Anonymous

εἰσαγωγεύς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0740.png Seite 740]] ὁ, der Einführer, Arist. rhet. 1, 7; bes. einer Klage; vom Archon, Plat. Legg. VI, 765 a; B. A. 246 εἰσαγωγεῖς [[ἦσαν]] δικαστηρίου οἱ ἄρχοντες, οἳ εἰσῆγον αὐτοῖς τὰς δίκας; vgl. Dem. 37, 34 u. Poll. 8, 93.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0740.png Seite 740]] ὁ, der Einführer, Arist. rhet. 1, 7; bes. einer Klage; vom Archon, Plat. Legg. VI, 765 a; B. A. 246 εἰσαγωγεῖς [[ἦσαν]] δικαστηρίου οἱ ἄρχοντες, οἳ εἰσῆγον αὐτοῖς τὰς δίκας; vgl. Dem. 37, 34 u. Poll. 8, 93.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br /><b>1</b> introducteur;<br /><b>2</b> <i>t. de droit</i> magistrat qui reçoit une plainte ressortissant à sa juridiction et qui l'introduit devant un tribunal.<br />'''Étymologie:''' [[εἰσάγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσᾰγωγεύς''': έως, ὁ, ὁ εἰσάγων, Πλάτ. Νόμ. 765Α. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, εἰσαγωγεῖς ἐκαλοῦντο κατώτεροί τινες ἄρχοντες ἀκούοντες παράπονα ὑπαγόμενα εἰς τὴν δικαιοδοσίαν των καὶ εἰσάγοντες τὰς ὑποθέσεις εἰς τὸ [[δικαστήριον]], Δημ. 976. 15 κἑξ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 414. [[Κατὰ]] Πολυδ. (Η΄, 93) «εἰσαγωγεῖς ἀρχῆς κληρωτῆς [[ὄνομα]]· οὗτοι δὲ τὰς δίκας εἰσῆγον πρὸς τοὺς δικαστάς», ― κατὰ δὲ τὰ Α. Β. (σ. 246, 14) «εἰσαγωγεῖς ἦσαν ἑκάστου δικαστηρίου οἱ ἄρχοντες, οἳ εἰσῆγον αὐτοῖς τὰς δίκας».
|lstext='''εἰσᾰγωγεύς''': έως, ὁ, ὁ εἰσάγων, Πλάτ. Νόμ. 765Α. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, εἰσαγωγεῖς ἐκαλοῦντο κατώτεροί τινες ἄρχοντες ἀκούοντες παράπονα ὑπαγόμενα εἰς τὴν δικαιοδοσίαν των καὶ εἰσάγοντες τὰς ὑποθέσεις εἰς τὸ [[δικαστήριον]], Δημ. 976. 15 κἑξ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 414. [[Κατὰ]] Πολυδ. (Η΄, 93) «εἰσαγωγεῖς ἀρχῆς κληρωτῆς [[ὄνομα]]· οὗτοι δὲ τὰς δίκας εἰσῆγον πρὸς τοὺς δικαστάς», ― κατὰ δὲ τὰ Α. Β. (σ. 246, 14) «εἰσαγωγεῖς ἦσαν ἑκάστου δικαστηρίου οἱ ἄρχοντες, οἳ εἰσῆγον αὐτοῖς τὰς δίκας».
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br /><b>1</b> introducteur;<br /><b>2</b> <i>t. de droit</i> magistrat qui reçoit une plainte ressortissant à sa juridiction et qui l'introduit devant un tribunal.<br />'''Étymologie:''' [[εἰσάγω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm