3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[χείρ]];<br />la main droite : [[ἐν]] δεξιᾷ, ἐπὶ δεξιᾷ, à droite ; [[ἐν]] δεξιᾷ ἔχειν [[τι]], avoir qch (une montagne, un pays, <i>etc.</i>) à sa droite ; δεξιὰν διδόναι, donner la main à qqn ; ἀνατείνειν XÉN tendre la main ; δεξιὰν [[λαβεῖν]] καὶ [[δοῦναι]] XÉN prendre et donner la main droite, <i>càd</i> s'engager mutuellement ; [[αἱ]] δεξιαί IL serrements de main en signe de foi jurée ; δεξιᾶς παρὰ βασιλέως φέρειν [[μή]] XÉN apporter du grand roi des assurances que… ne.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[δεξιός]]. | |btext=ᾶς (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[χείρ]];<br />la main droite : [[ἐν]] δεξιᾷ, ἐπὶ δεξιᾷ, à droite ; [[ἐν]] δεξιᾷ ἔχειν [[τι]], avoir qch (une montagne, un pays, <i>etc.</i>) à sa droite ; δεξιὰν διδόναι, donner la main à qqn ; ἀνατείνειν XÉN tendre la main ; δεξιὰν [[λαβεῖν]] καὶ [[δοῦναι]] XÉN prendre et donner la main droite, <i>càd</i> s'engager mutuellement ; [[αἱ]] δεξιαί IL serrements de main en signe de foi jurée ; δεξιᾶς παρὰ βασιλέως φέρειν [[μή]] XÉN apporter du grand roi des assurances que… ne.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[δεξιός]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=δεξιά -ᾶς, ἡ subst. f. van δεξιός. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δεξιά:''' ион. [[δεξιή]] ἡ (sc. [[χείρ]])<br /><b class="num">1)</b> [[правая рука]], [[десница]] (δεξιάν τινι [[διδόναι]] Arph., Diod., ἀνατείνειν Xen., προτείνειν Plut. или ἐμβάλλειν Emped. ap. Plut., Aeschin.; δεξιῇ ἀσπάζεσθαι Hom.): ἐκ δεξιᾶς Arph., Plat. и ἐν δεξιᾷ Her., Thuc., Plat. с правой стороны, по правую сторону, справа; ἀπὸ τῶν δεξιῶν Arst. с (от) правой стороны; τὴν εἰς δεξιάν Plat. в правую сторону, направо; δεξιὰν [[λαβεῖν]] καὶ [[δοῦναι]] Xen. обменяться рукопожатиями, т. е. дать друг другу слово, взаимно обязаться;<br /><b class="num">2)</b> pl. взаимные рукопожатия, т. е. обязательства (σπονδαὶ καὶ δεξιαί Hom.): δεξιὰς φέρειν или πέμπειν Xen. давать обязательства или гарантии. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''δεξιά:''' Ιων. -ιή (θηλ. του [[δεξιός]]), <i>ἡ</i>,<br /><b class="num">1.</b> δεξί [[χέρι]], αντίθ. προς το [[ἀριστερά]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐκ δεξιᾶς</i>, στο δεξί [[μέρος]], σε Αριστοφ.· ἐν δεξιᾷ ἔχειν τὰ [[οὔρεα]], έχει τα βουνά στα [[δεξιά]] του [[καθώς]] πηγαίνει, σε Ηρόδ.· ἐν δ. [[λαβεῖν]] τὴν Σικελίαν, στον ίδ.· ομοίως, <i>ἐν δ. ἐσπλέοντι</i>, στα [[δεξιά]] [[σου]] [[καθώς]] μπαίνεις, στον ίδ.· χρησιμ. στο [[καλωσόρισμα]], στην [[υποδοχή]], <i>δεξιὰν διδόναι</i>, [[χαιρετώ]] κάποιον τείνοντας, προσφέροντας το δεξί [[χέρι]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> το δεξί [[χέρι]] που δίνεται ως [[ένδειξη]] επικύρωσης ή σύναψης συνθήκης, δεξιαὶ ᾗς [[ἐπέπιθμεν]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες</i>, έχοντας ανταλλάξει αμοιβαίες διαβεβαιώσεις, έχοντας συνάψει [[ανακωχή]], [[συνθήκη]], σε Ξεν.· <i>δεξιὰς παρὰ βασιλέως φέρειν μή..</i>., φέρνει διαβεβαιώσεις ότι αυτός δεν θα..., στον ίδ. Παρόλο που το [[δεξιά]] είναι [[φανερά]] το θηλ. του [[δεξιός]], χρησιμ. [[πάντοτε]] ως ουσ. [[χωρίς]] το [[χείρ]]· [[αλλά]], δ. [[χείρ]], συναντάται σε Σοφ., Ευρ., Αριστοφ. | |lsmtext='''δεξιά:''' Ιων. -ιή (θηλ. του [[δεξιός]]), <i>ἡ</i>,<br /><b class="num">1.</b> δεξί [[χέρι]], αντίθ. προς το [[ἀριστερά]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐκ δεξιᾶς</i>, στο δεξί [[μέρος]], σε Αριστοφ.· ἐν δεξιᾷ ἔχειν τὰ [[οὔρεα]], έχει τα βουνά στα [[δεξιά]] του [[καθώς]] πηγαίνει, σε Ηρόδ.· ἐν δ. [[λαβεῖν]] τὴν Σικελίαν, στον ίδ.· ομοίως, <i>ἐν δ. ἐσπλέοντι</i>, στα [[δεξιά]] [[σου]] [[καθώς]] μπαίνεις, στον ίδ.· χρησιμ. στο [[καλωσόρισμα]], στην [[υποδοχή]], <i>δεξιὰν διδόναι</i>, [[χαιρετώ]] κάποιον τείνοντας, προσφέροντας το δεξί [[χέρι]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> το δεξί [[χέρι]] που δίνεται ως [[ένδειξη]] επικύρωσης ή σύναψης συνθήκης, δεξιαὶ ᾗς [[ἐπέπιθμεν]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες</i>, έχοντας ανταλλάξει αμοιβαίες διαβεβαιώσεις, έχοντας συνάψει [[ανακωχή]], [[συνθήκη]], σε Ξεν.· <i>δεξιὰς παρὰ βασιλέως φέρειν μή..</i>., φέρνει διαβεβαιώσεις ότι αυτός δεν θα..., στον ίδ. Παρόλο που το [[δεξιά]] είναι [[φανερά]] το θηλ. του [[δεξιός]], χρησιμ. [[πάντοτε]] ως ουσ. [[χωρίς]] το [[χείρ]]· [[αλλά]], δ. [[χείρ]], συναντάται σε Σοφ., Ευρ., Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''δεξιά''': Ἰων. –ιή, (θηλ. τοῦ [[δεξιός]]), ἡ, ἡ δεξιὰ [[χείρ]], ἀντίθ. τῷ ἀριστερά· δεξιῇ ἠσπάζοντο Ἰλ. Κ. 542· ἐκ δεξιᾶς, εἰς τὰ [[δεξιά]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 639· ἐν δεξιᾷ ἔχειν τὰ [[οὔρεα]], νὰ ἔχῃ τις τὰ ὄρη εἰς τὰ [[δεξιά]] του ἐνῷ πορεύεται, Ἡρόδ. 7. 217, πρβλ. Θουκ. 2. 19, 98, κτλ.· ἐν δ. λαβεῖν τὴν Σικελίαν ὁ αὐτ. 7. 1· οὕτω, Ἐπίδαμνός ἐστι [[πόλις]] ἐν δ. ἐσπλέοντι..., εἰς τὰ δεξιὰ ἐνῷ εἰσέρχεταί τις..., ὁ αὐτ. 1. 24· [[ὡσαύτως]], ἀπὸ τῶν δεξιῶν Ἀριστ. Οὐρ. 2. 2, 4· εἰς τὰ δ., ὁ αὐτ. Προβλ. 26, 31· ἐπὶ δεξιᾷ τοῦ βήματος Πλούτ. 2. 192F· ―συχν. ἐν χρήσει ἐπὶ ἀσπασμοῦ ἢ χαιρετισμοῦ ἢ ὑποδοχῆς, δεξιὰν διδόναι Ἀριστοφ. Νεφ. 81· προτείνειν, ἐμβάλλειν, κτλ (ἴδε τὰς λέξ.). 2) ὡς [[σημεῖον]] βεβαιώσεως, ὡς [[ἐπικύρωσις]] συνθήκης, σπονδαὶ... καὶ δεξιαὶ, ᾗς [[ἐπέπιθμεν]] Ἰλ. Β. 341., Δ. 159· δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες, ἀνταλλάξαντες βεβαίωσιν, συνάψαντες συνθήκην, Ξεν. Ἀν 7. 3, 1· [[ὡσαύτως]], δεξιὰν ἔλαβον καὶ ἔδωκα [[αὐτόθι]] 1. 1. 6· ἔτι δὲ καὶ δεξιὰς παρὰ βασιλέως φέρειν μή..., [[φέρω]] διαβεβαίωσιν παρὰ τοῦ βασ. ὅτι [[αὐτός]] δὲν θὰ..., [[αὐτόθι]] 2. 4, 1, πρβλ. Πόρσ. Μηδ. 21. ― Ἄν καὶ τὸ δεξιὰ [[εἶναι]] φανερῶς θηλ. τοῦ [[δεξιός]], κεῖται σχεδὸν ἀείποτε ὡς οὐσιαστ. [[ἄνευ]] τοῦ [[χείρ]]· [[οὕτως]] ἀείποτε παρ’ Ὁμ. (ἄν καὶ [[ἐκεῖνος]] μεταχειρίζεται τὸν τύπον δεξιτερή, καὶ μετὰ τοῦ χεὶρ καὶ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]])· ἀλλ’ εὑρίσκομεν χεῖρα δ. Σοφ. Φ. 912, 1254, κτλ. φεῦ δ. χεὶρ Εὐρ. Μηδ. 496· χειρὸς δ. [[αὐτόθι]], κτλ.· τὴν χεῖρα δὸς τὴν δ. Ἀριστοφ. Νεφ. 81. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |