3,274,917
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> craintif, <i>d'où</i><br /><b>1</b> timide ; <i>en parl. de plantes</i> δειλὸς πρὸς χειμῶνας PLUT plante qui craint les températures rigoureuses;<br /><b>2</b> lâche;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> :<br /><b>1</b> vil, méprisable;<br /><b>2</b> bas, vulgaire, de condition inférieure : δειλὰ κέρδη SOPH gain honteux;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> faible, pauvre, malheureux : ἆ δειλέ, ἆ δειλοί, ἆ δειλώ (v. ἆ) malheureux ! avec un gén. ἆ δειλὲ ξείνων OD malheureux étranger !.<br />'''Étymologie:''' R. ΔϜι, craindre ; v. [[δείδω]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> craintif, <i>d'où</i><br /><b>1</b> timide ; <i>en parl. de plantes</i> δειλὸς πρὸς χειμῶνας PLUT plante qui craint les températures rigoureuses;<br /><b>2</b> lâche;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> :<br /><b>1</b> vil, méprisable;<br /><b>2</b> bas, vulgaire, de condition inférieure : δειλὰ κέρδη SOPH gain honteux;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> faible, pauvre, malheureux : ἆ δειλέ, ἆ δειλοί, ἆ δειλώ (v. ἆ) malheureux ! avec un gén. ἆ δειλὲ ξείνων OD malheureux étranger !.<br />'''Étymologie:''' R. ΔϜι, craindre ; v. [[δείδω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=δειλός -ή -όν [~ δείδω] laf, bang, van pers.:; ἔνθ’ ὅ τε δειλὸς ἀνὴρ ὅς τ’ ἄλκιμος ἐξεφαάνθη waar duidelijk blijkt wie er laf is en wie weerbaar Il. 13.278; τί δειλοί ἐστε, ὀλιγόπιστοι; waarom zijt gij bevreesd, kleingelovigen? NT Mt. 8.26; van zaken:; γυναικῶν δειλόν... λόγον angstige vrouwenpraat Eur. Andr. 757; subst.: τὸ δειλόν lafheid Eur. HF 316. minderwaardig, van pers.:; ὕβρις γάρ τε κακὴ δειλῷ βροτῷ gewelddadigheid is een kwaad voor een minderwaardige sterveling Hes. Op. 214; van zaken:. δειλὰ κέρδη minderwaardig winstbejag Soph. Ant. 326. ongelukkig, van pers.:; Πατροκλῆος δειλοῖο μνησάσθω laat hij zich de ongelukkige Patroclus herinneren Il. 17.670; van zaak:. δειλόν γῆρας ongelukkige ouderdom Hes. Op. 113. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δειλός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[робкий]], [[боязливый]], [[трусливый]] (Hom., Hes., Eur., Thuc., Plat., Arst., Plut.; πρός τι Plut. и τινος или ποιεῖν τι Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[жалкий]], [[несчастный]] (βροτοί Hom.; [[γῆρας]] Hes.; νέκυες Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> [[презренный]], [[низкий]] (δ. τε καὶ [[οὐτιδανός]] Hom.; δειλῶν τε καὶ ἐσθλῶν [[τέκμαρ]] Hes.; κέρδη Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 37: | Line 40: | ||
|lsmtext='''δειλός:''' -ή, -όν ([[δέος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[φοβιτσιάρης]], [[άνανδρος]], [[άτολμος]], [[μικρόψυχος]], σε Ομήρ. Ιλ.· από όπου, [[φαύλος]], [[πρόστυχος]], [[μηδαμινός]], [[ουτιδανός]], στο ίδ.· [[δειλός]] τινος, με το φόβο του..., σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[άθλιος]], [[ατυχής]], [[ταλαίπωρος]], [[δόλιος]], [[δυστυχής]], σε Όμηρ.· με τη [[σημασία]] της συμπάθειας, όπως το Λατ. [[miser]], <i>δειλοὶ βροτοί</i>, κακόμοιροι, δυστυχισμένοι θνητοί! <i>ἆ δειλέ</i>, κακομοίρη! δυστυχή! <i>ἆ δειλοί</i>, δυστυχισμένοι! κακόμοιροι! στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[άθλιος]], [[ελεεινός]], [[ποταπός]], [[ευτελής]], σε Ησίοδ., Σοφ. | |lsmtext='''δειλός:''' -ή, -όν ([[δέος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[φοβιτσιάρης]], [[άνανδρος]], [[άτολμος]], [[μικρόψυχος]], σε Ομήρ. Ιλ.· από όπου, [[φαύλος]], [[πρόστυχος]], [[μηδαμινός]], [[ουτιδανός]], στο ίδ.· [[δειλός]] τινος, με το φόβο του..., σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[άθλιος]], [[ατυχής]], [[ταλαίπωρος]], [[δόλιος]], [[δυστυχής]], σε Όμηρ.· με τη [[σημασία]] της συμπάθειας, όπως το Λατ. [[miser]], <i>δειλοὶ βροτοί</i>, κακόμοιροι, δυστυχισμένοι θνητοί! <i>ἆ δειλέ</i>, κακομοίρη! δυστυχή! <i>ἆ δειλοί</i>, δυστυχισμένοι! κακόμοιροι! στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[άθλιος]], [[ελεεινός]], [[ποταπός]], [[ευτελής]], σε Ησίοδ., Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''δειλός''': -ή, -όν, ([[δέος]]) Ι. ἐπὶ προσώπων, [[ἄνανδρος]], «φοβιτσιάρης», [[ἄψυχος]], ἀντίθετον τῷ [[ἄλκιμος]], Ἰλ. Ν. 278· [[ἐντεῦθεν]], κατὰ τὴν ἡρωικὴν ἐποχήν, [[φαῦλος]], πρόστυχος, [[μηδαμινός]], Ἰλ. Α. 293· δειλαί τοι δειλῶν γε καὶ ἐγγύαι Ὀδ. Θ. 351, [[ἔνθα]] ἴδε Nitzsch.· καὶ [[ὡσαύτως]], ἀντίθ τῷ [[ἐσθλός]], καὶ κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ κακός, πρόστυχος, ἐκ ποταπῆς γενεᾶς, Ἡσ. Ἀποσπ. 55· ἀγαθοὶ δειλῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιν Εὔπολ. Χρυσ. γεν. 14· ἴδε ἐν λ. [[ἀγαθός]] Ι. 1·― [[δειλός]] τινος, φοβούμενος ἀπό τινος..., Ἀνθ. Π. 9. 410· οὕτω μετ’ ἀπαρ., [[αὐτόθι]] 6. 232. 2) συνηθέστερον, [[ἄθλιος]], [[ἀτυχής]], [[ταλαίπωρος]], Ὅμ., μετά τινος ἐννοίας συμπαθείας, ὡς τὸ Λατ. miser, δειλοὶ βροτοί, δυστυχεῖς θνητοί ! συχνὸν παρ’ Ὁμ.· ἆ δειλέ, δυστυχισμένε ! ἆ δειλοί, δυστυχεῖς, κακόμοιροι ! [[οὕτως]], ἆ δειλὲ ξείνων Ὀδ. Ξ. 361· Πατροκλῆος δειλοῖο Ἰλ. Ρ. 670. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[δυστυχής]], [[ἐλεεινός]], [[γῆρας]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 113· τὰ δ. κέρδη Σοφ. Ἀντ. 326· ἔργα, [[λόγος]], κτλ., Θέογν. 307, Εὐρ. Ἀνδρομ. 757, κτλ. ― Οἱ Ἀττ. μετεχειρίζοντο τὸ [[δειλός]] [[κυρίως]] ἐν τῇ πρώτῃ σημασίᾳ· τὸ δὲ δείλαιος μετὰ τῆς δευτέρας. Πρβλ. [[δεινός]]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |