Anonymous

ζεύγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=inf. [[ζευγνύμεν]] (ζευγνῦμεν, Il. 16.145), aor. ἔζευξα, [[ζεῦξε]], [[pass]]. perf. [[part]]. ἐζευγμέναι: [[yoke]], [[yoke]] up, [[yoke]] [[together]], [[mid]]., [[for]] [[oneself]]; ἵππους, βόας, [[also]] w. ὑπ' [[ὄχεσφιν]], ὑπ ἀπήνῃ, etc., Il. 20.495, Il. 23.130, Od. 6.73, Od. 15.46, Od. 3.492; abs., Il. 24.281.
|auten=inf. [[ζευγνύμεν]] (ζευγνῦμεν, Il. 16.145), aor. ἔζευξα, [[ζεῦξε]], [[pass]]. perf. [[part]]. ἐζευγμέναι: [[yoke]], [[yoke]] up, [[yoke]] [[together]], [[mid]]., [[for]] [[oneself]]; ἵππους, βόας, [[also]] w. ὑπ' [[ὄχεσφιν]], ὑπ ἀπήνῃ, etc., Il. 20.495, Il. 23.130, Od. 6.73, Od. 15.46, Od. 3.492; abs., Il. 24.281.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ζεύξω, <i>ao.</i> ἔζευξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐζεύχθην, <i>ao.2</i> [[ἐζύγην]], <i>pf.</i> [[ἔζευγμαι]];<br />mettre sous le joug, attacher au joug :<br /><b>1</b> <i>au propre</i> ἵππους ὑφ’ ἅρμασι IL, ὑφ’ ἅρματα OD, ὑπ’ ἅρματα HDT, [[ἐν]] ἅρμασι ESCHL atteler des chevaux à des chars ; [[ἐν]] ζυγοῖσι ESCHL atteler sous le joug ; ἀνάγκῃ [[ζυγείς]] SOPH soumis au joug de la nécessité;<br /><b>2</b> <i>fig. en parl. de mariage, au Pass.</i> : γάμοις ζευχθῆναι SOPH <i>ou</i> ζυγῆναι EUR être uni par un mariage ; ἐζευγμένη SOPH femme mariée;<br /><b>3</b> <i>p. anal.</i> joindre, unir deux extrémités : ποταμόν HDT, Ἑλλήσποντον HDT joindre par un pont les deux rives d'un fleuve, de l'Hellespont, y jeter un pont ; γέφυραν HDT réunir les deux extrémités d'un pont, jeter un pont;<br /><b>4</b> <i>en gén.</i> joindre, unir : παλαιὰς [[ναῦς]] réparer de vieux navires, <i>litt.</i> substituer des baux (v. [[ζυγόν]]) neufs aux anciens ; σανίδες ἐζευγμέναι IL poutres fortement unies, formant un assemblage solide;<br /><b>5</b> <i>p. ext.</i> lier, attacher fortement : ἀσκοὺς δεσμοῖς XÉN des outres avec des liens;<br /><i><b>Moy.</b></i> ζεύγνυμαι attacher pour soi <i>ou</i> à son char, atteler <i>en gén. acc. ; p. ext.</i> joindre, unir : τὸν Βόσπορον HDT jeter un pont sur le Bosphore ; <i>fig.</i> ἄκοιτιν ζεύξασθαι EUR unir à soi une épouse.<br />'''Étymologie:''' R. Ζυγ joindre ; cf. [[ζυγόν]], <i>lat.</i> jugum, jungo.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ζεύγνῡμι''': ζεύγνῡσι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 191, (ὑπο-) Πλάτ. Πολιτ. 309Α· προστ. ζεύγνῠτε Εὐρ. Ρήσ. 33· ἀπαρ. -ύναι (μετα-) Ξεν. Κύρ. 6. 3, 21· μετοχ. ζευγνὺς Ἡρόδ. 1. 206., 4. 89· παρατ. γ΄ πληθ. ἐζεύγνῠσαν Ἡρόδ., Ἐπ. ζευγν-Ἰλ. Ω. 783· [[ὡσαύτως]] ζευγνύω Ἡρόδ. 1. 205, Πολύβ., κτλ.· παρατ. ἐζεύγνυον Ἡρόδ. (Ἐπ. ζευγν- Ἰλ.), μέλλ. ζεύξω, ἀόρ. ἔζευξα, μεταγεν. πρκμ. ἔζευχα (ἐπ) Φιλόστρ. 64. - Μέσ., ἐπ. παρατ. γ΄ δυϊκ. ζευγνύσθην Ἰλ. Ω. 281, γ΄ πληθ. ζεύγνυντο Ὀδ. Γ. 492· μέλλ. ζεύξομαι Εὐρ. Ἑκ. 469, κλ.· ἀόρ. ἐζευξάμην Ἡρόδ., Τραγ. καὶ Πλάτ. Πολιτ. 302Ε· κοινότερον ἀόρ. β΄ ἐζύγην (ῠ) Πίνδ. Ν. 7. 8,Τραγ., (συν-) Πλάτ. Πολ. 546C. - Ὁ Ὅμ. συνηθέστατα μεταχειρίζεται ἀόρ. ἐνεργ.· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Π. 145 [[ἄξιος]] σημειώσεως [[εἶναι]] ὁ [[ἀνώμαλος]] [[τύπος]] ζευγνῦμεν ἢ ὁ κατὰ Βουττμ. ζευγνύμεν, ἀπαρ. ἐνεργ. ἐνεστ. ἀντὶ ζευγνύμεναι, ζευγνύναι, μετὰ ῡ· - μοναδικὴ [[ἐξαίρεσις]] τοῦ κανόνος ὅτι τό υ εἶνε μακρὸν μόνον ἐν τῷ ἑνικῷ τῆς ὁριστ. τοῦ ἐνεστ., πρβλ. Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λ. νῶϊ 9. Τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] σπάνιον παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. (Ἐκ. τῆς √ΖΥΓ παράγονται ζυγόν, ζυγῆναι, σύζυξ· ἐν τῇ Σανσκρ., Λατ., κτλ., τὸ ἰσοδύναμον πρὸς τὸ ζ εἶνε τὸ y (ἤ j) ἴδε Ζζ ΙΙ. 3· πρβλ. Σανσκρ. yuǵ, yunaǵ-mi (jungo), yuk (conjuctus), yug- am (par), yug-yam (jumen- tum)· Λατ. jung- o, jug-um, con-jux, jug-erum, ju-mentum· Γοτθ. juk, ga-juk ([[ζεῦγος]]), jukusi ([[ζυγός]]) Ἀρχ. Γερμ. joch (Ἀγγλ. yoke). Θέτω ὑπὸ τὸν [[ζυγόν]], ἵππους, ἡμιόνους, βόας Ὅμ.· [[ἐνίοτε]] μετὰ τῆς προσθήκης ὑφ’ ἅρματα, ὑφ’ ἅρμασιν, ὑπ’ ὄχεσφιν, ὑπ’ ἀμάξῃσιν Ἰλ. Ψ. 130, Ω. 14, 782, κτλ.· κἄζευξα πρῶτος ἐν ζύγοι κνώδαλα Αἰσχύλ. Πρ. 462· - οὕτω καὶ τὸ μεσ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (ἰδίως ἐν τῇ Ὀδ.). ἵππους ζεύγνυμαι, βάλλω τοὺς ἵππους μου ὑπὸ τὸν ζυγὸν, ζευγνύω πρὸς χρῆσίν μου, Ὀδ. Γ. 492. κτλ., Ἰλ. Ω. 281· ζεύξομαι ἅρματι πώλους Εὐρ. Ἑκ. 469· [[οὕτως]] ἐπὶ καμήλων, Ἡρόδ. 3. 102· -καὶ ἐπὶ ἵππων πρὸς ἱππασίαν, [[ἑτοιμάζω]], χαλινῶ, [[ἐπισάττω]], ζεῦξαι Πάγασον Πίνδ. Ο. 13. 91, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 128, 135· - ἐπὶ ἁρμάτων, [[ἑτοιμάζω]], ζ. ἅρμα, ὄχους, Πίνδ. Π. 10. 102, Εὐρ. Ἀνδρ. 1019· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τέθριππα ὁ αὐτ. Ἀλκ. 428. 2) δένω, στερεώνω, ἀσκοὺς δεσμοῖς Ξεν. Ἀν. 3. 5, 10· - φάρη... ἐζευγμέναι πόρπαισιν, στερεώσασαι μέ..., Εὐρ. Ἑλ. 317. 3) μεταφ., πότμῳ [[ζυγείς]], ὑπὸ τὸν ζυγὸν τῆς μοίρας, Πίνδ. Ν. 7. 9· ζυγεὶς ἐν ἅρμασι πημάτων Αἰσχύλ. Χο. 794· ἀνάγκῃ [[ζυγείς]] Σοφ. Φ.1025· ζεύχθη, ὁ [[αὐτός]] ἐν Ἀντιγόνῃ 955· θεσφάτοις... [[ζυγείς]] Εὐρ. Ἱκέτ. 220· ἴδε [[σειραφόρος]]. - Μέσ., τόνδ’ ἐν ὅρκοις ζεύξομαι [[αὐτόθι]] 1229. - Παθ., ὁρκίοις [[ζυγείς]] ὁ αὐτ. Μηδ. 735. ΙΙ. συνενώνω, [[συνάπτω]], σανίδες… μακραί, ἐΰξεστοι, ἐζευγμέναι, [[καλῶς]] συνημμέναι, Ἰλ. Σ. 276 (ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ σημ. 1)· ζεῦξαι ὀδόντας, ἐπὶ τοποθετήσεως τεθραυσμένης σιαγόνος, Ἱππ. Ἀρθ. 799· τὼ πόδε ζ., ἐπὶ τῶν ἀρχαίων γλυπτῶν, οἵτινες ἐποίουν τὰ ἀγάλματα αὑτῶν ἔχοντα συμβεβηκότας τοὺς πόδας, σύμποδα. Ἡλιόδ. 3. 13. 2) ἑνώνω διὰ τοῦ γάμου, [[ἐπειδὰν]] εὐφρόνη ζεύξῃ μία, συνδέσῃ διὰ γάμου, Σοφ. Ἀποσπ. 517. 11· ἐπὶ τῶν γονέων ἢ τῶν αἰτίων τοῦ γάμου, τὴν σύζευξιν, τὶς ταύτην ἔζευξε; Εὐρ. Ι. Α. 698· ζ. τὴν θυγατέρα τινί Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 14, πρβλ. Ἀθήν. 554D· - ἀλλ’ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐπὶ τοῦ ἀνδρὸς, [[λαμβάνω]] γυναῖκα, ἄκοιτιν ζεύξασθαι Εὐρ. Ἀλκ. 994· παρθένειον ἐζεύξω [[λέχος]] ὁ αὐτ. Τρῳ. 671· ([[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., γάμοις ἔζευξ’ Ἀδράστου παῖδα, συνεζεύχθην τὴν θυγατέρα τοῦ Ἀδρ., ὁ αὐτ. Φοιν. 1365· ὁ Σεμέλην ζεύξας γάμοις ὁ αὐτ. Βάκχ. 468). - Παθ., συζεύγνυμαι, ἐζευγμένη, ἀντιθ. [[κόρη]], Σοφ. Τρ. 536· γάμοις ζευχθῆναι ἢ ζυγῆναι ὁ αὐτ. Ο. Τ. 826, Εὐρ. Ι. Α. 907, κτλ.· ἐν γάμοις ὁ αὐτ. Ἠλ. 99· εἰς εὐνὴν τινος ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 823· - μεταφ., ζ. [[μέλος]] ἔργμασι Πίνδ. Ν. 1. 10, πρβλ. Ι. 1. 6. 3) ἑνώνω τὰς [[ἀπέναντι]] ὄχθας διὰ γεφυρῶν, ποταμόν ζεῦξαι Ἡρόδ. 1. 206· τὸν Ἐλλήσποντον ὁ αὐτ. 7. 33, κ. ἀλλ.· μηχαναῖς ἔζευξεν Ἕλλης πορθμὸν Αἰσχύλ. Πέρσ. 72, πρβλ. Λυσ. 193. 23· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ζεύγνυσθαι τὸν Βόσπορον Ἡρόδ. 4. 83. - Παθ., ὁ αὐτ. 7. 6, 34· [[διῶρυξ]] ἐζευγμένη πλοίοις Ξεν. Ἀν. 1. 2, 5· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], β) γέφυραν ξεῦξαι Ἡρόδ. 1. 205., 4. 118, κ. ἀλλ.· καὶ ἐν τῷ παθ. 4. 85. 4) [[συνδέω]] τὰ τοιχώματα πλοίου διὰ θρανίων (ζυγὸν ΙΙΙ), Ἡσ. Ἀποσπ. 37· - [[ἀλλά]], ζεύξαντες τὰς παλαιὰς [[ναῦς]], [[ὥστε]] πλοΐμους [[εἶναι]], ὑποδήσαντες, ὑποζώσαντες διὰ [[σχοινίων]]. Θουκ. 1. 29, [[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ. καὶ πρβλ. [[ὑπόζωμα]]. 5) [[σχηματίζω]] ζεύγη ἀντιπάλων ξιφομάχων, Ἀρρ. Ἐπικτ. 1. 29, 37.
|lstext='''ζεύγνῡμι''': ζεύγνῡσι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 191, (ὑπο-) Πλάτ. Πολιτ. 309Α· προστ. ζεύγνῠτε Εὐρ. Ρήσ. 33· ἀπαρ. -ύναι (μετα-) Ξεν. Κύρ. 6. 3, 21· μετοχ. ζευγνὺς Ἡρόδ. 1. 206., 4. 89· παρατ. γ΄ πληθ. ἐζεύγνῠσαν Ἡρόδ., Ἐπ. ζευγν-Ἰλ. Ω. 783· [[ὡσαύτως]] ζευγνύω Ἡρόδ. 1. 205, Πολύβ., κτλ.· παρατ. ἐζεύγνυον Ἡρόδ. (Ἐπ. ζευγν- Ἰλ.), μέλλ. ζεύξω, ἀόρ. ἔζευξα, μεταγεν. πρκμ. ἔζευχα (ἐπ) Φιλόστρ. 64. - Μέσ., ἐπ. παρατ. γ΄ δυϊκ. ζευγνύσθην Ἰλ. Ω. 281, γ΄ πληθ. ζεύγνυντο Ὀδ. Γ. 492· μέλλ. ζεύξομαι Εὐρ. Ἑκ. 469, κλ.· ἀόρ. ἐζευξάμην Ἡρόδ., Τραγ. καὶ Πλάτ. Πολιτ. 302Ε· κοινότερον ἀόρ. β΄ ἐζύγην (ῠ) Πίνδ. Ν. 7. 8,Τραγ., (συν-) Πλάτ. Πολ. 546C. - Ὁ Ὅμ. συνηθέστατα μεταχειρίζεται ἀόρ. ἐνεργ.· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Π. 145 [[ἄξιος]] σημειώσεως [[εἶναι]] ὁ [[ἀνώμαλος]] [[τύπος]] ζευγνῦμεν ἢ ὁ κατὰ Βουττμ. ζευγνύμεν, ἀπαρ. ἐνεργ. ἐνεστ. ἀντὶ ζευγνύμεναι, ζευγνύναι, μετὰ ῡ· - μοναδικὴ [[ἐξαίρεσις]] τοῦ κανόνος ὅτι τό υ εἶνε μακρὸν μόνον ἐν τῷ ἑνικῷ τῆς ὁριστ. τοῦ ἐνεστ., πρβλ. Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λ. νῶϊ 9. Τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] σπάνιον παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. (Ἐκ. τῆς √ΖΥΓ παράγονται ζυγόν, ζυγῆναι, σύζυξ· ἐν τῇ Σανσκρ., Λατ., κτλ., τὸ ἰσοδύναμον πρὸς τὸ ζ εἶνε τὸ y (ἤ j) ἴδε Ζζ ΙΙ. 3· πρβλ. Σανσκρ. yuǵ, yunaǵ-mi (jungo), yuk (conjuctus), yug- am (par), yug-yam (jumen- tum)· Λατ. jung- o, jug-um, con-jux, jug-erum, ju-mentum· Γοτθ. juk, ga-juk ([[ζεῦγος]]), jukusi ([[ζυγός]]) Ἀρχ. Γερμ. joch (Ἀγγλ. yoke). Θέτω ὑπὸ τὸν [[ζυγόν]], ἵππους, ἡμιόνους, βόας Ὅμ.· [[ἐνίοτε]] μετὰ τῆς προσθήκης ὑφ’ ἅρματα, ὑφ’ ἅρμασιν, ὑπ’ ὄχεσφιν, ὑπ’ ἀμάξῃσιν Ἰλ. Ψ. 130, Ω. 14, 782, κτλ.· κἄζευξα πρῶτος ἐν ζύγοι κνώδαλα Αἰσχύλ. Πρ. 462· - οὕτω καὶ τὸ μεσ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (ἰδίως ἐν τῇ Ὀδ.). ἵππους ζεύγνυμαι, βάλλω τοὺς ἵππους μου ὑπὸ τὸν ζυγὸν, ζευγνύω πρὸς χρῆσίν μου, Ὀδ. Γ. 492. κτλ., Ἰλ. Ω. 281· ζεύξομαι ἅρματι πώλους Εὐρ. Ἑκ. 469· [[οὕτως]] ἐπὶ καμήλων, Ἡρόδ. 3. 102· -καὶ ἐπὶ ἵππων πρὸς ἱππασίαν, [[ἑτοιμάζω]], χαλινῶ, [[ἐπισάττω]], ζεῦξαι Πάγασον Πίνδ. Ο. 13. 91, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 128, 135· - ἐπὶ ἁρμάτων, [[ἑτοιμάζω]], ζ. ἅρμα, ὄχους, Πίνδ. Π. 10. 102, Εὐρ. Ἀνδρ. 1019· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τέθριππα ὁ αὐτ. Ἀλκ. 428. 2) δένω, στερεώνω, ἀσκοὺς δεσμοῖς Ξεν. Ἀν. 3. 5, 10· - φάρη... ἐζευγμέναι πόρπαισιν, στερεώσασαι μέ..., Εὐρ. Ἑλ. 317. 3) μεταφ., πότμῳ [[ζυγείς]], ὑπὸ τὸν ζυγὸν τῆς μοίρας, Πίνδ. Ν. 7. 9· ζυγεὶς ἐν ἅρμασι πημάτων Αἰσχύλ. Χο. 794· ἀνάγκῃ [[ζυγείς]] Σοφ. Φ.1025· ζεύχθη, ὁ [[αὐτός]] ἐν Ἀντιγόνῃ 955· θεσφάτοις... [[ζυγείς]] Εὐρ. Ἱκέτ. 220· ἴδε [[σειραφόρος]]. - Μέσ., τόνδ’ ἐν ὅρκοις ζεύξομαι [[αὐτόθι]] 1229. - Παθ., ὁρκίοις [[ζυγείς]] ὁ αὐτ. Μηδ. 735. ΙΙ. συνενώνω, [[συνάπτω]], σανίδες… μακραί, ἐΰξεστοι, ἐζευγμέναι, [[καλῶς]] συνημμέναι, Ἰλ. Σ. 276 (ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ σημ. 1)· ζεῦξαι ὀδόντας, ἐπὶ τοποθετήσεως τεθραυσμένης σιαγόνος, Ἱππ. Ἀρθ. 799· τὼ πόδε ζ., ἐπὶ τῶν ἀρχαίων γλυπτῶν, οἵτινες ἐποίουν τὰ ἀγάλματα αὑτῶν ἔχοντα συμβεβηκότας τοὺς πόδας, σύμποδα. Ἡλιόδ. 3. 13. 2) ἑνώνω διὰ τοῦ γάμου, [[ἐπειδὰν]] εὐφρόνη ζεύξῃ μία, συνδέσῃ διὰ γάμου, Σοφ. Ἀποσπ. 517. 11· ἐπὶ τῶν γονέων ἢ τῶν αἰτίων τοῦ γάμου, τὴν σύζευξιν, τὶς ταύτην ἔζευξε; Εὐρ. Ι. Α. 698· ζ. τὴν θυγατέρα τινί Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 14, πρβλ. Ἀθήν. 554D· - ἀλλ’ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐπὶ τοῦ ἀνδρὸς, [[λαμβάνω]] γυναῖκα, ἄκοιτιν ζεύξασθαι Εὐρ. Ἀλκ. 994· παρθένειον ἐζεύξω [[λέχος]] ὁ αὐτ. Τρῳ. 671· ([[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., γάμοις ἔζευξ’ Ἀδράστου παῖδα, συνεζεύχθην τὴν θυγατέρα τοῦ Ἀδρ., ὁ αὐτ. Φοιν. 1365· ὁ Σεμέλην ζεύξας γάμοις ὁ αὐτ. Βάκχ. 468). - Παθ., συζεύγνυμαι, ἐζευγμένη, ἀντιθ. [[κόρη]], Σοφ. Τρ. 536· γάμοις ζευχθῆναι ἢ ζυγῆναι ὁ αὐτ. Ο. Τ. 826, Εὐρ. Ι. Α. 907, κτλ.· ἐν γάμοις ὁ αὐτ. Ἠλ. 99· εἰς εὐνὴν τινος ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 823· - μεταφ., ζ. [[μέλος]] ἔργμασι Πίνδ. Ν. 1. 10, πρβλ. Ι. 1. 6. 3) ἑνώνω τὰς [[ἀπέναντι]] ὄχθας διὰ γεφυρῶν, ποταμόν ζεῦξαι Ἡρόδ. 1. 206· τὸν Ἐλλήσποντον ὁ αὐτ. 7. 33, κ. ἀλλ.· μηχαναῖς ἔζευξεν Ἕλλης πορθμὸν Αἰσχύλ. Πέρσ. 72, πρβλ. Λυσ. 193. 23· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ζεύγνυσθαι τὸν Βόσπορον Ἡρόδ. 4. 83. - Παθ., ὁ αὐτ. 7. 6, 34· [[διῶρυξ]] ἐζευγμένη πλοίοις Ξεν. Ἀν. 1. 2, 5· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], β) γέφυραν ξεῦξαι Ἡρόδ. 1. 205., 4. 118, κ. ἀλλ.· καὶ ἐν τῷ παθ. 4. 85. 4) [[συνδέω]] τὰ τοιχώματα πλοίου διὰ θρανίων (ζυγὸν ΙΙΙ), Ἡσ. Ἀποσπ. 37· - [[ἀλλά]], ζεύξαντες τὰς παλαιὰς [[ναῦς]], [[ὥστε]] πλοΐμους [[εἶναι]], ὑποδήσαντες, ὑποζώσαντες διὰ [[σχοινίων]]. Θουκ. 1. 29, [[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ. καὶ πρβλ. [[ὑπόζωμα]]. 5) [[σχηματίζω]] ζεύγη ἀντιπάλων ξιφομάχων, Ἀρρ. Ἐπικτ. 1. 29, 37.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ζεύξω, <i>ao.</i> ἔζευξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐζεύχθην, <i>ao.2</i> [[ἐζύγην]], <i>pf.</i> [[ἔζευγμαι]];<br />mettre sous le joug, attacher au joug :<br /><b>1</b> <i>au propre</i> ἵππους ὑφ’ ἅρμασι IL, ὑφ’ ἅρματα OD, ὑπ’ ἅρματα HDT, [[ἐν]] ἅρμασι ESCHL atteler des chevaux à des chars ; [[ἐν]] ζυγοῖσι ESCHL atteler sous le joug ; ἀνάγκῃ [[ζυγείς]] SOPH soumis au joug de la nécessité;<br /><b>2</b> <i>fig. en parl. de mariage, au Pass.</i> : γάμοις ζευχθῆναι SOPH <i>ou</i> ζυγῆναι EUR être uni par un mariage ; ἐζευγμένη SOPH femme mariée;<br /><b>3</b> <i>p. anal.</i> joindre, unir deux extrémités : ποταμόν HDT, Ἑλλήσποντον HDT joindre par un pont les deux rives d'un fleuve, de l'Hellespont, y jeter un pont ; γέφυραν HDT réunir les deux extrémités d'un pont, jeter un pont;<br /><b>4</b> <i>en gén.</i> joindre, unir : παλαιὰς [[ναῦς]] réparer de vieux navires, <i>litt.</i> substituer des baux (v. [[ζυγόν]]) neufs aux anciens ; σανίδες ἐζευγμέναι IL poutres fortement unies, formant un assemblage solide;<br /><b>5</b> <i>p. ext.</i> lier, attacher fortement : ἀσκοὺς δεσμοῖς XÉN des outres avec des liens;<br /><i><b>Moy.</b></i> ζεύγνυμαι attacher pour soi <i>ou</i> à son char, atteler <i>en gén. acc. ; p. ext.</i> joindre, unir : τὸν Βόσπορον HDT jeter un pont sur le Bosphore ; <i>fig.</i> ἄκοιτιν ζεύξασθαι EUR unir à soi une épouse.<br />'''Étymologie:''' R. Ζυγ joindre ; cf. [[ζυγόν]], <i>lat.</i> jugum, jungo.
}}
}}
{{Slater
{{Slater