Anonymous

δειλός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0537.png Seite 537]] (entstanden aus δεΙ-λο'Σ, Wurzel δε = δι, verwandt [[δέος]], [[δείδω]]), a) furchtsam, feig, Ggstz von [[ἄλκιμος]], Il. 13, 278; vgl. Arist. Eth. 2, 7, 3; oft bei Plat. u. a. Att.; Ggstz [[θρασύς]] Diphil. Ath. III, 35 d. Auch mit dem gen., vor etwas, [[σμίνθος]] – οὐδὲ μυάγρης [[δειλός]] Gemin. 9 (XI, 410). – b) überh. schlecht, schwach, verächtlich; [[δειλός]] τε καὶ [[οὐτιδανός]] Il. 1, 293; δειλαί τοι δειλῶν γε καὶ ἐγγύαι ἐγγυάασθαι Odyss. 8, 351. Dah. bei Theogn. Ggstz von [[ἀγαθός]] u. [[ἀμείνων]], 393. 463; vgl. Hes. O. 711. – c) unglücklich, bejammernswerth, u. mit dem Ausdrucke mitleidigen Bedauerns, arm, oft Hom.; ὤ μοι ἐγὼ [[δειλός]], weh mir Aermstem, Odyss. 5, 299; δειλοῖσι βροτοῖσιν, den armen Sterblichen, Iliad. 22, 31; Anrede ἆ δειλέ, Iliad. 17, 201, ἆ δειλοί, Odyss. 10, 431, ἆ δειλώ Iliad. 17, 443 Odyss. 21, 86; mit genitiv., ἆ δειλὲ ξείνων Odyss. 14, 361. 21, 288. So δειλοῖς ἐν νεκύεσσι Theocrit. 16, 43. Attisch heißt dies [[δείλαιος]]. S. Scholl. Aristonic. Iliad. 17, 38. 22, 31. 23, 65 Herodian. 11, 441. 17, 201 Apollon. Lex. Homer. p. 56, 30 Lehrs Aristarch. p. 122.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0537.png Seite 537]] (entstanden aus δεΙ-λο'Σ, Wurzel δε = δι, verwandt [[δέος]], [[δείδω]]), a) furchtsam, feig, Ggstz von [[ἄλκιμος]], Il. 13, 278; vgl. Arist. Eth. 2, 7, 3; oft bei Plat. u. a. Att.; Ggstz [[θρασύς]] Diphil. Ath. III, 35 d. Auch mit dem gen., vor etwas, [[σμίνθος]] – οὐδὲ μυάγρης [[δειλός]] Gemin. 9 (XI, 410). – b) überh. schlecht, schwach, verächtlich; [[δειλός]] τε καὶ [[οὐτιδανός]] Il. 1, 293; δειλαί τοι δειλῶν γε καὶ ἐγγύαι ἐγγυάασθαι Odyss. 8, 351. Dah. bei Theogn. Ggstz von [[ἀγαθός]] u. [[ἀμείνων]], 393. 463; vgl. Hes. O. 711. – c) unglücklich, bejammernswerth, u. mit dem Ausdrucke mitleidigen Bedauerns, arm, oft Hom.; ὤ μοι ἐγὼ [[δειλός]], weh mir Aermstem, Odyss. 5, 299; δειλοῖσι βροτοῖσιν, den armen Sterblichen, Iliad. 22, 31; Anrede ἆ δειλέ, Iliad. 17, 201, ἆ δειλοί, Odyss. 10, 431, ἆ δειλώ Iliad. 17, 443 Odyss. 21, 86; mit genitiv., ἆ δειλὲ ξείνων Odyss. 14, 361. 21, 288. So δειλοῖς ἐν νεκύεσσι Theocrit. 16, 43. Attisch heißt dies [[δείλαιος]]. S. Scholl. Aristonic. Iliad. 17, 38. 22, 31. 23, 65 Herodian. 11, 441. 17, 201 Apollon. Lex. Homer. p. 56, 30 Lehrs Aristarch. p. 122.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> craintif, <i>d'où</i><br /><b>1</b> timide ; <i>en parl. de plantes</i> δειλὸς πρὸς χειμῶνας PLUT plante qui craint les températures rigoureuses;<br /><b>2</b> lâche;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> :<br /><b>1</b> vil, méprisable;<br /><b>2</b> bas, vulgaire, de condition inférieure : δειλὰ κέρδη SOPH gain honteux;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> faible, pauvre, malheureux : ἆ δειλέ, ἆ δειλοί, ἆ δειλώ (v. ἆ) malheureux ! avec un gén. ἆ δειλὲ ξείνων OD malheureux étranger !.<br />'''Étymologie:''' R. ΔϜι, craindre ; v. [[δείδω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δειλός''': -ή, -όν, ([[δέος]]) Ι. ἐπὶ προσώπων, [[ἄνανδρος]], «φοβιτσιάρης», [[ἄψυχος]], ἀντίθετον τῷ [[ἄλκιμος]], Ἰλ. Ν. 278· [[ἐντεῦθεν]], κατὰ τὴν ἡρωικὴν ἐποχήν, [[φαῦλος]], πρόστυχος, [[μηδαμινός]], Ἰλ. Α. 293· δειλαί τοι δειλῶν γε καὶ ἐγγύαι Ὀδ. Θ. 351, [[ἔνθα]] ἴδε Nitzsch.· καὶ [[ὡσαύτως]], ἀντίθ τῷ [[ἐσθλός]], καὶ κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ κακός, πρόστυχος, ἐκ ποταπῆς γενεᾶς, Ἡσ. Ἀποσπ. 55· ἀγαθοὶ δειλῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιν Εὔπολ. Χρυσ. γεν. 14· ἴδε ἐν λ. [[ἀγαθός]] Ι. 1·― [[δειλός]] τινος, φοβούμενος ἀπό τινος..., Ἀνθ. Π. 9. 410· οὕτω μετ’ ἀπαρ., [[αὐτόθι]] 6. 232. 2) συνηθέστερον, [[ἄθλιος]], [[ἀτυχής]], [[ταλαίπωρος]], Ὅμ., μετά τινος ἐννοίας συμπαθείας, ὡς τὸ Λατ. miser, δειλοὶ βροτοί, δυστυχεῖς θνητοί ! συχνὸν παρ’ Ὁμ.· ἆ δειλέ, δυστυχισμένε ! ἆ δειλοί, δυστυχεῖς, κακόμοιροι ! [[οὕτως]], ἆ δειλὲ ξείνων Ὀδ. Ξ. 361· Πατροκλῆος δειλοῖο Ἰλ. Ρ. 670. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[δυστυχής]], [[ἐλεεινός]], [[γῆρας]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 113· τὰ δ. κέρδη Σοφ. Ἀντ. 326· ἔργα, [[λόγος]], κτλ., Θέογν. 307, Εὐρ. Ἀνδρομ. 757, κτλ. ― Οἱ Ἀττ. μετεχειρίζοντο τὸ [[δειλός]] [[κυρίως]] ἐν τῇ πρώτῃ σημασίᾳ· τὸ δὲ δείλαιος μετὰ τῆς δευτέρας. Πρβλ. [[δεινός]].
|lstext='''δειλός''': -ή, -όν, ([[δέος]]) Ι. ἐπὶ προσώπων, [[ἄνανδρος]], «φοβιτσιάρης», [[ἄψυχος]], ἀντίθετον τῷ [[ἄλκιμος]], Ἰλ. Ν. 278· [[ἐντεῦθεν]], κατὰ τὴν ἡρωικὴν ἐποχήν, [[φαῦλος]], πρόστυχος, [[μηδαμινός]], Ἰλ. Α. 293· δειλαί τοι δειλῶν γε καὶ ἐγγύαι Ὀδ. Θ. 351, [[ἔνθα]] ἴδε Nitzsch.· καὶ [[ὡσαύτως]], ἀντίθ τῷ [[ἐσθλός]], καὶ κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ κακός, πρόστυχος, ἐκ ποταπῆς γενεᾶς, Ἡσ. Ἀποσπ. 55· ἀγαθοὶ δειλῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιν Εὔπολ. Χρυσ. γεν. 14· ἴδε ἐν λ. [[ἀγαθός]] Ι. 1·― [[δειλός]] τινος, φοβούμενος ἀπό τινος..., Ἀνθ. Π. 9. 410· οὕτω μετ’ ἀπαρ., [[αὐτόθι]] 6. 232. 2) συνηθέστερον, [[ἄθλιος]], [[ἀτυχής]], [[ταλαίπωρος]], Ὅμ., μετά τινος ἐννοίας συμπαθείας, ὡς τὸ Λατ. miser, δειλοὶ βροτοί, δυστυχεῖς θνητοί ! συχνὸν παρ’ Ὁμ.· ἆ δειλέ, δυστυχισμένε ! ἆ δειλοί, δυστυχεῖς, κακόμοιροι ! [[οὕτως]], ἆ δειλὲ ξείνων Ὀδ. Ξ. 361· Πατροκλῆος δειλοῖο Ἰλ. Ρ. 670. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[δυστυχής]], [[ἐλεεινός]], [[γῆρας]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 113· τὰ δ. κέρδη Σοφ. Ἀντ. 326· ἔργα, [[λόγος]], κτλ., Θέογν. 307, Εὐρ. Ἀνδρομ. 757, κτλ. ― Οἱ Ἀττ. μετεχειρίζοντο τὸ [[δειλός]] [[κυρίως]] ἐν τῇ πρώτῃ σημασίᾳ· τὸ δὲ δείλαιος μετὰ τῆς δευτέρας. Πρβλ. [[δεινός]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> craintif, <i>d'où</i><br /><b>1</b> timide ; <i>en parl. de plantes</i> δειλὸς πρὸς χειμῶνας PLUT plante qui craint les températures rigoureuses;<br /><b>2</b> lâche;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> :<br /><b>1</b> vil, méprisable;<br /><b>2</b> bas, vulgaire, de condition inférieure : δειλὰ κέρδη SOPH gain honteux;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> faible, pauvre, malheureux : ἆ δειλέ, ἆ δειλοί, ἆ δειλώ (v. ἆ) malheureux ! avec un gén. ἆ δειλὲ ξείνων OD malheureux étranger !.<br />'''Étymologie:''' R. ΔϜι, craindre ; v. [[δείδω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth