Anonymous

δίφρος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0645.png Seite 645]] ὁ (wohl entst. aus διφόρος, Zwei tragend), der [[Wagensitz]], auf welchem der Wagenlenker, [[ἡνίοχος]], u. der Kämpfer, [[παραβάτης]], saßen od. standen, ἑσταότ' ἐν δίφρῳ Hes. Sc. 61; ἂν δ' ἔβαν ἐν δίφροισι παραιβάται ἡνίοχοί τε Iliad. 23, 132; υἷας Πριάμοιο δύω λάβε, εἰν ἑνὶ δίφρῳ ἐόντας Il. 5, 160; der obere Theil des Wagens u. [[der Wagen übh]].; in der Il. [[Streitwagen]], Od. 3, 324 ein [[Reisewagen]]; δώσω γὰρ [[δίφρον]] τε δύω τ' ἐριαύχενας ἵππους Il. 10, 305; er heißt [[εὐεργής]], 5, 585; [[εὔξεστος]], 16, 402; ἐύξοος, Od. 4, 590; [[ξεστός]], Iliad. 24, 322 σπερχόμενος δ' ὁ [[γέρων]] ξεστοῦ ἐπεβήσετο δίφρου, var. lect. γεραιὸς ἑοῦ, s. Scholl.; [[κολλητός]], Iliad. 19, 395; ἐύπλεκτος u. ἐυπλεκής, 23, 335. 436; [[ποικίλος]], 10, 501; [[ἱερός]], 17, 464, s. s. v. Ἱερός; der Wagensitz war rund, an der hinteren Seite zum Einsteigen offen u. hing in Riemen, 5, 727; [[ἁρμάτειος]] [[δίφρος]] Xen. Cyr. 6, 4, 9, [[ἁρματόεις]] Critia. Ath. I, 28 c; Tragg. u. in Prosa oft = [[der Wagen selbst]]; ξυνωρὶς χωρὶς δίφρου Plat. Critia. 119 b. – Uebh. = der Sitz, [[Sessel]], [[Stuhl]], Il. 3, 424. 6, 354 Odyss. 4, 717. 17, 330; [[δίφρον]] ἀεικέλιον Odyss. 20, 259, περικαλλέα [[δίφρον]] 387; Theocr. 15, 2; ἔκειντο δίφροι Plat. Rep. I, 328 c, u. bes. Sp.; [[ἡγεμονικός]], u. auch allein, für [[sella curulis]], Plut., Pol. u. A.; [[ἀργυρόπους]] Dem. 24, 129. – Auch = der [[Nachtstuhl]], Aristid. – Vgl. [[ὀκλαδίας]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0645.png Seite 645]] ὁ (wohl entst. aus διφόρος, Zwei tragend), der [[Wagensitz]], auf welchem der Wagenlenker, [[ἡνίοχος]], u. der Kämpfer, [[παραβάτης]], saßen od. standen, ἑσταότ' ἐν δίφρῳ Hes. Sc. 61; ἂν δ' ἔβαν ἐν δίφροισι παραιβάται ἡνίοχοί τε Iliad. 23, 132; υἷας Πριάμοιο δύω λάβε, εἰν ἑνὶ δίφρῳ ἐόντας Il. 5, 160; der obere Theil des Wagens u. [[der Wagen übh]].; in der Il. [[Streitwagen]], Od. 3, 324 ein [[Reisewagen]]; δώσω γὰρ [[δίφρον]] τε δύω τ' ἐριαύχενας ἵππους Il. 10, 305; er heißt [[εὐεργής]], 5, 585; [[εὔξεστος]], 16, 402; ἐύξοος, Od. 4, 590; [[ξεστός]], Iliad. 24, 322 σπερχόμενος δ' ὁ [[γέρων]] ξεστοῦ ἐπεβήσετο δίφρου, var. lect. γεραιὸς ἑοῦ, s. Scholl.; [[κολλητός]], Iliad. 19, 395; ἐύπλεκτος u. ἐυπλεκής, 23, 335. 436; [[ποικίλος]], 10, 501; [[ἱερός]], 17, 464, s. s. v. Ἱερός; der Wagensitz war rund, an der hinteren Seite zum Einsteigen offen u. hing in Riemen, 5, 727; [[ἁρμάτειος]] [[δίφρος]] Xen. Cyr. 6, 4, 9, [[ἁρματόεις]] Critia. Ath. I, 28 c; Tragg. u. in Prosa oft = [[der Wagen selbst]]; ξυνωρὶς χωρὶς δίφρου Plat. Critia. 119 b. – Uebh. = der Sitz, [[Sessel]], [[Stuhl]], Il. 3, 424. 6, 354 Odyss. 4, 717. 17, 330; [[δίφρον]] ἀεικέλιον Odyss. 20, 259, περικαλλέα [[δίφρον]] 387; Theocr. 15, 2; ἔκειντο δίφροι Plat. Rep. I, 328 c, u. bes. Sp.; [[ἡγεμονικός]], u. auch allein, für [[sella curulis]], Plut., Pol. u. A.; [[ἀργυρόπους]] Dem. 24, 129. – Auch = der [[Nachtstuhl]], Aristid. – Vgl. [[ὀκλαδίας]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> partie du char qui portait le conducteur ([[ἡνίοχος]]) et le combattant ([[παραιβάτης]]) ; le char lui-même, <i>d'ord.</i> char de guerre, <i>qqf</i> char de voyage;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> siège, chaise curule <i>à Rome</i>.<br />'''Étymologie:''' p. *δίφορος, de [[δίς]], [[φέρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δίφρος''': ὁ, Καλλ. εἰς Ἀρ. 135 μεθ’ ἑτερογεν. πληθ. δίφρα, τά, (κατὰ συγκοπ. ἐκ τοῦ [[δίφορος]])· ― τοῦ ἅρματος ὁ [[τόπος]], ἐφ’ οὗ ἦσαν ὁ ὁδηγῶν ([[ἡνίοχος]]) καὶ ὁ πολεμιστὴς (παραιβάτης), ἴδε Ἰλ. Ε. 160, Λ. 748, Ἡσ. Ἀσπ. 61· μεταφ., ἕστηκεν ἐν τῷ δίφρῳ τῆς πόλεως Πλάτ. Πολ. 566D. 2) αὐτὸ τὸ πολεμικὸν ἅρμα, Ἰλ. Κ. 305, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἀσπ. 61· Πίνδ., κλπ.· ἐϋπλέκτῳ ἐνὶ δίφρῳ Ἰλ. Ψ. 335· ― ἐν Ὀδ. Γ. 328, ὁδοιπορικὸν ἅρμα· βραδύτερον [[φορεῖον]], [[κράββατος]], Δίων Κ. 60. 2. ΙΙ. [[ἕδρα]] [[οὔτε]] τῶν νώτων [[οὔτε]] τῶν χειρῶν ἔχουσα [[ἔρεισμα]], «σκαμνί», εὐτελεστέρα τοῦ κλισμοῦ καὶ τοῦ θρόνου, Ἰλ. Γ. 424, Ζ. 354, καὶ [[συχνάκις]] ἐν τῇ Ὀδ.· [[οὕτως]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 1164, Πλάτ., κτλ., [[δίφρος]] Θετταλικός Εὔπολ. Αὐτολ. 6, πρβλ. [[ὀκλαδίας]] καὶ [[περίακτος]]. ― Πολύβ. 6. 53, 9, κτλ., τὸ παρὰ Ρωμαίοις sella curulis· ― 2) = λάσανον, [[σκωραμίς]], «καθίκι», Ἀριστείδ. 1. 314.
|lstext='''δίφρος''': ὁ, Καλλ. εἰς Ἀρ. 135 μεθ’ ἑτερογεν. πληθ. δίφρα, τά, (κατὰ συγκοπ. ἐκ τοῦ [[δίφορος]])· ― τοῦ ἅρματος ὁ [[τόπος]], ἐφ’ οὗ ἦσαν ὁ ὁδηγῶν ([[ἡνίοχος]]) καὶ ὁ πολεμιστὴς (παραιβάτης), ἴδε Ἰλ. Ε. 160, Λ. 748, Ἡσ. Ἀσπ. 61· μεταφ., ἕστηκεν ἐν τῷ δίφρῳ τῆς πόλεως Πλάτ. Πολ. 566D. 2) αὐτὸ τὸ πολεμικὸν ἅρμα, Ἰλ. Κ. 305, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἀσπ. 61· Πίνδ., κλπ.· ἐϋπλέκτῳ ἐνὶ δίφρῳ Ἰλ. Ψ. 335· ― ἐν Ὀδ. Γ. 328, ὁδοιπορικὸν ἅρμα· βραδύτερον [[φορεῖον]], [[κράββατος]], Δίων Κ. 60. 2. ΙΙ. [[ἕδρα]] [[οὔτε]] τῶν νώτων [[οὔτε]] τῶν χειρῶν ἔχουσα [[ἔρεισμα]], «σκαμνί», εὐτελεστέρα τοῦ κλισμοῦ καὶ τοῦ θρόνου, Ἰλ. Γ. 424, Ζ. 354, καὶ [[συχνάκις]] ἐν τῇ Ὀδ.· [[οὕτως]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 1164, Πλάτ., κτλ., [[δίφρος]] Θετταλικός Εὔπολ. Αὐτολ. 6, πρβλ. [[ὀκλαδίας]] καὶ [[περίακτος]]. ― Πολύβ. 6. 53, 9, κτλ., τὸ παρὰ Ρωμαίοις sella curulis· ― 2) = λάσανον, [[σκωραμίς]], «καθίκι», Ἀριστείδ. 1. 314.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> partie du char qui portait le conducteur ([[ἡνίοχος]]) et le combattant ([[παραιβάτης]]) ; le char lui-même, <i>d'ord.</i> char de guerre, <i>qqf</i> char de voyage;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> siège, chaise curule <i>à Rome</i>.<br />'''Étymologie:''' p. *δίφορος, de [[δίς]], [[φέρω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth