Anonymous

ζυγόν: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1141.png Seite 1141]] τό (nach Plat. Cratyl. 418 d [[δυογόν]], = δύω ἄγον, vgl. aber jugum, [[ζεύγνυμι]]), – 1) das [[Joch]], mit welchem zwei Rinder od. Pferde vor den Pflug od. Wagen gespannt werden; es geht um den Nacken der Thiere u. wird an der Deichsel befestigt; von Hom. an überall; man bemerke: ὑπὸ ζυγὸν ἄγειν (anspannen), Od. 3, 383; ὑπὸ [[ζυγόφιν]] λύον ἵππους, Il. 24, 576; ἐπὶ ζυγὸν αὐχένα [[θεῖναι]] βουσί, Hes. O. 51; κατὰ ζυγά, paarweise, Theocr. 13, 32. Häufig übtr. auf Sklaverei, τὸ δούλιον ζ. Aesch. Ag. 1226; δούλειον ζ. Plat. Legg. VI, 770 e; δουλείας ζυγά Soph. Ai. 944; ἀνάγκης ζ. Eur. Or. 1330; ἐπιθεῖναί τινι ζυγὰ τοῦ μὴ ὑβρίσαι Xen. Cyr. 3, 1, 26; übh. Band, τιμιωτέρῳ ζυγῷ ἐζύγησαν Plat. Rep. VI, 508 a. Sprichw. ταὐτὸν ζυγὸν ἕλκειν, Zenob. 3, 43. – 2) der kleine Querstab od. [[Steg]] oben an der Phorminx zwischen den Hörnern derselben, an welchem die Wirbel der Saiten befestigt sind, Il. 9, 187; Arist. mechan. 12. Auch [[πῆχυς]] genannt, womit Suid. es erkl. – 3) τὰ ζυγά, im Schiffe die [[Ruderbänke]] (die die beiden Seiten des Schiffes verbinden), Od. 9, 99. 13, 21; übertr. auf Rang im Staate, Aesch. Ag. 1618; ἐς τὸ πρῶτον πόλεως ὁρμηθεὶς [[ζυγόν]] Eur. Ion 595. S. auch [[ζυγός]] 2). – 41 ein [[Riemenan]] den Sandalen der Frauen, Ar. Lys. 417, masc. beim Schol. zu dieser Stelle; VLL., Hesych. erkl. ὁ παρακείμενος ἱμὰς τοῖς δακτύλοις. – 5) nach Schol. Ar. Plut. 817 war ζυγὰ ἢ ἄζυγα der gewöhnliche Ausdruck für Paar u. Unpaar (ἄρτια ἢ περισσά) spielen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1141.png Seite 1141]] τό (nach Plat. Cratyl. 418 d [[δυογόν]], = δύω ἄγον, vgl. aber jugum, [[ζεύγνυμι]]), – 1) das [[Joch]], mit welchem zwei Rinder od. Pferde vor den Pflug od. Wagen gespannt werden; es geht um den Nacken der Thiere u. wird an der Deichsel befestigt; von Hom. an überall; man bemerke: ὑπὸ ζυγὸν ἄγειν (anspannen), Od. 3, 383; ὑπὸ [[ζυγόφιν]] λύον ἵππους, Il. 24, 576; ἐπὶ ζυγὸν αὐχένα [[θεῖναι]] βουσί, Hes. O. 51; κατὰ ζυγά, paarweise, Theocr. 13, 32. Häufig übtr. auf Sklaverei, τὸ δούλιον ζ. Aesch. Ag. 1226; δούλειον ζ. Plat. Legg. VI, 770 e; δουλείας ζυγά Soph. Ai. 944; ἀνάγκης ζ. Eur. Or. 1330; ἐπιθεῖναί τινι ζυγὰ τοῦ μὴ ὑβρίσαι Xen. Cyr. 3, 1, 26; übh. Band, τιμιωτέρῳ ζυγῷ ἐζύγησαν Plat. Rep. VI, 508 a. Sprichw. ταὐτὸν ζυγὸν ἕλκειν, Zenob. 3, 43. – 2) der kleine Querstab od. [[Steg]] oben an der Phorminx zwischen den Hörnern derselben, an welchem die Wirbel der Saiten befestigt sind, Il. 9, 187; Arist. mechan. 12. Auch [[πῆχυς]] genannt, womit Suid. es erkl. – 3) τὰ ζυγά, im Schiffe die [[Ruderbänke]] (die die beiden Seiten des Schiffes verbinden), Od. 9, 99. 13, 21; übertr. auf Rang im Staate, Aesch. Ag. 1618; ἐς τὸ πρῶτον πόλεως ὁρμηθεὶς [[ζυγόν]] Eur. Ion 595. S. auch [[ζυγός]] 2). – 41 ein [[Riemenan]] den Sandalen der Frauen, Ar. Lys. 417, masc. beim Schol. zu dieser Stelle; VLL., Hesych. erkl. ὁ παρακείμενος ἱμὰς τοῖς δακτύλοις. – 5) nach Schol. Ar. Plut. 817 war ζυγὰ ἢ ἄζυγα der gewöhnliche Ausdruck für Paar u. Unpaar (ἄρτια ἢ περισσά) spielen.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (τό) :<br /><b>A.</b> tout ce qui sert à joindre deux objets ensemble :<br /><b>I.</b> joug pour deux bœufs <i>ou</i> deux chevaux : ὑπὸ ζυγὸν ἄγειν IL, OD amener sous le joug ; ζυγὰ ἐπιθεῖναι τινι XÉN imposer le joug à qqn ; <i>fig.</i> le joug (de la mort, de la nécessité, <i>etc.</i>) ; δούλιον [[ζυγόν]] HDT, δουλείας [[ζυγόν]] SOPH joug de la servitude;<br /><b>II.</b> le joug romain, sous lequel passaient les prisonniers de guerre;<br /><b>III.</b> barre qui unit les deux branches recourbées de la [[φόρμιγξ]] et où s'ajustent les cordes;<br /><b>IV.</b> <i>t. de mar.</i><br /><b>1</b> banc de rameurs, allant de l'un à l'autre côté du navire (<i>lat.</i> transtra), <i>particul. au sg.</i> banc du milieu (sur trois) ; τὰ ζυγά bancs de rameurs;<br /><b>2</b> bau de navire, <i>càd chacune des poutres qui soutiennent les planchers ou ponts (le bau lie l'un à l'autre les deux côtés du bâtiment)</i>;<br /><b>V.</b> fléau d'une balance (propr. ce qui unit les deux plateaux) ; balance;<br /><b>B.</b> tout objet accouplé :<br /><b>I.</b> couple, paire ; attelage;<br /><b>II.</b> rangée de soldats.<br />'''Étymologie:''' R. Ζυγ, v. [[ζεύγνυμι]] ; cf., <i>lat.</i> jugum.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ζῠγόν''': τό, [[ὡσαύτως]] ζῠγός, ὁ (μὲ τὴν σημασ. Ι.) Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 217, (μὲ τὴν σημασ. IV.) Πλάτ. Τιμ. 63Β, καὶ παρὰ μεταγενεστ. μὲ πᾶσαν σημασίαν. [[Κατὰ]] τὸ πλεῖττον οὐδὲν ὑπάρχει τὸ ὁρίζον τὸ γένος τῆς λέξεως ἐν τῷ ἑνικῷ., ἀλλὰ τὸ πληθ. φαίνεται ὅτι εἶνε ἀείποτε ζυγὰ (πρβλ. [[ζεύγνυμι]] ἐν τέλ.) Πᾶν ὅ,τι ἑνώνει δύο σώματα, [[ἑπομένως]], Ι. τὸ [[σταυροειδῶς]] ἐπὶ τοῦ ῥυμοῦ κείμενον [[ξύλον]], τὸ προσδενόμενον διὰ τοῦ ζυγοδέσμου πρὸς τὸ [[τέλος]] τοῦ ῥυμοῦ καὶ ἔχον ζεύγλας (ἐπιτραχηλίους θέσεις) εἰς ἑκάτερον [[ἄκρον]], δι’ οὗ δύο ἵπποι, ἡμίονοι ἢ βόες ἔσυρον ἅμαξαν ἢ ἄροτρον· παρ’ Ὁμ. ὁ τῶν ἵππων ζυγὸς [[συχνάκις]] ὁρίζεται εἰδικώτερον, ὡς ζυγὸν ἵππειον Ἰλ. Ε. 799. Ψ. 392· ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἵππους, ἔζευξεν αὐτούς, Ἰλ. Ε. 731, Ὀδ. Γ. 383· ἐπὶ ζυγὰ θῆκεν ἵπποις Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 813· ἐπὶ ζυγὸν αὐχένα θῆκε βουσὶ [[αὐτόθι]] 579· ὑπὸ [[ζυγόφιν]] (ὅ ἐ. ζυγοῦ) λύον ἵππους Ἰλ. Ω. 576· παροιμ., τὸν αὐτὸν ἕλκειν ζ., ἐπὶ τῶν ὅμοια καὶ παραπλήσια πασχόντων, «᾿ς ἕνα τσουκάλι βράζουν», Ἀρισταίν. 2. 7, Παροιμιογρ. 2) μεταφ., ἐπὶ ζυγὸς αὐχένι κεῖται Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 217· ἐχθροῖσιν ὑπὸ ζυγὸν αὐχένα θήσω Θέογν. 1023· ἐπαυχένιον λαβεῖν ζ. Πίνδ. Π. 2. 172· τὸ δούλιον ζ., ὁ ζυγὸς τῆς δουλείας, Ἡρόδ. 7. 8, 3, πρβλ. Αἰσχύλ Θήβ. 75, 471, κλ.· δουλείας, ἀνάγκης ζ. Σοφ. Αἴ. 944, Εὐρ. Ὀρ. 1330· ὑπὸ ζυγῷ λόφον δικαίως εἶχον Σοφ. Ἀντ. 291· ἐπιτιθέναι τινὶ ζυγὰ τοῦ μή…, [[ὥστε]] νὰ μὴ..., Ξεν. Κύρ. 3. 1, 27· ζυγῷ ζυγῆναι Πλάτ. Πολ. 508Α. ΙΙ. τὸ ἐγκάρσιον [[ξύλον]], τὸ συνδέον τὰ δύο κέρατα τῆς φόρμιγγος εἴς ὃ προσηλοῦνται οἱ κόλλοπες καὶ ἐντείνονται αἱ χορδαί, Λατ. transtillum. Ἰλ. Ι. 187. 2) τὸ ἐγκάρσιον [[ξύλον]] τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ, εἰς ὃ προσηλοῦτο ὁ [[στήμων]], τὸ «[[ἀντί]]», πρβλ. [[ζυγόω]]. 3) τὸ τῶν Ρωμαίων jugum, Διον. Ἁλ. 3. 22, κτλ. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τὰ ἐγκάρσια ἑδώλια τὰ ἑνοῦντα τὰς [[ἀπέναντι]] πλευρὰς πλοίου ἢ λέμβου, Λατ. transtra, Ὀδ. Ι. 99, Ν. 21, Ἡρόδ. 2. 96· σπανίως ἐν τῷ ἑνικῷ, θοὸν εἰρεσίας ζυγὸν Σοφ. Αἴ. 249· - μεταφ., ἐς τὸ πρῶτον πόλεος ζ. Εὐρ. Ἴωνι 595· [[ἐπεὶ]] δ’ ἐπὶ ζυγοῖς καθέζετ’ ἀρχῆς ὁ αὐτ. Φοιν. 74. 2) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], τὸ λίθινον [[ἀνώφλιον]] ἢ κατώφλιον τῆς θύρας, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 91· - [[ὡσαύτως]], = Λατ. impages, τὰ προσπήγματα, οἱ σιδηροῖ δεσμοὶ θύρας, ἴδε Ἐπιγρ. Βρεττ. Μουσ. σ. 73. 3) ἡ μεσαία σειρὰ τῶν κωπηλατικῶν καθισμάτων τριήρους· μεταφ., κρατούντων τῶν ἐπὶ ζυγῷ [[δορός]], ἐνῷ οἱ ἐπὶ τοῦ ζυγοῦ (οἱ τῆς ἄνω σειρᾶς) κυβερνῶσι τὸ [[πλοῖον]], Αἰσχύλ Ἀγ. 1618. IV. ἡ [[φάλαγξ]] τοῦ ζυγοῦ (ζυγαριᾶς), ζυγὸν ταλάντου ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 822, Δημ. 1461. 17, πρβλ. Ἀριστ. Μηχαν. 1, 2· - [[ἐντεῦθεν]], αὐτὸς ὁ ζυγὸς (πρβλ. [[πῆχυς]] IV), αἴρειν τὸν ζυγὸν Πλάτ. Τιμ. 63Β· ἐν πλάστιγγι ζυγοῦ κεῖσθαι ὁ αὐτ. Πολ. 550Ε· ζυγῷ ἢ ἐν τῷ ζ. ἱστάναι Λυσ. 117. 40, Πλάτ. Πρωτ. 356Β· ἐν τῷ πληθ., Δημ. 784. 10· - παροιμ., ζ. μὴ ὑπερβαίνειν Πυθ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 18. V. καρχασίου, ἡ κατὰ τὴν κορυφὴν τοῦ ἱστοῦ [[κεραία]], Πίνδ. Νεμ. 5. 92. VI. σανδαλίου ὁ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς τὸ [[ἄλλο]] [[μέρος]] [[δεσμός]], Ἀριστοφ. Λυσ. 417, Πολυδ. Ζ΄, 81· ζυγὸς Φωτ. VII. [[ζεῦγος]], κλεινὸν ζυγὸν Εὐρ. Ἑλ. 792· κατὰ ζυγά, κατὰ ζεύγη, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 12, 1, Θεόκρ. 13. 32. VIII. κατὰ [[πρόσωπον]] γραμμὴ στρατιωτῶν, ἀντιθέτως πρὸς τὴν κατὰ [[βάθος]] (ἥτις ἐκαλεῖτο [[στοῖχος]]), ἐν τῷ πρώτῳ ζ. ἐμάχοντο Θουκ. 5. 68· ὁ ζυγὸς Πολύαιν. 4. 5, 4· κατὰ [[ζυγόν]], γραμμὴ μὲ γραμμήν, Πολύβ. 1. 45, 9· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ χοροῦ, Πολυδ. Δ΄, 108· πρβλ. [[ζυγέω]] ΙΧ. ζυγὰ ἢ ἄζυγα, ἄρτια ἢ περισσά, «ζυγὰ ἢ μονά», [[παιγνίδιον]], Σχόλ. Ἀριστοφ. Πλ. 816.
|lstext='''ζῠγόν''': τό, [[ὡσαύτως]] ζῠγός, ὁ (μὲ τὴν σημασ. Ι.) Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 217, (μὲ τὴν σημασ. IV.) Πλάτ. Τιμ. 63Β, καὶ παρὰ μεταγενεστ. μὲ πᾶσαν σημασίαν. [[Κατὰ]] τὸ πλεῖττον οὐδὲν ὑπάρχει τὸ ὁρίζον τὸ γένος τῆς λέξεως ἐν τῷ ἑνικῷ., ἀλλὰ τὸ πληθ. φαίνεται ὅτι εἶνε ἀείποτε ζυγὰ (πρβλ. [[ζεύγνυμι]] ἐν τέλ.) Πᾶν ὅ,τι ἑνώνει δύο σώματα, [[ἑπομένως]], Ι. τὸ [[σταυροειδῶς]] ἐπὶ τοῦ ῥυμοῦ κείμενον [[ξύλον]], τὸ προσδενόμενον διὰ τοῦ ζυγοδέσμου πρὸς τὸ [[τέλος]] τοῦ ῥυμοῦ καὶ ἔχον ζεύγλας (ἐπιτραχηλίους θέσεις) εἰς ἑκάτερον [[ἄκρον]], δι’ οὗ δύο ἵπποι, ἡμίονοι ἢ βόες ἔσυρον ἅμαξαν ἢ ἄροτρον· παρ’ Ὁμ. ὁ τῶν ἵππων ζυγὸς [[συχνάκις]] ὁρίζεται εἰδικώτερον, ὡς ζυγὸν ἵππειον Ἰλ. Ε. 799. Ψ. 392· ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἵππους, ἔζευξεν αὐτούς, Ἰλ. Ε. 731, Ὀδ. Γ. 383· ἐπὶ ζυγὰ θῆκεν ἵπποις Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 813· ἐπὶ ζυγὸν αὐχένα θῆκε βουσὶ [[αὐτόθι]] 579· ὑπὸ [[ζυγόφιν]] (ὅ ἐ. ζυγοῦ) λύον ἵππους Ἰλ. Ω. 576· παροιμ., τὸν αὐτὸν ἕλκειν ζ., ἐπὶ τῶν ὅμοια καὶ παραπλήσια πασχόντων, «᾿ς ἕνα τσουκάλι βράζουν», Ἀρισταίν. 2. 7, Παροιμιογρ. 2) μεταφ., ἐπὶ ζυγὸς αὐχένι κεῖται Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 217· ἐχθροῖσιν ὑπὸ ζυγὸν αὐχένα θήσω Θέογν. 1023· ἐπαυχένιον λαβεῖν ζ. Πίνδ. Π. 2. 172· τὸ δούλιον ζ., ὁ ζυγὸς τῆς δουλείας, Ἡρόδ. 7. 8, 3, πρβλ. Αἰσχύλ Θήβ. 75, 471, κλ.· δουλείας, ἀνάγκης ζ. Σοφ. Αἴ. 944, Εὐρ. Ὀρ. 1330· ὑπὸ ζυγῷ λόφον δικαίως εἶχον Σοφ. Ἀντ. 291· ἐπιτιθέναι τινὶ ζυγὰ τοῦ μή…, [[ὥστε]] νὰ μὴ..., Ξεν. Κύρ. 3. 1, 27· ζυγῷ ζυγῆναι Πλάτ. Πολ. 508Α. ΙΙ. τὸ ἐγκάρσιον [[ξύλον]], τὸ συνδέον τὰ δύο κέρατα τῆς φόρμιγγος εἴς ὃ προσηλοῦνται οἱ κόλλοπες καὶ ἐντείνονται αἱ χορδαί, Λατ. transtillum. Ἰλ. Ι. 187. 2) τὸ ἐγκάρσιον [[ξύλον]] τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ, εἰς ὃ προσηλοῦτο ὁ [[στήμων]], τὸ «[[ἀντί]]», πρβλ. [[ζυγόω]]. 3) τὸ τῶν Ρωμαίων jugum, Διον. Ἁλ. 3. 22, κτλ. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τὰ ἐγκάρσια ἑδώλια τὰ ἑνοῦντα τὰς [[ἀπέναντι]] πλευρὰς πλοίου ἢ λέμβου, Λατ. transtra, Ὀδ. Ι. 99, Ν. 21, Ἡρόδ. 2. 96· σπανίως ἐν τῷ ἑνικῷ, θοὸν εἰρεσίας ζυγὸν Σοφ. Αἴ. 249· - μεταφ., ἐς τὸ πρῶτον πόλεος ζ. Εὐρ. Ἴωνι 595· [[ἐπεὶ]] δ’ ἐπὶ ζυγοῖς καθέζετ’ ἀρχῆς ὁ αὐτ. Φοιν. 74. 2) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], τὸ λίθινον [[ἀνώφλιον]] ἢ κατώφλιον τῆς θύρας, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 91· - [[ὡσαύτως]], = Λατ. impages, τὰ προσπήγματα, οἱ σιδηροῖ δεσμοὶ θύρας, ἴδε Ἐπιγρ. Βρεττ. Μουσ. σ. 73. 3) ἡ μεσαία σειρὰ τῶν κωπηλατικῶν καθισμάτων τριήρους· μεταφ., κρατούντων τῶν ἐπὶ ζυγῷ [[δορός]], ἐνῷ οἱ ἐπὶ τοῦ ζυγοῦ (οἱ τῆς ἄνω σειρᾶς) κυβερνῶσι τὸ [[πλοῖον]], Αἰσχύλ Ἀγ. 1618. IV. ἡ [[φάλαγξ]] τοῦ ζυγοῦ (ζυγαριᾶς), ζυγὸν ταλάντου ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 822, Δημ. 1461. 17, πρβλ. Ἀριστ. Μηχαν. 1, 2· - [[ἐντεῦθεν]], αὐτὸς ὁ ζυγὸς (πρβλ. [[πῆχυς]] IV), αἴρειν τὸν ζυγὸν Πλάτ. Τιμ. 63Β· ἐν πλάστιγγι ζυγοῦ κεῖσθαι ὁ αὐτ. Πολ. 550Ε· ζυγῷ ἢ ἐν τῷ ζ. ἱστάναι Λυσ. 117. 40, Πλάτ. Πρωτ. 356Β· ἐν τῷ πληθ., Δημ. 784. 10· - παροιμ., ζ. μὴ ὑπερβαίνειν Πυθ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 18. V. καρχασίου, ἡ κατὰ τὴν κορυφὴν τοῦ ἱστοῦ [[κεραία]], Πίνδ. Νεμ. 5. 92. VI. σανδαλίου ὁ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς τὸ [[ἄλλο]] [[μέρος]] [[δεσμός]], Ἀριστοφ. Λυσ. 417, Πολυδ. Ζ΄, 81· ζυγὸς Φωτ. VII. [[ζεῦγος]], κλεινὸν ζυγὸν Εὐρ. Ἑλ. 792· κατὰ ζυγά, κατὰ ζεύγη, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 12, 1, Θεόκρ. 13. 32. VIII. κατὰ [[πρόσωπον]] γραμμὴ στρατιωτῶν, ἀντιθέτως πρὸς τὴν κατὰ [[βάθος]] (ἥτις ἐκαλεῖτο [[στοῖχος]]), ἐν τῷ πρώτῳ ζ. ἐμάχοντο Θουκ. 5. 68· ὁ ζυγὸς Πολύαιν. 4. 5, 4· κατὰ [[ζυγόν]], γραμμὴ μὲ γραμμήν, Πολύβ. 1. 45, 9· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ χοροῦ, Πολυδ. Δ΄, 108· πρβλ. [[ζυγέω]] ΙΧ. ζυγὰ ἢ ἄζυγα, ἄρτια ἢ περισσά, «ζυγὰ ἢ μονά», [[παιγνίδιον]], Σχόλ. Ἀριστοφ. Πλ. 816.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (τό) :<br /><b>A.</b> tout ce qui sert à joindre deux objets ensemble :<br /><b>I.</b> joug pour deux bœufs <i>ou</i> deux chevaux : ὑπὸ ζυγὸν ἄγειν IL, OD amener sous le joug ; ζυγὰ ἐπιθεῖναι τινι XÉN imposer le joug à qqn ; <i>fig.</i> le joug (de la mort, de la nécessité, <i>etc.</i>) ; δούλιον [[ζυγόν]] HDT, δουλείας [[ζυγόν]] SOPH joug de la servitude;<br /><b>II.</b> le joug romain, sous lequel passaient les prisonniers de guerre;<br /><b>III.</b> barre qui unit les deux branches recourbées de la [[φόρμιγξ]] et où s'ajustent les cordes;<br /><b>IV.</b> <i>t. de mar.</i><br /><b>1</b> banc de rameurs, allant de l'un à l'autre côté du navire (<i>lat.</i> transtra), <i>particul. au sg.</i> banc du milieu (sur trois) ; τὰ ζυγά bancs de rameurs;<br /><b>2</b> bau de navire, <i>càd chacune des poutres qui soutiennent les planchers ou ponts (le bau lie l'un à l'autre les deux côtés du bâtiment)</i>;<br /><b>V.</b> fléau d'une balance (propr. ce qui unit les deux plateaux) ; balance;<br /><b>B.</b> tout objet accouplé :<br /><b>I.</b> couple, paire ; attelage;<br /><b>II.</b> rangée de soldats.<br />'''Étymologie:''' R. Ζυγ, v. [[ζεύγνυμι]] ; cf., <i>lat.</i> jugum.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth