Anonymous

ζηλωτής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui a du zèle, du goût pour.<br />'''Étymologie:''' [[ζηλόω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui a du zèle, du goût pour.<br />'''Étymologie:''' [[ζηλόω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ζηλωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ μετὰ ζήλου ὀπαδὸς καὶ [[μιμητής]], μιμητὴς καὶ ζ. τῆς ἀρετῆς Ἰσοκρ. 4B· ζ. καὶ ἐρασταὶ τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας Πλάτ. Πρωτ. 343A· τῆς ἡλικίας τοῦ μειρακίου Αἰσχίν. 50. 26· τῶν καλῶν βουλευμάτων ὁ αὐτ. 51. 8· τῶν ἀγαθῶν τῶν εἰς τὴν πόλιν μαρτυρουμένων Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. 80· Θουκυδίδου, Ἀντισθένους Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 15, Ἑρμοτ. 14. 2) [[ζηλότυπος]], θεὸς ζ. Ἑβδ. (Ἐξόδ. κ΄, 5). ΙΙ. [[ζηλωτής]], [[πλήρης]] ζήλου, ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Κανανίτης ἢ Καναναῖος (ἔκ τοῦ Ἑβραϊκ. gâna, φλέγομαι, εἶμαι [[ζηλωτής]]), Εὐαγγ. κ. Ματθ. ι΄, 4, κ. Μᾶρκ. γ΄, 18, Λουκ. ϛ΄, 15, Πράξ. Ἀποστόλ. α΄, 13.
|elnltext=ζηλωτής -οῦ, ὁ [ζηλόω] navolger, bewonderaar, fan; met gen.. ζηλωταὶ... τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας fans van de Spartaanse opvoedingsmethode Plat. Prot. 343a; πάντες ζηλωταὶ τοῦ νόμου ὑπάρχουσιν allen leven vol overtuiging volgens de wet NT Act. Ap. 21.20.
}}
{{elru
|elrutext='''ζηλωτής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[ревнитель]], [[поклонник]], [[ревностный последователь]], [[приверженец]], [[подражатель]] (τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας Plat.; τῆς ἀρετῆς Isocr.; Θουκυδίδου Luc.; τῆς πολιτείας τινος Plut.; [[καλῶν]] ἔργων NT);<br /><b class="num">2)</b> [[зелот]], [[ревностный последователь Моисеева закона]] NT.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''ζηλωτής:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[μιμητής]], [[ένθερμος]] [[οπαδός]] ή [[θιασώτης]] ενός ανθρώπου ή μίας ιδέας, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ζηλωτής]], όρος που χρησιμοποιείται για να αποδώσει μεταφραστικά τους τύπους <i>Κανανίτης</i> ή <i>Καναναῖος</i> (από το Εβρ. gânâ, φλέγομαι από ενθουσιασμό ή από ζήλο), σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ζηλωτής:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[μιμητής]], [[ένθερμος]] [[οπαδός]] ή [[θιασώτης]] ενός ανθρώπου ή μίας ιδέας, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ζηλωτής]], όρος που χρησιμοποιείται για να αποδώσει μεταφραστικά τους τύπους <i>Κανανίτης</i> ή <i>Καναναῖος</i> (από το Εβρ. gânâ, φλέγομαι από ενθουσιασμό ή από ζήλο), σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ζηλωτής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[ревнитель]], [[поклонник]], [[ревностный последователь]], [[приверженец]], [[подражатель]] (τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας Plat.; τῆς ἀρετῆς Isocr.; Θουκυδίδου Luc.; τῆς πολιτείας τινος Plut.; [[καλῶν]] ἔργων NT);<br /><b class="num">2)</b> [[зелот]], [[ревностный последователь Моисеева закона]] NT.
|lstext='''ζηλωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ μετὰ ζήλου ὀπαδὸς καὶ [[μιμητής]], μιμητὴς καὶ ζ. τῆς ἀρετῆς Ἰσοκρ. 4B· ζ. καὶ ἐρασταὶ τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας Πλάτ. Πρωτ. 343A· τῆς ἡλικίας τοῦ μειρακίου Αἰσχίν. 50. 26· τῶν καλῶν βουλευμάτων ὁ αὐτ. 51. 8· τῶν ἀγαθῶν τῶν εἰς τὴν πόλιν μαρτυρουμένων Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. 80· Θουκυδίδου, Ἀντισθένους Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 15, Ἑρμοτ. 14. 2) [[ζηλότυπος]], θεὸς ζ. Ἑβδ. (Ἐξόδ. κ΄, 5). ΙΙ. [[ζηλωτής]], [[πλήρης]] ζήλου, ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Κανανίτης ἢ Καναναῖος (ἔκ τοῦ Ἑβραϊκ. gâna, φλέγομαι, εἶμαι [[ζηλωτής]]), Εὐαγγ. κ. Ματθ. ι΄, 4, κ. Μᾶρκ. γ΄, 18, Λουκ. ϛ΄, 15, Πράξ. Ἀποστόλ. α΄, 13.
}}
{{elnl
|elnltext=ζηλωτής -οῦ, [ζηλόω] navolger, bewonderaar, fan; met gen.. ζηλωταὶ... τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας fans van de Spartaanse opvoedingsmethode Plat. Prot. 343a; πάντες ζηλωταὶ τοῦ νόμου ὑπάρχουσιν allen leven vol overtuiging volgens de wet NT Act. Ap. 21.20.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj