Anonymous

ζυγόν: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (τό) :<br /><b>A.</b> tout ce qui sert à joindre deux objets ensemble :<br /><b>I.</b> joug pour deux bœufs <i>ou</i> deux chevaux : ὑπὸ ζυγὸν ἄγειν IL, OD amener sous le joug ; ζυγὰ ἐπιθεῖναι τινι XÉN imposer le joug à qqn ; <i>fig.</i> le joug (de la mort, de la nécessité, <i>etc.</i>) ; δούλιον [[ζυγόν]] HDT, δουλείας [[ζυγόν]] SOPH joug de la servitude;<br /><b>II.</b> le joug romain, sous lequel passaient les prisonniers de guerre;<br /><b>III.</b> barre qui unit les deux branches recourbées de la [[φόρμιγξ]] et où s'ajustent les cordes;<br /><b>IV.</b> <i>t. de mar.</i><br /><b>1</b> banc de rameurs, allant de l'un à l'autre côté du navire (<i>lat.</i> transtra), <i>particul. au sg.</i> banc du milieu (sur trois) ; τὰ ζυγά bancs de rameurs;<br /><b>2</b> bau de navire, <i>càd chacune des poutres qui soutiennent les planchers ou ponts (le bau lie l'un à l'autre les deux côtés du bâtiment)</i>;<br /><b>V.</b> fléau d'une balance (propr. ce qui unit les deux plateaux) ; balance;<br /><b>B.</b> tout objet accouplé :<br /><b>I.</b> couple, paire ; attelage;<br /><b>II.</b> rangée de soldats.<br />'''Étymologie:''' R. Ζυγ, v. [[ζεύγνυμι]] ; cf., <i>lat.</i> jugum.
|btext=οῦ (τό) :<br /><b>A.</b> tout ce qui sert à joindre deux objets ensemble :<br /><b>I.</b> joug pour deux bœufs <i>ou</i> deux chevaux : ὑπὸ ζυγὸν ἄγειν IL, OD amener sous le joug ; ζυγὰ ἐπιθεῖναι τινι XÉN imposer le joug à qqn ; <i>fig.</i> le joug (de la mort, de la nécessité, <i>etc.</i>) ; δούλιον [[ζυγόν]] HDT, δουλείας [[ζυγόν]] SOPH joug de la servitude;<br /><b>II.</b> le joug romain, sous lequel passaient les prisonniers de guerre;<br /><b>III.</b> barre qui unit les deux branches recourbées de la [[φόρμιγξ]] et où s'ajustent les cordes;<br /><b>IV.</b> <i>t. de mar.</i><br /><b>1</b> banc de rameurs, allant de l'un à l'autre côté du navire (<i>lat.</i> transtra), <i>particul. au sg.</i> banc du milieu (sur trois) ; τὰ ζυγά bancs de rameurs;<br /><b>2</b> bau de navire, <i>càd chacune des poutres qui soutiennent les planchers ou ponts (le bau lie l'un à l'autre les deux côtés du bâtiment)</i>;<br /><b>V.</b> fléau d'une balance (propr. ce qui unit les deux plateaux) ; balance;<br /><b>B.</b> tout objet accouplé :<br /><b>I.</b> couple, paire ; attelage;<br /><b>II.</b> rangée de soldats.<br />'''Étymologie:''' R. Ζυγ, v. [[ζεύγνυμι]] ; cf., <i>lat.</i> jugum.
}}
{{elnl
|elnltext=ζυγόν -οῦ, τό en ζυγός, ὁ [ζεύγνυμι] ep. dat. ζυγόφι(ν ) juk:; ὑπὸ δὲ ζυγὸν ἤγαγεν ὠκέας ἵππους hij bracht de snelle paarden onder het juk Il. 23.294; ὑπὸ ζυγόφι ( ν ) onder het juk Il. 19.404; overdr.. οὐδ’ ὑπὸ ζυγῷ λόφον δικαίως εἶχον zij hielden hun nek niet onder het juk (van het bestuur), zoals het recht vraagt Soph. Ant. 291; βύβλινον ζ. een juk van papyrus, (een brug met kabels van papyrus) Hdt. 8.20; δούλιον ζ. juk van de slavernij Hdt. 7.8.γ3. span, paar:; κλεινὸν ζυγόν een beroemd tweetal Eur. Hel. 392; milit.. ἐν τῷ πρώτῳ ζυγῷ in het eerste gelid Thuc. 5.68.3. alg. overdr. van een dwarsverbinding kam (dwarshout dat de beide armen van de citer met elkaar verbindt):. ἀργύρεον ζύγον een kam van zilver Il. 9.187. riempje (van een sandaal):; τὸ δακτυλίδιον πιέζει τὸ ζυγόν het riempje brengt mijn teentje in de knel Aristoph. Lys. 417; overdr. band:. τιμιωτέρῳ ζυγῷ ἐζύγησαν ze werden door een kostbaarder band verbonden Plat. Resp. 508a. dwarsstang:; ζυγὸν ταλάντου dwarsstang van de weegschaal Aeschl. Suppl. 822; uitbr. weegschaal:. ζυγῷ ἱστάναι wegen Lys. 10.18. ra (dwarsbalk aan de mast v. e. schip). Pind. roeibank:; εἰρεσίας ζυγὸν ἕζεσθαι op de roeibank gaan zitten Soph. Ai. 249; meestal plur..; ὑπὸ ζυγὰ δῆσα ἐρύσσας ik sleepte ze onder de roeibanken en bond ze vast Od. 9.99; overdr.. ἐπὶ ζυγοῖς καθέζετ’ ἀρχῆς hij zat op de zetel van de macht Eur. Ion 595; τὸ πρῶτον πόλεως ζυγόν de eerste positie in de stad Eur. Phoen. 74.
}}
{{elru
|elrutext='''ζῠγόν:''' τό (эп. gen. [[ζυγόφιν]])<br /><b class="num">1)</b> [[распорка]], [[перекладина]], [[перемычка]]: ἐπὶ δ᾽ ἀργύρεον ζ. [[ἦεν]] Hom. в верхней же части (форминги) была серебряная кобылка;<br /><b class="num">2)</b> [[поперечная балка]], [[соединительный брус]] (соединяющий оба борта корабля): ἐπεὰν ναυπηγήσωνται, ζυγὰ [[ἐπιπολῆς]] τείνουσι αὐτῶν Her. сколотив плот, (египтяне) кладут поверх соединительные брусья;<br /><b class="num">3)</b> [[коромысло]] (весов), рычаг (ταλάντου Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> тж. pl. весы: ἐν πλάστιγγι ζυγοῦ κεῖσθαι Plat. лежать на чашке весов; τὰ ἰσάζοντα ζυγά Arst. весы в равновесии;<br /><b class="num">5)</b> [[ярмо]] (ἵππειον Hom.; ζυγὰ ἐπιθεῖναί τινι Xen.): ὑπὸ ζυγὸν ἄγειν Hom. подводить под ярмо;<br /><b class="num">6)</b> перен. [[иго]], [[бремя]], [[гнет]] (δούλιον Her.; ζ. ἀνάγκης Eur.): ὑπὸ ζυγῷ λόφον ἔχειν Soph. иметь шею под ярмом, т. е. терпеть гнет;<br /><b class="num">7)</b> мор. [[поперечная]] (корабельная) скамья (ζυγὰ ἐνὶ [[νηυσί]] Hom.): εἰρεσίας ζυγὸν ἕζεσθαι Soph. занять скамьи гребцов, т. е. налечь на весла;<br /><b class="num">8)</b> досл. [[средняя скамья]] (из трех в триере), перен. командное место: ἐπὶ ζυγῷ [[δορός]] Aesch. у кормила корабля;<br /><b class="num">9)</b> воен. линия, ряд, строй, шеренга (ἐν τῷ πρώτῳ ζυγῷ Thuc.): κατὰ ζ. Polyb. строй против строя;<br /><b class="num">10)</b> перен. [[ряд]], [[ранг]], [[общественное положение]]: ὁρμᾶσθαι εἰς τὸ [[πρῶτον]] [[πόλεος]] ζ. Eur. стремиться занять первое в государстве место;<br /><b class="num">11)</b> мор. [[шест]] или [[конец]], [[нок]] (καρχασίου Pind.);<br /><b class="num">12)</b> (в обуви), [[ременная перемычка]], [[ремешок]], (τὸ ζ. πιέζει τὸν [[δάκτυλον]] τοῦ ποδός Arph.);<br /><b class="num">13)</b> [[пара]] Eur.: κατὰ ζυγά Arst., Theocr. парами, попарно.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζυγόν:''' τό και [[ζυγός]], ὁ, (πρβλ. [[ζεύγνυμι]]), οτιδήποτε ενώνει ή συνδέει [[δύο]] σώματα· και [[συνεπώς]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ζυγός]] ή σταυροειδές [[ξύλο]] το οποίο προσδένεται μέσω του ζυγοδέσμου πάνω στον πάσσαλο που χρησιμοποιείται ως [[τιμόνι]] της άμαξας· είχε [[μάλιστα]] <i>ζεύγλας</i> (επιτραχήλιες θέσεις ή θηλιές) σε [[κάθε]] [[άκρο]], μέσω των οποίων τα [[δύο]] ζεμένα άλογα, μουλάρια ή βόδια έσερναν την [[άμαξα]] ή το [[άροτρο]], σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., τὸ δούλιον [[ζυγόν]], ο [[ζυγός]] της σκλαβιάς, σε Ηρόδ.· <i>δουλείας</i>, ἀνάγκης [[ζυγόν]], σε Σοφ., Ευρ.· <i>ἐπιτιθέναι τινὶ ζυγὰ τοῦ μή..</i>., με [[αποτέλεσμα]] να αποτρέπει..., να προλαμβάνει..., να μη..., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ζευγάρι]], σε Ευρ.· <i>κατὰ [[ζυγά]]</i>, σε ζεύγη, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> κάθετο [[ξύλο]] που ενώνει τα [[δύο]] κέρατα της φόρμιγγας ([[φόρμιγξ]]), πάνω στο οποίο δένονται και τεντώνονται οι χορδές της, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">III. 1.</b> στον πληθ., τα εγκάρσια εδώλια που ενώνουν τις [[απέναντι]] πλευρές του πλοίου ή της λέμβου, οι πάγκοι των πλοίων, Λατ. transtra, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· σπάνια στον ενικ., σε Σοφ.· μεταφ., τὸ πόλεος [[ζυγόν]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεσαία [[σειρά]] των κωπηλατικών καθισμάτων σε μια τριήρη· μεταφ., <i>οἱ ἐπὶ ζυγῷ δορὸς κρατοῦντες</i>, αυτοί που βρίσκονται στην [[επάνω]] [[σειρά]] και κυβερνούν το [[πλοίο]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">IV.</b> στρογγυλό [[κομμάτι]] ξύλου της ζυγαριάς, το οποίο τοποθετούνταν ως [[αντίβαρο]] στα προς [[ζύγιση]] αντικείμενα, σε Δημ.· η [[ίδια]] η [[ζυγαριά]], [[ζύγι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">V.</b> καρχασίου [[ζυγόν]], [[κεραία]] που βρίσκεται στην [[κορυφή]] του ιστού στα πλοία, σε Πίνδ.<br /><b class="num">VI.</b> [[τάξη]] ή [[γραμμή]] στρατιωτών που έχουν παραταχθεί κατά [[πρόσωπο]], αντίθ. προς τον στοίχο (την κατά [[βάθος]] παρατεταγμένη [[γραμμή]] των στρατιωτών), σε Θουκ.
|lsmtext='''ζυγόν:''' τό και [[ζυγός]], ὁ, (πρβλ. [[ζεύγνυμι]]), οτιδήποτε ενώνει ή συνδέει [[δύο]] σώματα· και [[συνεπώς]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ζυγός]] ή σταυροειδές [[ξύλο]] το οποίο προσδένεται μέσω του ζυγοδέσμου πάνω στον πάσσαλο που χρησιμοποιείται ως [[τιμόνι]] της άμαξας· είχε [[μάλιστα]] <i>ζεύγλας</i> (επιτραχήλιες θέσεις ή θηλιές) σε [[κάθε]] [[άκρο]], μέσω των οποίων τα [[δύο]] ζεμένα άλογα, μουλάρια ή βόδια έσερναν την [[άμαξα]] ή το [[άροτρο]], σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., τὸ δούλιον [[ζυγόν]], ο [[ζυγός]] της σκλαβιάς, σε Ηρόδ.· <i>δουλείας</i>, ἀνάγκης [[ζυγόν]], σε Σοφ., Ευρ.· <i>ἐπιτιθέναι τινὶ ζυγὰ τοῦ μή..</i>., με [[αποτέλεσμα]] να αποτρέπει..., να προλαμβάνει..., να μη..., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ζευγάρι]], σε Ευρ.· <i>κατὰ [[ζυγά]]</i>, σε ζεύγη, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> κάθετο [[ξύλο]] που ενώνει τα [[δύο]] κέρατα της φόρμιγγας ([[φόρμιγξ]]), πάνω στο οποίο δένονται και τεντώνονται οι χορδές της, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">III. 1.</b> στον πληθ., τα εγκάρσια εδώλια που ενώνουν τις [[απέναντι]] πλευρές του πλοίου ή της λέμβου, οι πάγκοι των πλοίων, Λατ. transtra, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· σπάνια στον ενικ., σε Σοφ.· μεταφ., τὸ πόλεος [[ζυγόν]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεσαία [[σειρά]] των κωπηλατικών καθισμάτων σε μια τριήρη· μεταφ., <i>οἱ ἐπὶ ζυγῷ δορὸς κρατοῦντες</i>, αυτοί που βρίσκονται στην [[επάνω]] [[σειρά]] και κυβερνούν το [[πλοίο]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">IV.</b> στρογγυλό [[κομμάτι]] ξύλου της ζυγαριάς, το οποίο τοποθετούνταν ως [[αντίβαρο]] στα προς [[ζύγιση]] αντικείμενα, σε Δημ.· η [[ίδια]] η [[ζυγαριά]], [[ζύγι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">V.</b> καρχασίου [[ζυγόν]], [[κεραία]] που βρίσκεται στην [[κορυφή]] του ιστού στα πλοία, σε Πίνδ.<br /><b class="num">VI.</b> [[τάξη]] ή [[γραμμή]] στρατιωτών που έχουν παραταχθεί κατά [[πρόσωπο]], αντίθ. προς τον στοίχο (την κατά [[βάθος]] παρατεταγμένη [[γραμμή]] των στρατιωτών), σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=ζυγόν -οῦ, τό en ζυγός, ὁ [ζεύγνυμι] ep. dat. ζυγόφι(ν ) juk:; ὑπὸ δὲ ζυγὸν ἤγαγεν ὠκέας ἵππους hij bracht de snelle paarden onder het juk Il. 23.294; ὑπὸ ζυγόφι ( ν ) onder het juk Il. 19.404; overdr.. οὐδ’ ὑπὸ ζυγῷ λόφον δικαίως εἶχον zij hielden hun nek niet onder het juk (van het bestuur), zoals het recht vraagt Soph. Ant. 291; βύβλινον ζ. een juk van papyrus, (een brug met kabels van papyrus) Hdt. 8.20; δούλιον ζ. juk van de slavernij Hdt. 7.8.γ3. span, paar:; κλεινὸν ζυγόν een beroemd tweetal Eur. Hel. 392; milit.. ἐν τῷ πρώτῳ ζυγῷ in het eerste gelid Thuc. 5.68.3. alg. overdr. van een dwarsverbinding kam (dwarshout dat de beide armen van de citer met elkaar verbindt):. ἀργύρεον ζύγον een kam van zilver Il. 9.187. riempje (van een sandaal):; τὸ δακτυλίδιον πιέζει τὸ ζυγόν het riempje brengt mijn teentje in de knel Aristoph. Lys. 417; overdr. band:. τιμιωτέρῳ ζυγῷ ἐζύγησαν ze werden door een kostbaarder band verbonden Plat. Resp. 508a. dwarsstang:; ζυγὸν ταλάντου dwarsstang van de weegschaal Aeschl. Suppl. 822; uitbr. weegschaal:. ζυγῷ ἱστάναι wegen Lys. 10.18. ra (dwarsbalk aan de mast v. e. schip). Pind. roeibank:; εἰρεσίας ζυγὸν ἕζεσθαι op de roeibank gaan zitten Soph. Ai. 249; meestal plur..; ὑπὸ ζυγὰ δῆσα ἐρύσσας ik sleepte ze onder de roeibanken en bond ze vast Od. 9.99; overdr.. ἐπὶ ζυγοῖς καθέζετ’ ἀρχῆς hij zat op de zetel van de macht Eur. Ion 595; τὸ πρῶτον πόλεως ζυγόν de eerste positie in de stad Eur. Phoen. 74.
}}
{{elru
|elrutext='''ζῠγόν:''' τό (эп. gen. [[ζυγόφιν]])<br /><b class="num">1)</b> [[распорка]], [[перекладина]], [[перемычка]]: ἐπὶ δ᾽ ἀργύρεον ζ. [[ἦεν]] Hom. в верхней же части (форминги) была серебряная кобылка;<br /><b class="num">2)</b> [[поперечная балка]], [[соединительный брус]] (соединяющий оба борта корабля): ἐπεὰν ναυπηγήσωνται, ζυγὰ [[ἐπιπολῆς]] τείνουσι αὐτῶν Her. сколотив плот, (египтяне) кладут поверх соединительные брусья;<br /><b class="num">3)</b> [[коромысло]] (весов), рычаг (ταλάντου Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> тж. pl. весы: ἐν πλάστιγγι ζυγοῦ κεῖσθαι Plat. лежать на чашке весов; τὰ ἰσάζοντα ζυγά Arst. весы в равновесии;<br /><b class="num">5)</b> [[ярмо]] (ἵππειον Hom.; ζυγὰ ἐπιθεῖναί τινι Xen.): ὑπὸ ζυγὸν ἄγειν Hom. подводить под ярмо;<br /><b class="num">6)</b> перен. [[иго]], [[бремя]], [[гнет]] (δούλιον Her.; ζ. ἀνάγκης Eur.): ὑπὸ ζυγῷ λόφον ἔχειν Soph. иметь шею под ярмом, т. е. терпеть гнет;<br /><b class="num">7)</b> мор. [[поперечная]] (корабельная) скамья (ζυγὰ ἐνὶ [[νηυσί]] Hom.): εἰρεσίας ζυγὸν ἕζεσθαι Soph. занять скамьи гребцов, т. е. налечь на весла;<br /><b class="num">8)</b> досл. [[средняя скамья]] (из трех в триере), перен. командное место: ἐπὶ ζυγῷ [[δορός]] Aesch. у кормила корабля;<br /><b class="num">9)</b> воен. линия, ряд, строй, шеренга (ἐν τῷ πρώτῳ ζυγῷ Thuc.): κατὰ ζ. Polyb. строй против строя;<br /><b class="num">10)</b> перен. [[ряд]], [[ранг]], [[общественное положение]]: ὁρμᾶσθαι εἰς τὸ [[πρῶτον]] [[πόλεος]] ζ. Eur. стремиться занять первое в государстве место;<br /><b class="num">11)</b> мор. [[шест]] или [[конец]], [[нок]] (καρχασίου Pind.);<br /><b class="num">12)</b> (в обуви), [[ременная перемычка]], [[ремешок]], (τὸ ζ. πιέζει τὸν [[δάκτυλον]] τοῦ ποδός Arph.);<br /><b class="num">13)</b> [[пара]] Eur.: κατὰ ζυγά Arst., Theocr. парами, попарно.
}}
}}
{{etym
{{etym