Anonymous

ζηλωτής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4, $5, $6 $7")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1139.png Seite 1139]] ὁ, der Nacheiferer, Bewunderer, καὶ ἐραστὴς τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας Plat. Prot. 343 a; καὶ μιμητὴς τῆς ἀρετῆς Isocr. 1, 11; vgl. Hdn. 6, 8, 5. Dah. bei Sp. geradezu Anhänger, N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1139.png Seite 1139]] ὁ, der Nacheiferer, Bewunderer, καὶ ἐραστὴς τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας Plat. Prot. 343 a; καὶ μιμητὴς τῆς ἀρετῆς Isocr. 1, 11; vgl. Hdn. 6, 8, 5. Dah. bei Sp. geradezu Anhänger, N. T.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui a du zèle, du goût pour.<br />'''Étymologie:''' [[ζηλόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ζηλωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ μετὰ ζήλου ὀπαδὸς καὶ [[μιμητής]], μιμητὴς καὶ ζ. τῆς ἀρετῆς Ἰσοκρ. 4B· ζ. καὶ ἐρασταὶ τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας Πλάτ. Πρωτ. 343A· τῆς ἡλικίας τοῦ μειρακίου Αἰσχίν. 50. 26· τῶν καλῶν βουλευμάτων ὁ αὐτ. 51. 8· τῶν ἀγαθῶν τῶν εἰς τὴν πόλιν μαρτυρουμένων Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. 80· Θουκυδίδου, Ἀντισθένους Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 15, Ἑρμοτ. 14. 2) [[ζηλότυπος]], θεὸς ζ. Ἑβδ. (Ἐξόδ. κ΄, 5). ΙΙ. [[ζηλωτής]], [[πλήρης]] ζήλου, ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Κανανίτης ἢ Καναναῖος (ἔκ τοῦ Ἑβραϊκ. gâna, φλέγομαι, εἶμαι [[ζηλωτής]]), Εὐαγγ. κ. Ματθ. ι΄, 4, κ. Μᾶρκ. γ΄, 18, Λουκ. ϛ΄, 15, Πράξ. Ἀποστόλ. α΄, 13.
|lstext='''ζηλωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ μετὰ ζήλου ὀπαδὸς καὶ [[μιμητής]], μιμητὴς καὶ ζ. τῆς ἀρετῆς Ἰσοκρ. 4B· ζ. καὶ ἐρασταὶ τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας Πλάτ. Πρωτ. 343A· τῆς ἡλικίας τοῦ μειρακίου Αἰσχίν. 50. 26· τῶν καλῶν βουλευμάτων ὁ αὐτ. 51. 8· τῶν ἀγαθῶν τῶν εἰς τὴν πόλιν μαρτυρουμένων Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. 80· Θουκυδίδου, Ἀντισθένους Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 15, Ἑρμοτ. 14. 2) [[ζηλότυπος]], θεὸς ζ. Ἑβδ. (Ἐξόδ. κ΄, 5). ΙΙ. [[ζηλωτής]], [[πλήρης]] ζήλου, ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Κανανίτης ἢ Καναναῖος (ἔκ τοῦ Ἑβραϊκ. gâna, φλέγομαι, εἶμαι [[ζηλωτής]]), Εὐαγγ. κ. Ματθ. ι΄, 4, κ. Μᾶρκ. γ΄, 18, Λουκ. ϛ΄, 15, Πράξ. Ἀποστόλ. α΄, 13.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui a du zèle, du goût pour.<br />'''Étymologie:''' [[ζηλόω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR