Anonymous

διαπέτομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0595.png Seite 595]] (s. [[πέτομαι]]) [[durchfliegen]], [[hinfliegen]]; Homer: Odyss. 1, 320 ἀπέβη [[Ἀθήνη]], [[ὄρνις]] δ' ἃς [[ἀνοπαῖα]] [[διέπτατο]]; Iliad. 15. 83. 172 ἃς κραιπνῶς μεμαυῖα [[διέπτατο]] [[πότνια]] Ἥρη (ὠκέα Ιρις); Iliad. 5, 99 διὰ δ' ἔπτατο πικρὸς ὀιστός. – Folgende: διαπέταται [[varia lectio|v.l.]] bei Soph. O. R. 1310; διέπτην, Luc D. Mer. 9, 4; – 1) durchfliegen, διὰ τῆς πόλεως Ar. Av. 1217; vom Blitze, Eur. Suppl. 860. – Von einem Gerüchte, sich verbreiten, Hdn. 2, 8, 12. – 2) hinschwinden, [[ταῦτα]] [[διέπτατο]] [[ταχύ]] Plat. Legg. III, 685 a; vgl. Phaed. 70 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0595.png Seite 595]] (s. [[πέτομαι]]) [[durchfliegen]], [[hinfliegen]]; Homer: Odyss. 1, 320 ἀπέβη [[Ἀθήνη]], [[ὄρνις]] δ' ἃς [[ἀνοπαῖα]] [[διέπτατο]]; Iliad. 15. 83. 172 ἃς κραιπνῶς μεμαυῖα [[διέπτατο]] [[πότνια]] Ἥρη (ὠκέα Ιρις); Iliad. 5, 99 διὰ δ' ἔπτατο πικρὸς ὀιστός. – Folgende: διαπέταται [[varia lectio|v.l.]] bei Soph. O. R. 1310; διέπτην, Luc D. Mer. 9, 4; – 1) durchfliegen, διὰ τῆς πόλεως Ar. Av. 1217; vom Blitze, Eur. Suppl. 860. – Von einem Gerüchte, sich verbreiten, Hdn. 2, 8, 12. – 2) hinschwinden, [[ταῦτα]] [[διέπτατο]] [[ταχύ]] Plat. Legg. III, 685 a; vgl. Phaed. 70 a.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> [[διέπτην]];<br /><b>1</b> voler à travers;<br /><b>2</b> s'envoler, <i>càd</i> se dissiper, s'évanouir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πέτομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπέτομαι''': μέλλ. -πτήσομαι, ἀόρ. -επτάμην καὶ -επτόμην, ἀόρ. ἐνεργ. -έπτην Λουκ. Ἑτ. Διαλ. 9. 4. Ἵπταμαι διὰ μέσου, διὰ δ᾿ [[ἔπτατο]] πικρὸς ὀϊστὸς Ἰλ. Ε. 99· ὁρᾷς τὸ [[δῖον]] οὖ [[βέλος]] [[διέπτατο]] Εὐρ. Ἱκέτ. 860· μετ᾿ αἰτ., Εὐρ. Μηδ. 1, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1086· δ. διὰ τῆς πόλεως ὁ αὐτ. Ὄρν. 1217. ΙΙ. [[ἀφίπταμαι]], πετῶ [[μακράν]], ἐξαφανίζομαι, Πλάτ. Φαίδωνι 70Α, 84Β, κτλ.· ἐπὶ χρόνου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 507. ΙΙΙ. ἐπὶ φήμης, πετῶ καθ᾿ ἁπάσας τὰς διευθύνσεις, ἐν τῷ τύπῳ διιπταμένη Ἡρῳδιαν. 2. 8.
|lstext='''διαπέτομαι''': μέλλ. -πτήσομαι, ἀόρ. -επτάμην καὶ -επτόμην, ἀόρ. ἐνεργ. -έπτην Λουκ. Ἑτ. Διαλ. 9. 4. Ἵπταμαι διὰ μέσου, διὰ δ᾿ [[ἔπτατο]] πικρὸς ὀϊστὸς Ἰλ. Ε. 99· ὁρᾷς τὸ [[δῖον]] οὖ [[βέλος]] [[διέπτατο]] Εὐρ. Ἱκέτ. 860· μετ᾿ αἰτ., Εὐρ. Μηδ. 1, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1086· δ. διὰ τῆς πόλεως ὁ αὐτ. Ὄρν. 1217. ΙΙ. [[ἀφίπταμαι]], πετῶ [[μακράν]], ἐξαφανίζομαι, Πλάτ. Φαίδωνι 70Α, 84Β, κτλ.· ἐπὶ χρόνου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 507. ΙΙΙ. ἐπὶ φήμης, πετῶ καθ᾿ ἁπάσας τὰς διευθύνσεις, ἐν τῷ τύπῳ διιπταμένη Ἡρῳδιαν. 2. 8.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> [[διέπτην]];<br /><b>1</b> voler à travers;<br /><b>2</b> s'envoler, <i>càd</i> se dissiper, s'évanouir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πέτομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth