διαρτάω

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρτάω Medium diacritics: διαρτάω Low diacritics: διαρτάω Capitals: ΔΙΑΡΤΑΩ
Transliteration A: diartáō Transliteration B: diartaō Transliteration C: diartao Beta Code: diarta/w

English (LSJ)

A suspend, Hsch., dub. l. for διαττᾶσθαι, Plb.34.9.10.
2 keep in suspense, keep engaged, τινί in or by.., D.H.1.46; mislead, deceive, Men.1006.
II to separate, διδύμους Ph.2.303, al., cf. Heliod. ap.Orib.44.10.5; τὴν δύναμιν ἀπὸ Συρακουσῶν Plu.Tim.25; διηρτημένα ἀπ' ἀλλήλων Str.5.3.7: c. gen., σῶμα τοῦ ὅλου διαρτηθέν Ph.2.509; dismember, Plot.6.9.5; interrupt, τὰς ἀκολουθίας D.H.Dem. 40; διηρτημένων τῶν λέξεων forced apart, Id.Comp.20; διηρτημένων… φωνῶν Demetr.Lac.1014.48 F.; διηρτῆσθαι, of argument, to lack connection, be incoherent, διηρτημένα τινὰ καὶ ψευδῆ ib.46F., cf. S.E. P.2.153.
III = καταρτίζω, Hsch. (Pass.).

Spanish (DGE)

I tr.
1 apartar, separar τοσαῦτα, κῆρυξ, ἐξ ἐμοῦ διάρτασον A.Fr.318, διαρτῶντος ... τὴν δύναμιν ἀπὸ τῶν Συρακουσῶν Plu.Tim.25, δίδυμοι ... οὓς ἡ μὲν φύσις ... διήρτησε Ph.2.303, cf. Hsch., en v. pas. διηρτημένα καὶ ἀπ' ἀλλήλων separadas (las colinas) unas de otras Str.5.3.7, σῶμα τοῦ ὅλου διαρτηθέν el cuerpo separado del todo Ph.2.509, en la descripción de una intervención quirúrgica ἅμα δὲ καὶ τῷ δακτύλῳ διαρτάσθω τὸ καταλελειμμένον συνεχὲς σῶμα Orib.44.7.5, τὰ διηρτημένα τῇ φύσει lo que está separado por naturaleza Str.10.5.9.
2 desmembrar, dividir αὐτοχειρίᾳ διαρτῆσαι τὸν ἄνθρωπον Ph.2.165, (τὸ ἕν) οὐ διαρτήσας ἑαυτόν Plot.6.9.5, en v. pas. κατὰ μέλη καὶ μέρη διαρτώμενος Ph.2.68.
3 interrumpir, cortar de abstr. διαρτᾶν τὰς ἀκολουθίας interrumpir la secuencia de los hechos en una narración, D.H.Dem.40.12
fil. en v. pas. de las premisas de una argumentación estar carentes de consistencia S.E.P.2.153
part. perf. pas. inconexo, carente de ligazón, mal articulado de argumentos τὰ Εὐφ[ρ] ωνίδου (ποιήματα) διηρτημένα μέν τινα καὶ ψευδῆ ... σημαίνει Demetr.Lac.Po.2.45.6, φωναί en la frase, Demetr.Lac.Po.2.47.6, λέξεις D.H.Comp.20.20.
4 fig. engañar Men.Fr.839, en v. pas. ὁ Ἡρακλῆς ... τοῖς μὲν ἴχνεσι διαρτώμενος Heracles engañado por las huellas de las vacas robadas por Caco, D.H.1.39, οὐχ ὡς ἄνθρωπος ὁ θεὸς διαρτηθῆναι el dios no puede ser engañado como un hombre LXX Nu.23.19.
II intr. en v. med. c. dat. mantenerse suspenso, ocupado διηρτημένων τειχομαχίᾳ τῶν πολεμίων ocupados los enemigos en el asalto de la muralla D.H.1.46.
III διαρτωμένων· καταρτιζομένων Hsch.

German (Pape)

[Seite 601] 1) (aufhängen, VLL. κρεμᾶν,) in Erwartung, Besorgniß setzen, hinhalten; διηρτημένος ὑπ' αὐτοῦ, von ihm hingehalten, Dion. Hal. 1, 85, u. öfter; auch τειχομαχίᾳ, damit aufhalten, 1, 46; betrügen, Menand. in VLL,; D. Hal. 1, 39. – 2) zertrennen, scheiden, Strab.; abschneiden, ὁδόν, Plut. Timol. 25; τὰς ἀκολουθίας, unterbrechen, Dion. Hal. de vi Dem. 40; τοῦ διηρτῆσθαι λεγομένουλόγου, Sext. Emp. Pyrrh. 2, 153. – Nach VLL. auch = διαρτίζω.

French (Bailly abrégé)

διαρτῶ :
1 écarter : τινα ἀπὸ τόπου PLUT qqn d'un lieu;
2 interrompre (la suite d'un développement).
Étymologie: διά, ἀρτάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δι-αρτάω verwijderen, scheiden, met acc. en gen. iets van iets.

Russian (Dvoretsky)

διαρτάω:
1 подвешивать (Polyb. - v.l. διαττάω);
2 разобщать, отрезывать (ὁδὸν τὴν δύναμιν ἀπὸ τῶν Συρακουσῶν Plut.): διηρτῆσθαι Sext. быть (логически) несвязным;
3 pass. быть обманываемым Men.

Greek Monotonic

διαρτάω: μέλ. -ήσω,
I. εξαρτώ, κρεμώ, διακόπτω, παρεμποδίζω, σε Πλούτ.
II. αποχωρίζω, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

διαρτάω: μέλλ. -ήσω, ἐξαρτῶ, κρεμῶ, Πολύβ. 34. 9, 10· δ. ὁδόν, διακόπτω (τὴν συγκοινωνίαν), Πλούτ. Τιμολ. 25. 2) κρατῶ τινα μετέωρον, ἀπασχολῶ, τινί, ἔν τινι ἢ διά τινος…, Διον. Ἁλ. 1. 46·― παροδηγῶ, ἐξαπατῶ, Μένανδ. Ἀδήλ. 356. ΙΙ. ἀποχωρίζω, τινα ἀπὸ τόπου Πλούτ. Τιμολ. 25· διηρτημένος Στράβων 234·― διακόπτω, τὰς ἀκολουθίας Διον. Ἁλ. π. Δημ. 40. ΙΙΙ. = διαρτίζω Ἡσύχ.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to suspend, interrupt, Plut.
II. to separate, Plut.