρεμᾶν,) in Erwartung, Besorgniß setzen, hinhalten; διηρτημένος ὑπ' [[αὐτοῦ]], von ihm hingehalten, Dion. Hal. 1, 85, u. öfter; auch τειχομαχίᾳ, damit aufhalten, 1, 46; betrügen, Menand. in VLL,; D. Hal. 1, 39. – 2) zertrennen, scheiden, Strab.; abschneiden, ὁδόν, Plut. Timol. 25; τὰς ἀκολουθίας, unterbrechen, Dion. Hal. de vi Dem. 40; τοῦ διηρτῆσθαι λεγομένουλόγου, Sext. Emp. Pyrrh. 2, 153. – Nach VLL. auch = [[διαρτίζω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> écarter : τινα ἀπὸ τόπου PLUT qqn d'un lieu;<br /><b>2</b> interrompre (la suite d'un développement).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀρτάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαρτάω''': μέλλ. -ήσω, ἐξαρτῶ, [[κρεμῶ]], Πολύβ. 34. 9, 10· δ. ὁδόν, [[διακόπτω]] (τὴν συγκοινωνίαν), Πλούτ. Τιμολ. 25. 2) κρατῶ τινα μετέωρον, ἀπασχολῶ, τινί, ἔν τινι ἢ διά τινος…, Διον. Ἁλ. 1. 46·― παροδηγῶ, ἐξαπατῶ, Μένανδ. Ἀδήλ. 356. ΙΙ. [[ἀποχωρίζω]], τινα ἀπὸ τόπου Πλούτ. Τιμολ. 25· διηρτημένος Στράβων 234·― [[διακόπτω]], τὰς ἀκολουθίας Διον. Ἁλ. π. Δημ. 40. ΙΙΙ. = [[διαρτίζω]] Ἡσύχ.
|lstext='''διαρτάω''': μέλλ. -ήσω, ἐξαρτῶ, [[κρεμῶ]], Πολύβ. 34. 9, 10· δ. ὁδόν, [[διακόπτω]] (τὴν συγκοινωνίαν), Πλούτ. Τιμολ. 25. 2) κρατῶ τινα μετέωρον, ἀπασχολῶ, τινί, ἔν τινι ἢ διά τινος…, Διον. Ἁλ. 1. 46·― παροδηγῶ, ἐξαπατῶ, Μένανδ. Ἀδήλ. 356. ΙΙ. [[ἀποχωρίζω]], τινα ἀπὸ τόπου Πλούτ. Τιμολ. 25· διηρτημένος Στράβων 234·― [[διακόπτω]], τὰς ἀκολουθίας Διον. Ἁλ. π. Δημ. 40. ΙΙΙ. = [[διαρτίζω]] Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> écarter : τινα ἀπὸ τόπου PLUT qqn d'un lieu;<br /><b>2</b> interrompre (la suite d'un développement).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀρτάω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm