Anonymous

δεξιά: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0546.png Seite 546]] ἡ, fem. von [[δεξιός]], w. m. s.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0546.png Seite 546]] ἡ, fem. von [[δεξιός]], w. m. s.
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[χείρ]];<br />la main droite : [[ἐν]] δεξιᾷ, ἐπὶ δεξιᾷ, à droite ; [[ἐν]] δεξιᾷ ἔχειν [[τι]], avoir qch (une montagne, un pays, <i>etc.</i>) à sa droite ; δεξιὰν διδόναι, donner la main à qqn ; ἀνατείνειν XÉN tendre la main ; δεξιὰν [[λαβεῖν]] καὶ [[δοῦναι]] XÉN prendre et donner la main droite, <i>càd</i> s'engager mutuellement ; [[αἱ]] δεξιαί IL serrements de main en signe de foi jurée ; δεξιᾶς παρὰ βασιλέως φέρειν [[μή]] XÉN apporter du grand roi des assurances que… ne.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[δεξιός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δεξιά''': Ἰων. –ιή, (θηλ. τοῦ [[δεξιός]]), ἡ, ἡ δεξιὰ [[χείρ]], ἀντίθ. τῷ ἀριστερά· δεξιῇ ἠσπάζοντο Ἰλ. Κ. 542· ἐκ δεξιᾶς, εἰς τὰ [[δεξιά]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 639· ἐν δεξιᾷ ἔχειν τὰ [[οὔρεα]], νὰ ἔχῃ τις τὰ ὄρη εἰς τὰ [[δεξιά]] του ἐνῷ πορεύεται, Ἡρόδ. 7. 217, πρβλ. Θουκ. 2. 19, 98, κτλ.· ἐν δ. λαβεῖν τὴν Σικελίαν ὁ αὐτ. 7. 1· οὕτω, Ἐπίδαμνός ἐστι [[πόλις]] ἐν δ. ἐσπλέοντι..., εἰς τὰ δεξιὰ ἐνῷ εἰσέρχεταί τις..., ὁ αὐτ. 1. 24· [[ὡσαύτως]], ἀπὸ τῶν δεξιῶν Ἀριστ. Οὐρ. 2. 2, 4· εἰς τὰ δ., ὁ αὐτ. Προβλ. 26, 31· ἐπὶ δεξιᾷ τοῦ βήματος Πλούτ. 2. 192F· ―συχν. ἐν χρήσει ἐπὶ ἀσπασμοῦ ἢ χαιρετισμοῦ ἢ ὑποδοχῆς, δεξιὰν διδόναι Ἀριστοφ. Νεφ. 81· προτείνειν, ἐμβάλλειν, κτλ (ἴδε τὰς λέξ.). 2) ὡς [[σημεῖον]] βεβαιώσεως, ὡς [[ἐπικύρωσις]] συνθήκης, σπονδαὶ... καὶ δεξιαὶ, ᾗς [[ἐπέπιθμεν]] Ἰλ. Β. 341., Δ. 159· δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες, ἀνταλλάξαντες βεβαίωσιν, συνάψαντες συνθήκην, Ξεν. Ἀν 7. 3, 1· [[ὡσαύτως]], δεξιὰν ἔλαβον καὶ ἔδωκα [[αὐτόθι]] 1. 1. 6· ἔτι δὲ καὶ δεξιὰς παρὰ βασιλέως φέρειν μή..., [[φέρω]] διαβεβαίωσιν παρὰ τοῦ βασ. ὅτι [[αὐτός]] δὲν θὰ..., [[αὐτόθι]] 2. 4, 1, πρβλ. Πόρσ. Μηδ. 21. ― Ἄν καὶ τὸ δεξιὰ [[εἶναι]] φανερῶς θηλ. τοῦ [[δεξιός]], κεῖται σχεδὸν ἀείποτε ὡς οὐσιαστ. [[ἄνευ]] τοῦ [[χείρ]]· [[οὕτως]] ἀείποτε παρ’ Ὁμ. (ἄν καὶ [[ἐκεῖνος]] μεταχειρίζεται τὸν τύπον δεξιτερή, καὶ μετὰ τοῦ χεὶρ καὶ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]])· ἀλλ’ εὑρίσκομεν χεῖρα δ. Σοφ. Φ. 912, 1254, κτλ. φεῦ δ. χεὶρ Εὐρ. Μηδ. 496· χειρὸς δ. [[αὐτόθι]], κτλ.· τὴν χεῖρα δὸς τὴν δ. Ἀριστοφ. Νεφ. 81.
|lstext='''δεξιά''': Ἰων. –ιή, (θηλ. τοῦ [[δεξιός]]), ἡ, ἡ δεξιὰ [[χείρ]], ἀντίθ. τῷ ἀριστερά· δεξιῇ ἠσπάζοντο Ἰλ. Κ. 542· ἐκ δεξιᾶς, εἰς τὰ [[δεξιά]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 639· ἐν δεξιᾷ ἔχειν τὰ [[οὔρεα]], νὰ ἔχῃ τις τὰ ὄρη εἰς τὰ [[δεξιά]] του ἐνῷ πορεύεται, Ἡρόδ. 7. 217, πρβλ. Θουκ. 2. 19, 98, κτλ.· ἐν δ. λαβεῖν τὴν Σικελίαν ὁ αὐτ. 7. 1· οὕτω, Ἐπίδαμνός ἐστι [[πόλις]] ἐν δ. ἐσπλέοντι..., εἰς τὰ δεξιὰ ἐνῷ εἰσέρχεταί τις..., ὁ αὐτ. 1. 24· [[ὡσαύτως]], ἀπὸ τῶν δεξιῶν Ἀριστ. Οὐρ. 2. 2, 4· εἰς τὰ δ., ὁ αὐτ. Προβλ. 26, 31· ἐπὶ δεξιᾷ τοῦ βήματος Πλούτ. 2. 192F· ―συχν. ἐν χρήσει ἐπὶ ἀσπασμοῦ ἢ χαιρετισμοῦ ἢ ὑποδοχῆς, δεξιὰν διδόναι Ἀριστοφ. Νεφ. 81· προτείνειν, ἐμβάλλειν, κτλ (ἴδε τὰς λέξ.). 2) ὡς [[σημεῖον]] βεβαιώσεως, ὡς [[ἐπικύρωσις]] συνθήκης, σπονδαὶ... καὶ δεξιαὶ, ᾗς [[ἐπέπιθμεν]] Ἰλ. Β. 341., Δ. 159· δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες, ἀνταλλάξαντες βεβαίωσιν, συνάψαντες συνθήκην, Ξεν. Ἀν 7. 3, 1· [[ὡσαύτως]], δεξιὰν ἔλαβον καὶ ἔδωκα [[αὐτόθι]] 1. 1. 6· ἔτι δὲ καὶ δεξιὰς παρὰ βασιλέως φέρειν μή..., [[φέρω]] διαβεβαίωσιν παρὰ τοῦ βασ. ὅτι [[αὐτός]] δὲν θὰ..., [[αὐτόθι]] 2. 4, 1, πρβλ. Πόρσ. Μηδ. 21. ― Ἄν καὶ τὸ δεξιὰ [[εἶναι]] φανερῶς θηλ. τοῦ [[δεξιός]], κεῖται σχεδὸν ἀείποτε ὡς οὐσιαστ. [[ἄνευ]] τοῦ [[χείρ]]· [[οὕτως]] ἀείποτε παρ’ Ὁμ. (ἄν καὶ [[ἐκεῖνος]] μεταχειρίζεται τὸν τύπον δεξιτερή, καὶ μετὰ τοῦ χεὶρ καὶ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]])· ἀλλ’ εὑρίσκομεν χεῖρα δ. Σοφ. Φ. 912, 1254, κτλ. φεῦ δ. χεὶρ Εὐρ. Μηδ. 496· χειρὸς δ. [[αὐτόθι]], κτλ.· τὴν χεῖρα δὸς τὴν δ. Ἀριστοφ. Νεφ. 81.
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[χείρ]];<br />la main droite : [[ἐν]] δεξιᾷ, ἐπὶ δεξιᾷ, à droite ; [[ἐν]] δεξιᾷ ἔχειν [[τι]], avoir qch (une montagne, un pays, <i>etc.</i>) à sa droite ; δεξιὰν διδόναι, donner la main à qqn ; ἀνατείνειν XÉN tendre la main ; δεξιὰν [[λαβεῖν]] καὶ [[δοῦναι]] XÉN prendre et donner la main droite, <i>càd</i> s'engager mutuellement ; [[αἱ]] δεξιαί IL serrements de main en signe de foi jurée ; δεξιᾶς παρὰ βασιλέως φέρειν [[μή]] XÉN apporter du grand roi des assurances que… ne.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[δεξιός]].
}}
}}
{{grml
{{grml