3,271,286
edits
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0423.png Seite 423]] τό, Tiefe, Höhe; Ταρτάρου Aesch. Prom. 1031; αἰθέρος Eur. Med. 1297; u. A.; Breite, Ggstz [[μῆκος]] Pol. 6, 29; τριχῶν, Länge der Haare, Her. 5, 9; vgl. Theocr. 8, 29; ὑποκαθιεὶς ἄτομα πώγωνος βάθη Ephipp. Ath. XI. 509 d. – Vom Heere nach Achill. Tact. 7 τὸ μετὰ τὸ [[μέτωπον]] [[ἅπαν]], Suid. ὁ ἀπὸ λοχαγοῦ ἐπὶ οὐραγὸν [[στίχος]] κατὰ [[βάθος]] λέγεται. So oft bei Xen., τὸ [[βάθος]] τάττειν τάξιν εἰς [[δώδεκα]], zwölf Mann hoch stellen, Cyr. 2, 4, 4, dem [[μέτωπον]], der Fronte, entgegengesetzt; ἐπὶ πολλῶν ποιήσαντες τὸ [[βάθος]] Hell. 3, 4, 13, u. sonst; ἐπὶ [[βάθος]] Thuc. 5, 68; οἱ ἐν βάθει, die tief im Lande wohnen, Geogr. – Von der Zeit, αἰώνων Synes. – Übertr. von jeder Fülle, κακῶν Aesch. Pers. 457. 698; πλούτου Soph. Ai. 130; ἡγεμονίας Plut. Pomp. 53 Eur. Hel. 303; Geistesfülle, Plat. Theaet. 183 e u. Sp.; ἐν βάθει πόσιος, tief im Gelag, Theocr. 14, 29. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0423.png Seite 423]] τό, Tiefe, Höhe; Ταρτάρου Aesch. Prom. 1031; αἰθέρος Eur. Med. 1297; u. A.; Breite, Ggstz [[μῆκος]] Pol. 6, 29; τριχῶν, Länge der Haare, Her. 5, 9; vgl. Theocr. 8, 29; ὑποκαθιεὶς ἄτομα πώγωνος βάθη Ephipp. Ath. XI. 509 d. – Vom Heere nach Achill. Tact. 7 τὸ μετὰ τὸ [[μέτωπον]] [[ἅπαν]], Suid. ὁ ἀπὸ λοχαγοῦ ἐπὶ οὐραγὸν [[στίχος]] κατὰ [[βάθος]] λέγεται. So oft bei Xen., τὸ [[βάθος]] τάττειν τάξιν εἰς [[δώδεκα]], zwölf Mann hoch stellen, Cyr. 2, 4, 4, dem [[μέτωπον]], der Fronte, entgegengesetzt; ἐπὶ πολλῶν ποιήσαντες τὸ [[βάθος]] Hell. 3, 4, 13, u. sonst; ἐπὶ [[βάθος]] Thuc. 5, 68; οἱ ἐν βάθει, die tief im Lande wohnen, Geogr. – Von der Zeit, αἰώνων Synes. – Übertr. von jeder Fülle, κακῶν Aesch. Pers. 457. 698; πλούτου Soph. Ai. 130; ἡγεμονίας Plut. Pomp. 53 Eur. Hel. 303; Geistesfülle, Plat. Theaet. 183 e u. Sp.; ἐν βάθει πόσιος, tief im Gelag, Theocr. 14, 29. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> profondeur ; <i>particul.</i> profondeur d'une troupe rangée en bataille : ἐπὶ [[βάθος]] THC en profondeur, en colonne ; [[ἐκ]] βάθεος HDT en profondeur ; <i>fig.</i> κακῶν [[βάθος]] ESCHL abîme de maux ; πλούτου [[βάθος]] SOPH abondance (<i>litt.</i> profondeur) de richesses;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> en mesurant de bas en haut, hauteur : αἰθέρος [[βάθος]] EUR hauteur des airs;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> longueur : [[τριχῶν]] HDT longueur des poils (des chevaux).<br />'''Étymologie:''' R. Βαθ, être profond. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βάθος''': -εος, τό, (βαθὺς) [[βάθος]] ἢ [[ὕψος]] [[ὅπως]] ἤθελέ τις μετρήσει πρὸς τὰ [[κάτω]] ἢ πρὸς τὰ ἄνω, Λατ. altitudo, ταρτάρου βάθη Αἰσχύλ. Πρ. 1029· αἰθέρος [[βάθος]] Εὐρ. Μήδ. 1297, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1715· βάθους μετέχειν, δηλ. νὰ εἶναί τι [[σῶμα]] στερεόν, ἔχον [[βάθος]] ὡς καὶ [[μῆκος]] καὶ [[πλάτος]], Πλάτ. Πολ. 528Β, πρβλ. Ι): ― μετὰ προθ., ἐκ βάθεος, κατὰ τὸ [[βάθος]], Ἡρόδ. 1. 186· εἰς [[βάθος]] Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9. 18, κλ.· ἐν βάθει ὁ αὐτ. π. Αἰσθ. 3. 14, κτλ.· κατὰ βάθους ὁ αὐτ. Μετεωρ. 1. 3, 5: ― ἰδίως ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας = τὸ [[βάθος]] γραμμῆς τινος στρατοῦ, ἀντιθ. πρὸς τὸ [[μέτωπον]], Σουΐδ. «ὁ ἀπὸ λοχαγοῦ ἐπὶ οὐραγὸν [[στίχος]]», Ξενοφ. Ἑλλ. 3. 4. 13, κλ.· ἐπὶ [[βάθος]], κατὰ [[βάθος]] στήλης ἢ φάλαγγος, Θουκ. 5. 68· [[οὕτως]] ἐς β. ἐκτάσσειν Ἀρρ. Ἀν. 1. 2· β. τριχῶν, ἐπὶ μακρᾶς καὶ πυκνῆς [[κόμης]], Ἡρόδ. 5. 9· ἄτομα πώγωνος βάθη Ἔφιππ. Ναυαγ. 1. 7: ― παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ Κ. Δ. τὸ [[βάθος]], τὸ βαθὺ [[ὕδωρ]], κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ παρὰ τὴν ακτὴν ῥηχά· ― πληθ. τὰ βάθη Πλάτ. Τιμ. 44D, κτλ.· ἐν βάθεσιν ὁ αὐτ. Πολιτ. 299Ε· ἐν τοῖς βάθεσιν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 15, 3· πρβλ. [[βαθύς]]. 2) μεταφ., κακῶν ὁρῶν [[βάθος]] Αἰσχ. Πέρσ. 465· ἢ μακροῦ πλούτου βάθει (πρβλ. [[βαθύπλουτος]]) Σοφ. Αἴ. 130· [[βάθος]] διανοίας, β. τι ἔχειν γενναῖον, περὶ τοῦ Παρμενίδου, Πλάτ. Θεαιτ. 183Ε· ἐν βάθει πόσιος, βεβυθισμένος εἰς τὴν πόσιν, Θεόκρ. 14. 29. | |lstext='''βάθος''': -εος, τό, (βαθὺς) [[βάθος]] ἢ [[ὕψος]] [[ὅπως]] ἤθελέ τις μετρήσει πρὸς τὰ [[κάτω]] ἢ πρὸς τὰ ἄνω, Λατ. altitudo, ταρτάρου βάθη Αἰσχύλ. Πρ. 1029· αἰθέρος [[βάθος]] Εὐρ. Μήδ. 1297, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1715· βάθους μετέχειν, δηλ. νὰ εἶναί τι [[σῶμα]] στερεόν, ἔχον [[βάθος]] ὡς καὶ [[μῆκος]] καὶ [[πλάτος]], Πλάτ. Πολ. 528Β, πρβλ. Ι): ― μετὰ προθ., ἐκ βάθεος, κατὰ τὸ [[βάθος]], Ἡρόδ. 1. 186· εἰς [[βάθος]] Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9. 18, κλ.· ἐν βάθει ὁ αὐτ. π. Αἰσθ. 3. 14, κτλ.· κατὰ βάθους ὁ αὐτ. Μετεωρ. 1. 3, 5: ― ἰδίως ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας = τὸ [[βάθος]] γραμμῆς τινος στρατοῦ, ἀντιθ. πρὸς τὸ [[μέτωπον]], Σουΐδ. «ὁ ἀπὸ λοχαγοῦ ἐπὶ οὐραγὸν [[στίχος]]», Ξενοφ. Ἑλλ. 3. 4. 13, κλ.· ἐπὶ [[βάθος]], κατὰ [[βάθος]] στήλης ἢ φάλαγγος, Θουκ. 5. 68· [[οὕτως]] ἐς β. ἐκτάσσειν Ἀρρ. Ἀν. 1. 2· β. τριχῶν, ἐπὶ μακρᾶς καὶ πυκνῆς [[κόμης]], Ἡρόδ. 5. 9· ἄτομα πώγωνος βάθη Ἔφιππ. Ναυαγ. 1. 7: ― παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ Κ. Δ. τὸ [[βάθος]], τὸ βαθὺ [[ὕδωρ]], κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ παρὰ τὴν ακτὴν ῥηχά· ― πληθ. τὰ βάθη Πλάτ. Τιμ. 44D, κτλ.· ἐν βάθεσιν ὁ αὐτ. Πολιτ. 299Ε· ἐν τοῖς βάθεσιν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 15, 3· πρβλ. [[βαθύς]]. 2) μεταφ., κακῶν ὁρῶν [[βάθος]] Αἰσχ. Πέρσ. 465· ἢ μακροῦ πλούτου βάθει (πρβλ. [[βαθύπλουτος]]) Σοφ. Αἴ. 130· [[βάθος]] διανοίας, β. τι ἔχειν γενναῖον, περὶ τοῦ Παρμενίδου, Πλάτ. Θεαιτ. 183Ε· ἐν βάθει πόσιος, βεβυθισμένος εἰς τὴν πόσιν, Θεόκρ. 14. 29. | ||
}} | }} | ||
{{Abbott | {{Abbott |