Anonymous

γονή: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0501.png Seite 501]] ἡ, Nebenform von [[γόνος]], Wurzel γεν; Hom. zweimal, in der Bedeutung »das [[Erzeugte]]«, die [[Nachkommenschaft]]: Odyss. 4, 755 [[πάγχυ]] θεοῖς γονὴν Ἀρκεισιάδαο ἔχθεσθαι, Iliad. 24, 539 [[ὅττι]] οἱ οὔ τι παίδων γονὴ γένετο κρειόντων. – Folgende: 1) Erzeugung, Plat. Legg. XII, 967 d; ἄλοχον μετῆλθεν Ἡρακλείοις γοναῖς Pind. I. 6, 7; das Gebären, die Geburt, αἱ δι' ὠδίνων Eur. Phoen. 355; Theocr. 17, 44; [[ἄνθρωπος]] ἐν γοναῖς ὁρώμενος Plut. am. prol. 3 E.; γονῇ πεφυκὼς γεραιτέρᾳ, älter, Soph. O. C. 1296. Dah. Abkunft, Abstammung; ὦ γονῇ γενναῖε Soph. O. R. 1469; ματρὸς ἔχοντες ἀνύμφευτον γονάν Ant. 966; ὁ μηδὲν ὢν γοναῖσιν Ai. 1073, d. i. von niederer Geburt; ἀπόῤῥητοι [[ὥσπερ]] ἐν τραγῳδίᾳ γοναὶ αὐτοῦ Dem. 21, 149; τὴν γονὴν [[Ἀθηναῖος]], von Geburt ein Athener, Ath. VIII, 335 d. – 2) das Erzeugte, die Nachkommenschaft; Aesch. Ag. 1546; plur., Soph. Ant. 637 O. C. 1194; γονὴ τέκνων [[δίπτυχος]], Zwillinge, Eur. Med. 1136; auch Sp., wie Dion. Hal. 2, 19. Von Thieren, γονὰς ποιεῖσθαι Aesch. 3, 111, aus einem Gebet; von Pflanzen, [[πάγκαρπος]] Plat. Ax. 371 c. Dah. auch das Geschlecht, Generation, Pind. P. 4, 143; [[τρίτος]] γε γένναν πρὸς δέκ' ἄλλαισιν γοναῖς Aesch. Prom. 776; Pers. 804. – 3) das Erzeugende, der Saamen, Hes. O. 531; Her. 3, 101. 109; Plat. Phaedr. 248 d; auch im plur., Pind. N. 7, 84; Arist. gen. anim. 1, 18 γονὴ τὸ ἀπὸ τοῦ γεννῶντος καλεῖται αἴτιον; vgl. Plut. am. prol. 3 M.; auch die männlichen u. weiblichen Zeugungstheile, Hippocr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0501.png Seite 501]] ἡ, Nebenform von [[γόνος]], Wurzel γεν; Hom. zweimal, in der Bedeutung »das [[Erzeugte]]«, die [[Nachkommenschaft]]: Odyss. 4, 755 [[πάγχυ]] θεοῖς γονὴν Ἀρκεισιάδαο ἔχθεσθαι, Iliad. 24, 539 [[ὅττι]] οἱ οὔ τι παίδων γονὴ γένετο κρειόντων. – Folgende: 1) Erzeugung, Plat. Legg. XII, 967 d; ἄλοχον μετῆλθεν Ἡρακλείοις γοναῖς Pind. I. 6, 7; das Gebären, die Geburt, αἱ δι' ὠδίνων Eur. Phoen. 355; Theocr. 17, 44; [[ἄνθρωπος]] ἐν γοναῖς ὁρώμενος Plut. am. prol. 3 E.; γονῇ πεφυκὼς γεραιτέρᾳ, älter, Soph. O. C. 1296. Dah. Abkunft, Abstammung; ὦ γονῇ γενναῖε Soph. O. R. 1469; ματρὸς ἔχοντες ἀνύμφευτον γονάν Ant. 966; ὁ μηδὲν ὢν γοναῖσιν Ai. 1073, d. i. von niederer Geburt; ἀπόῤῥητοι [[ὥσπερ]] ἐν τραγῳδίᾳ γοναὶ αὐτοῦ Dem. 21, 149; τὴν γονὴν [[Ἀθηναῖος]], von Geburt ein Athener, Ath. VIII, 335 d. – 2) das Erzeugte, die Nachkommenschaft; Aesch. Ag. 1546; plur., Soph. Ant. 637 O. C. 1194; γονὴ τέκνων [[δίπτυχος]], Zwillinge, Eur. Med. 1136; auch Sp., wie Dion. Hal. 2, 19. Von Thieren, γονὰς ποιεῖσθαι Aesch. 3, 111, aus einem Gebet; von Pflanzen, [[πάγκαρπος]] Plat. Ax. 371 c. Dah. auch das Geschlecht, Generation, Pind. P. 4, 143; [[τρίτος]] γε γένναν πρὸς δέκ' ἄλλαισιν γοναῖς Aesch. Prom. 776; Pers. 804. – 3) das Erzeugende, der Saamen, Hes. O. 531; Her. 3, 101. 109; Plat. Phaedr. 248 d; auch im plur., Pind. N. 7, 84; Arist. gen. anim. 1, 18 γονὴ τὸ ἀπὸ τοῦ γεννῶντος καλεῖται αἴτιον; vgl. Plut. am. prol. 3 M.; auch die männlichen u. weiblichen Zeugungstheile, Hippocr.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> action d'engendrer, enfantement ; γονὴ πεφυκὼς γεραίτερα SOPH né du plus ancien enfantement, <i>càd</i> étant l'aîné;<br /><b>2</b> ce qui engendre ; semence, germe;<br /><b>II.</b> ce qui est engendré :<br /><b>1</b> enfant, descendant, rejeton;<br /><b>2</b> descendance, race, famille;<br /><b>III.</b> génération, âge d'homme : [[τρίτος]] πρὸς δέκ’ ἄλλαισιν γοναῖς ESCHL de la troisième génération après dix autres, <i>càd</i> de la treizième génération.<br />'''Étymologie:''' R. Γεν ; v. [[γίγνομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γονή''': ἡ, (γενέσθαι) τὸ παραγόμενον, ἡ [[γενεά]], οἱ ἀπόγονοι, τὰ τέκνα, γονὴ γένετο κρειόντων Ἰλ. Ω. 539· γονὴν Ἀρκεισιάδαο Ὀδ. Δ. 755· οἱ οὔ τι παίδων... γονὴ γένετο, δὲν ἐκτήσατο τέκνα, Ἰλ. Ω. 539· γ. τέκνων,= τέκνα Εὐρ. Μηδ. 1136· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., εἰσὶ χἀτέροις γοναὶ κακαὶ Σοφ. Ο. Κ. 1192· γονὰς κατηκόους φύσαντες ὁ αὐτ. Ἀντ. 642·― [[ὡσαύτως]], τὰ νεογνὰ τῶν ζῴων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 180· ἐν... τετρασκελεῖ γονῇ, δηλ. μεταξὺ τῶν τετραπόδων, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 10· ἐπὶ τῶν καρπῶν ἢ προϊόντων τῆς γῆς, Πλάτ. Ἀξ. 371C. 2) ὡς τὸ [[γενεά]], γένος, «ῥάτσα», οἰκογένεια, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1565· γονῇ [[γενναῖος]] Σοφ. Ο. Τ. 1496, πρβλ. Ἠλ. 156 (ἴδε ἐν λ. [[ἀπόρρητος]])· ἡ Δαρδάνου γ. Εὐρ. Τρῳ. 1290· καὶ κατὰ πληθ., μηδὲν ὢν γοναῖσι Σοφ. Αἴ. 1094, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνι 328· πρβλ. κατωτ. ΙΙΙ. 3. 3) [[γενεά]], Πίνδ. Π. 4. 255· [[τρίτος]]... πρὸς δέκ’ ἄλλαισιν γοναῖς Αἰσχύλ. Πρ. 774· τριτοσπόρῳ γονῇ Πέρσ. 818. ΙΙ. τὸ παρέχον ζωήν, τὸ [[σπέρμα]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 731, Ἡρόδ. 3. 101, 109, Ἱππ. 232. 29, κτλ., πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 1. 18, 38,· κατὰ πληθ., Πίνδ. Ν. 7. 124, Σοφ. Ἀντ. 950. 2) τὰ γεννητικὰ μόρια [[καθόλου]], Ἱππ. Μοχλ. 842· ἰδίως ἡ [[μήτρα]], ὁ αὐτ. Ἄρθρ. 810, ἴδε Fo ës. Οἰκον.· πρὶν... μητρὸς ἐκ γονῆς [[μολεῖν]] Εὐρ. Φοιν. 1597. ΙΙΙ. ὡς ἐνεργ., [[γένεσις]], [[γέννησις]], Πίνδ. Ι. 7 (6). 10. 2) ἐπὶ τῆς μητρός, [[γέννα]], [[τοκετός]], Εὐρ. Φοιν. 355, 1591, Θεόκρ. 17. 44. 3) ἐπὶ τοῦ τέκνου, τὸ γεννηθῆναι, ἡ [[γέννησις]], ἐκ γονῆς Ἱππ. 1133D· γονῇ φῦναι γεραιτέρᾳ Σοφ. Ο. Κ. 1294· ― αὕτη ἡ [[σημασία]] [[συχνάκις]] συγχωνεύεται εἰς τὴν Ι. 2.
|lstext='''γονή''': ἡ, (γενέσθαι) τὸ παραγόμενον, ἡ [[γενεά]], οἱ ἀπόγονοι, τὰ τέκνα, γονὴ γένετο κρειόντων Ἰλ. Ω. 539· γονὴν Ἀρκεισιάδαο Ὀδ. Δ. 755· οἱ οὔ τι παίδων... γονὴ γένετο, δὲν ἐκτήσατο τέκνα, Ἰλ. Ω. 539· γ. τέκνων,= τέκνα Εὐρ. Μηδ. 1136· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., εἰσὶ χἀτέροις γοναὶ κακαὶ Σοφ. Ο. Κ. 1192· γονὰς κατηκόους φύσαντες ὁ αὐτ. Ἀντ. 642·― [[ὡσαύτως]], τὰ νεογνὰ τῶν ζῴων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 180· ἐν... τετρασκελεῖ γονῇ, δηλ. μεταξὺ τῶν τετραπόδων, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 10· ἐπὶ τῶν καρπῶν ἢ προϊόντων τῆς γῆς, Πλάτ. Ἀξ. 371C. 2) ὡς τὸ [[γενεά]], γένος, «ῥάτσα», οἰκογένεια, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1565· γονῇ [[γενναῖος]] Σοφ. Ο. Τ. 1496, πρβλ. Ἠλ. 156 (ἴδε ἐν λ. [[ἀπόρρητος]])· ἡ Δαρδάνου γ. Εὐρ. Τρῳ. 1290· καὶ κατὰ πληθ., μηδὲν ὢν γοναῖσι Σοφ. Αἴ. 1094, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνι 328· πρβλ. κατωτ. ΙΙΙ. 3. 3) [[γενεά]], Πίνδ. Π. 4. 255· [[τρίτος]]... πρὸς δέκ’ ἄλλαισιν γοναῖς Αἰσχύλ. Πρ. 774· τριτοσπόρῳ γονῇ Πέρσ. 818. ΙΙ. τὸ παρέχον ζωήν, τὸ [[σπέρμα]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 731, Ἡρόδ. 3. 101, 109, Ἱππ. 232. 29, κτλ., πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 1. 18, 38,· κατὰ πληθ., Πίνδ. Ν. 7. 124, Σοφ. Ἀντ. 950. 2) τὰ γεννητικὰ μόρια [[καθόλου]], Ἱππ. Μοχλ. 842· ἰδίως ἡ [[μήτρα]], ὁ αὐτ. Ἄρθρ. 810, ἴδε Fo ës. Οἰκον.· πρὶν... μητρὸς ἐκ γονῆς [[μολεῖν]] Εὐρ. Φοιν. 1597. ΙΙΙ. ὡς ἐνεργ., [[γένεσις]], [[γέννησις]], Πίνδ. Ι. 7 (6). 10. 2) ἐπὶ τῆς μητρός, [[γέννα]], [[τοκετός]], Εὐρ. Φοιν. 355, 1591, Θεόκρ. 17. 44. 3) ἐπὶ τοῦ τέκνου, τὸ γεννηθῆναι, ἡ [[γέννησις]], ἐκ γονῆς Ἱππ. 1133D· γονῇ φῦναι γεραιτέρᾳ Σοφ. Ο. Κ. 1294· ― αὕτη ἡ [[σημασία]] [[συχνάκις]] συγχωνεύεται εἰς τὴν Ι. 2.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> action d'engendrer, enfantement ; γονὴ πεφυκὼς γεραίτερα SOPH né du plus ancien enfantement, <i>càd</i> étant l'aîné;<br /><b>2</b> ce qui engendre ; semence, germe;<br /><b>II.</b> ce qui est engendré :<br /><b>1</b> enfant, descendant, rejeton;<br /><b>2</b> descendance, race, famille;<br /><b>III.</b> génération, âge d'homme : [[τρίτος]] πρὸς δέκ’ ἄλλαισιν γοναῖς ESCHL de la troisième génération après dix autres, <i>càd</i> de la treizième génération.<br />'''Étymologie:''' R. Γεν ; v. [[γίγνομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth