Anonymous

βάθος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> profondeur ; <i>particul.</i> profondeur d'une troupe rangée en bataille : ἐπὶ [[βάθος]] THC en profondeur, en colonne ; [[ἐκ]] βάθεος HDT en profondeur ; <i>fig.</i> κακῶν [[βάθος]] ESCHL abîme de maux ; πλούτου [[βάθος]] SOPH abondance (<i>litt.</i> profondeur) de richesses;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> en mesurant de bas en haut, hauteur : αἰθέρος [[βάθος]] EUR hauteur des airs;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> longueur : [[τριχῶν]] HDT longueur des poils (des chevaux).<br />'''Étymologie:''' R. Βαθ, être profond.
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> profondeur ; <i>particul.</i> profondeur d'une troupe rangée en bataille : ἐπὶ [[βάθος]] THC en profondeur, en colonne ; [[ἐκ]] βάθεος HDT en profondeur ; <i>fig.</i> κακῶν [[βάθος]] ESCHL abîme de maux ; πλούτου [[βάθος]] SOPH abondance (<i>litt.</i> profondeur) de richesses;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> en mesurant de bas en haut, hauteur : αἰθέρος [[βάθος]] EUR hauteur des airs;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> longueur : [[τριχῶν]] HDT longueur des poils (des chevaux).<br />'''Étymologie:''' R. Βαθ, être profond.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βάθος''': -εος, τό, (βαθὺς) [[βάθος]] [[ὕψος]] [[ὅπως]] ἤθελέ τις μετρήσει πρὸς τὰ [[κάτω]] ἢ πρὸς τὰ ἄνω, Λατ. altitudo, ταρτάρου βάθη Αἰσχύλ. Πρ. 1029· αἰθέρος [[βάθος]] Εὐρ. Μήδ. 1297, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1715· βάθους μετέχειν, δηλ. νὰ εἶναί τι [[σῶμα]] στερεόν, ἔχον [[βάθος]] ὡς καὶ [[μῆκος]] καὶ [[πλάτος]], Πλάτ. Πολ. 528Β, πρβλ. Ι): ― μετὰ προθ., ἐκ βάθεος, κατὰ τὸ [[βάθος]], Ἡρόδ. 1. 186· εἰς [[βάθος]] Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9. 18, κλ.· ἐν βάθει ὁ αὐτ. π. Αἰσθ. 3. 14, κτλ.· κατὰ βάθους ὁ αὐτ. Μετεωρ. 1. 3, 5: ― ἰδίως ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας = τὸ [[βάθος]] γραμμῆς τινος στρατοῦ, ἀντιθ. πρὸς τὸ [[μέτωπον]], Σουΐδ. «ὁ ἀπὸ λοχαγοῦ ἐπὶ οὐραγὸν [[στίχος]]», Ξενοφ. Ἑλλ. 3. 4. 13, κλ.· ἐπὶ [[βάθος]], κατὰ [[βάθος]] στήλης ἢ φάλαγγος, Θουκ. 5. 68· [[οὕτως]] ἐς β. ἐκτάσσειν Ἀρρ. Ἀν. 1. 2· β. τριχῶν, ἐπὶ μακρᾶς καὶ πυκνῆς [[κόμης]], Ἡρόδ. 5. 9· ἄτομα πώγωνος βάθη Ἔφιππ. Ναυαγ. 1. 7: ― παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ Κ. Δ. τὸ [[βάθος]], τὸ βαθὺ [[ὕδωρ]], κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ παρὰ τὴν ακτὴν ῥηχά· ― πληθ. τὰ βάθη Πλάτ. Τιμ. 44D, κτλ.· ἐν βάθεσιν ὁ αὐτ. Πολιτ. 299Ε· ἐν τοῖς βάθεσιν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 15, 3· πρβλ. [[βαθύς]]. 2) μεταφ., κακῶν ὁρῶν [[βάθος]] Αἰσχ. Πέρσ. 465· ἢ μακροῦ πλούτου βάθει (πρβλ. [[βαθύπλουτος]]) Σοφ. Αἴ. 130· [[βάθος]] διανοίας, β. τι ἔχειν γενναῖον, περὶ τοῦ Παρμενίδου, Πλάτ. Θεαιτ. 183Ε· ἐν βάθει πόσιος, βεβυθισμένος εἰς τὴν πόσιν, Θεόκρ. 14. 29.
|elnltext=[[βάθος]] -ους, zonder contr. -εος, τό [[βαθύς]] diepte<br /><b class="num">1.</b> van een diepgelegen plaats diepte:; Ταρτάρου βάθη de dieptes van de Tartarus Aeschl. PV 1029; [[ταῦτα]] … ἐκ βάθεος περιεβάλετο dit waren de verdedigingswerken waarmee ze de stad vanuit de diepte (d.w.z. door te graven) omgaf Hdt. 1.186.1; van water; ἐπανάγαγε [[εἰς]] τὸ [[βάθος]] vaar naar het diepe gedeelte NT Luc. 5.14; van de lucht; πτηνὸν [[ἆραι]] σῶμ’ ἐς αἰθέρος [[βάθος]] het lichaam met vleugels verheffen tot in de diepte van de ether Eur. Med. 1297; van de haren van een dikke vacht; Hdt. 5.9.2; geom., als de derde dimensie; Plat. Resp. 528b; milit., van opgestelde troepen. [[ἐπί]] [[βάθος]] ἐτάξαντο μὲν οὐ πάντες [[ὁμοίως]] in de diepte waren ze niet allemaal op dezelfde manier opgesteld Thuc. 5.68.3.<br /><b class="num">2.</b> overdr. om grote omvang, hoeveelheid uit te drukken diepte, overvloed:; κακῶν [[ὁρῶν]] [[βάθος]] toen hij de diepe ellende zag Aeschl. Pers. 465; μακροῦ πλούτου β. overvloed aan grote rijkdom Soph. Ai. 130; ἡ κατὰ βάθους [[πτωχεία]] diepe armoede NT 2 Cor. 8.2; [[πόσιος]] … [[τέσσαρες]] ἐν βάθει [[ἦμες]] we zaten met z’n vieren diep in de drank Theocr. Id. 14.29; τοσοῦτον [[βάθος]] ἡγεμονίας zo’n grote overvloed aan macht Plut. Pomp. 53.10; van diepzinnigheid van geest. τὰ βάθη [[τοῦ]] θεοῦ de diepten van God NT 1 Cor. 2.10.
}}
{{elru
|elrutext='''βάθος:''' εος (ᾰ) τό<br /><b class="num">1)</b> [[глубина]]: ἐκ βάθεος Her., ἐπὶ β. Thuc., ἐν βάθει, εἰς β., τὸ β. и κατὰ βάθους Arst. в глубину, глубиною; τὴν τάξιν εἰς [[δώδεκα]] τάττειν β. Xen. построить (войско) в 12 рядов в глубину; [[πόσιος]] ἐν βάθει Theocr. в разгар попойки;<br /><b class="num">2)</b> [[бездна]], [[пропасть]] (Ταρτάρου, перен. κακῶν Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> [[глубина]], [[высота]] (αἰθέρος Eur., Arph.);<br /><b class="num">4)</b> [[длина]] ([[τριχῶν]] Her.);<br /><b class="num">5)</b> [[обилие]] (πλούτου Soph.): ἡ κατὰ βάθους [[πτωχεία]] NT крайняя нищета;<br /><b class="num">6)</b> [[глубокомыслие]], [[серьезность]] (εὐσταθὴς καὶ β. ἔχων [[ἀνήρ]] Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βαθύς]]<br /><b class="num">1.</b> [[depth]] or [[height]], acc. as [[measured]] up or [[down]], Lat. [[altitudo]], Ταρτάρου βάθη Aesch.; αἰθέρος [[βάθος]] Eur.: in [[military]] [[sense]], the [[depth]] of a [[line]] of [[battle]], Thuc., Xen.:— β. [[τριχῶν]] [[depth]], i. e. [[thickness]] or [[length]], of [[hair]], Hdt.:—in NTest., τὸ [[βάθος]] the [[deep]] [[water]].<br /><b class="num">2.</b> metaph., κακῶν [[βάθος]] Aesch.; πλούτου [[βάθος]] Soph.
}}
}}
{{Abbott
{{Abbott
Line 34: Line 40:
|lsmtext='''βάθος:''' [ᾰ],-εος, τό ([[βαθύς]]),<br /><b class="num">1.</b> αιτ., σύμφωνα με το πώς θέλει [[κανείς]] να μετρήσει [[βάθος]] ή ύψος· Λατ. [[altitudo]]· <i>Ταρτάρου [[βάθη]]</i> σε Αισχύλ.· αἰθέρος [[βάθος]] σε Ευρ.· με στρατιωτική [[σημασία]], το [[βάθος]] μιας γραμμής στρατού, σε Θουκ., Ξεν.· [[βάθος]] [[τριχῶν]], η [[φράση]] δηλώνει το [[βάθος]], δηλ. την [[πυκνότητα]] ή το [[μάκρος]] των μαλλιών, σε Ηρόδ.· σε Καινή Διαθήκη, τὸ [[βάθος]], το βαθύ [[νερό]], αντίθ. προς τα ρηχά νερά κοντά στην [[ακτή]]<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., κακῶν [[ὁρῶν]] [[βάθος]], σε Αισχύλ.· πλούτου [[βάθος]], σε Σοφ.
|lsmtext='''βάθος:''' [ᾰ],-εος, τό ([[βαθύς]]),<br /><b class="num">1.</b> αιτ., σύμφωνα με το πώς θέλει [[κανείς]] να μετρήσει [[βάθος]] ή ύψος· Λατ. [[altitudo]]· <i>Ταρτάρου [[βάθη]]</i> σε Αισχύλ.· αἰθέρος [[βάθος]] σε Ευρ.· με στρατιωτική [[σημασία]], το [[βάθος]] μιας γραμμής στρατού, σε Θουκ., Ξεν.· [[βάθος]] [[τριχῶν]], η [[φράση]] δηλώνει το [[βάθος]], δηλ. την [[πυκνότητα]] ή το [[μάκρος]] των μαλλιών, σε Ηρόδ.· σε Καινή Διαθήκη, τὸ [[βάθος]], το βαθύ [[νερό]], αντίθ. προς τα ρηχά νερά κοντά στην [[ακτή]]<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., κακῶν [[ὁρῶν]] [[βάθος]], σε Αισχύλ.· πλούτου [[βάθος]], σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βάθος:''' εος () τό<br /><b class="num">1)</b> [[глубина]]: ἐκ βάθεος Her., ἐπὶ β. Thuc., ἐν βάθει, εἰς β., τὸ β. и κατὰ βάθους Arst. в глубину, глубиною; τὴν τάξιν εἰς [[δώδεκα]] τάττειν β. Xen. построить (войско) в 12 рядов в глубину; [[πόσιος]] ἐν βάθει Theocr. в разгар попойки;<br /><b class="num">2)</b> [[бездна]], [[пропасть]] (Ταρτάρου, перен. κακῶν Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> [[глубина]], [[высота]] (αἰθέρος Eur., Arph.);<br /><b class="num">4)</b> [[длина]] ([[τριχῶν]] Her.);<br /><b class="num">5)</b> [[обилие]] (πλούτου Soph.): ἡ κατὰ βάθους [[πτωχεία]] NT крайняя нищета;<br /><b class="num">6)</b> [[глубокомыслие]], [[серьезность]] (εὐσταθὴς καὶ β. ἔχων [[ἀνήρ]] Plut.).
|lstext='''βάθος''': -εος, τό, (βαθὺς) [[βάθος]] [[ὕψος]] [[ὅπως]] ἤθελέ τις μετρήσει πρὸς τὰ [[κάτω]] ἢ πρὸς τὰ ἄνω, Λατ. altitudo, ταρτάρου βάθη Αἰσχύλ. Πρ. 1029· αἰθέρος [[βάθος]] Εὐρ. Μήδ. 1297, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1715· βάθους μετέχειν, δηλ. νὰ εἶναί τι [[σῶμα]] στερεόν, ἔχον [[βάθος]] ὡς καὶ [[μῆκος]] καὶ [[πλάτος]], Πλάτ. Πολ. 528Β, πρβλ. Ι): ― μετὰ προθ., ἐκ βάθεος, κατὰ τὸ [[βάθος]], Ἡρόδ. 1. 186· εἰς [[βάθος]] Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9. 18, κλ.· ἐν βάθει ὁ αὐτ. π. Αἰσθ. 3. 14, κτλ.· κατὰ βάθους ὁ αὐτ. Μετεωρ. 1. 3, 5: ― ἰδίως ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας = τὸ [[βάθος]] γραμμῆς τινος στρατοῦ, ἀντιθ. πρὸς τὸ [[μέτωπον]], Σουΐδ. «ὁ ἀπὸ λοχαγοῦ ἐπὶ οὐραγὸν [[στίχος]]», Ξενοφ. Ἑλλ. 3. 4. 13, κλ.· ἐπὶ [[βάθος]], κατὰ [[βάθος]] στήλης ἢ φάλαγγος, Θουκ. 5. 68· [[οὕτως]] ἐς β. ἐκτάσσειν Ἀρρ. Ἀν. 1. 2· β. τριχῶν, ἐπὶ μακρᾶς καὶ πυκνῆς [[κόμης]], Ἡρόδ. 5. 9· ἄτομα πώγωνος βάθη Ἔφιππ. Ναυαγ. 1. 7: ― παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ Κ. Δ. τὸ [[βάθος]], τὸ βαθὺ [[ὕδωρ]], κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ παρὰ τὴν ακτὴν ῥηχά· ― πληθ. τὰ βάθη Πλάτ. Τιμ. 44D, κτλ.· ἐν βάθεσιν ὁ αὐτ. Πολιτ. 299Ε· ἐν τοῖς βάθεσιν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 15, 3· πρβλ. [[βαθύς]]. 2) μεταφ., κακῶν ὁρῶν [[βάθος]] Αἰσχ. Πέρσ. 465· ἢ μακροῦ πλούτου βάθει (πρβλ. [[βαθύπλουτος]]) Σοφ. Αἴ. 130· [[βάθος]] διανοίας, β. τι ἔχειν γενναῖον, περὶ τοῦ Παρμενίδου, Πλάτ. Θεαιτ. 183Ε· ἐν βάθει πόσιος, βεβυθισμένος εἰς τὴν πόσιν, Θεόκρ. 14. 29.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βαθύς]]<br /><b class="num">1.</b> [[depth]] or [[height]], acc. as [[measured]] up or [[down]], Lat. [[altitudo]], Ταρτάρου βάθη Aesch.; αἰθέρος [[βάθος]] Eur.: in [[military]] [[sense]], the [[depth]] of a [[line]] of [[battle]], Thuc., Xen.:— β. [[τριχῶν]] [[depth]], i. e. [[thickness]] or [[length]], of [[hair]], Hdt.:—in NTest., τὸ [[βάθος]] the [[deep]] [[water]].<br /><b class="num">2.</b> metaph., κακῶν [[βάθος]] Aesch.; πλούτου [[βάθος]] Soph.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βάθος]] -ους, zonder contr. -εος, τό [[βαθύς]] diepte<br /><b class="num">1.</b> van een diepgelegen plaats diepte:; Ταρτάρου βάθη de dieptes van de Tartarus Aeschl. PV 1029; [[ταῦτα]] … ἐκ βάθεος περιεβάλετο dit waren de verdedigingswerken waarmee ze de stad vanuit de diepte (d.w.z. door te graven) omgaf Hdt. 1.186.1; van water; ἐπανάγαγε [[εἰς]] τὸ [[βάθος]] vaar naar het diepe gedeelte NT Luc. 5.14; van de lucht; πτηνὸν [[ἆραι]] σῶμ’ ἐς αἰθέρος [[βάθος]] het lichaam met vleugels verheffen tot in de diepte van de ether Eur. Med. 1297; van de haren van een dikke vacht; Hdt. 5.9.2; geom., als de derde dimensie; Plat. Resp. 528b; milit., van opgestelde troepen. [[ἐπί]] … [[βάθος]] ἐτάξαντο μὲν οὐ πάντες [[ὁμοίως]] in de diepte waren ze niet allemaal op dezelfde manier opgesteld Thuc. 5.68.3.<br /><b class="num">2.</b> overdr. om grote omvang, hoeveelheid uit te drukken diepte, overvloed:; κακῶν [[ὁρῶν]] [[βάθος]] toen hij de diepe ellende zag Aeschl. Pers. 465; μακροῦ πλούτου β. overvloed aan grote rijkdom Soph. Ai. 130; ἡ κατὰ βάθους [[πτωχεία]] diepe armoede NT 2 Cor. 8.2; [[πόσιος]] … [[τέσσαρες]] ἐν βάθει [[ἦμες]] we zaten met z’n vieren diep in de drank Theocr. Id. 14.29; τοσοῦτον [[βάθος]] ἡγεμονίας zo’n grote overvloed aan macht Plut. Pomp. 53.10; van diepzinnigheid van geest. τὰ βάθη [[τοῦ]] θεοῦ de diepten van God NT 1 Cor. 2.10.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese