εἰσαγωγεύς
English (LSJ)
-έως, ὁ,
A introducer, Schwyzer784a7 (Tenos); δικαιοσύνης Arr.Epict.3.26.32; director of choruses, Pl.Lg.765a, cf.IG3.1193, BCH27.297 (Larymna).
II at Athens and elsewhere, magistrate who brought cases into court, IG12.63.7, Arist.Ath.52.2, D.37.33, SIG 364.5 (Ephesus), IG12(7).3 (Amorgos), PHal.1.40, PTeb.29.1 (ii B.C.), etc.
III in plural, at Samos, importers of corn on account of the state, Ath.Mitt.37.216 (ii/i B.C.).
IV conduit, Horap.1.21.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
1 isagogo, introductor solemne de los concursantes en certámenes agon., gener. un niño o efebo, Pl.Lg.765a, más frec. en ép. imper. τοῦ ἐπὶ θεῷ Αὐγούστῳ ἀ[γο] μένου ἀγῶνος TAM 5.982.15 (Tiatira II d.C.), τῶν μεγάλων πενταετηρικῶν Και[σα] ρήων ἀγώνων IGR 3.319 (Apolonia de Pisidia, imper.), τῶν μεγάλων ἐπινεικίων IEphesos 3071.19 (III d.C.), en número de diez IG 22.2237.74 (III d.C.), cf. SEG 16.258 (Argos II d.C.), IG 5(1).168.2 (II d.C.)
•fig. introductor εἰ. δικαιοσύνης de Heracles, Arr.Epict.3.26.32, de Jesucristo, Gr.Naz.M.36.132C
•tb. en sent. fig. conducente, que lleva o guía hacia c. giro prep. τὰ δύο οὐκ εἶναι ἀριθμὸν τέλειον, ἀλλ' ... εἰσαγωγέα πρὸς τὸν ... τὰ τρία ἐπάγοντα Pamph.Mon.Solut.6.220.
2 instructor, introductor magistrado subalterno que instruye las causas ante los tribunales κληροῦσι ... εἰσαγωγέας ε' ἄνδρας οἱ τὰς ἐμμήνους εἰσάγουσι δίκας Arist.Ath.52.2, cf. IG 13.71.7 (V a.C.), D.37.33, ἐν [τ] αῖς ἡμέραις τῶν Ἀσκληπιείων ... μὴ κριν[έτωσαν] ... μηδὲ οἱ εἰσαγωγεῖς συ[λλεγ] έτωσαν [δικ] α[σ] τήριον ILampsakos 9.27 (II a.C.), οἱ εἰσαγωγεῖς τῶν δικῶν SEG 29.1030bis.40 (Clazómenas II a.C.), cf. IEphesos 4.5 (III a.C.), en Egipto τοῖς ... χρηματισταῖς ἐνέβαλον ἔντευξιν εἰς τὸ προτεθὲν ὑπ' αὐτῶν ἀγγεῖον ... ὧν ἦν εἰ. Διονύσιος PTor.Choachiti 12.2.6 (II a.C.), cf. PRev.Laws 15.5, PHal.1.40 (ambos III a.C.), OGI 106.13 (II a.C.), PTeb.29.1, PFay.11.26 (ambos II a.C.).
3 en plu., dud. importadores n. de un colegio o comisión con funciones financieras o quizá judiciales Ath.Mitt.37.1912.216.3 (Samos II/I a.C.).
4 conducto εἰσαγωγεῖς τῶν ἱερῶν κρηνῶν (τοῦ Νείλου) Horap.1.21.
German (Pape)
[Seite 740] ὁ, der Einführer, Arist. rhet. 1, 7; bes. einer Klage; vom Archon, Plat. Legg. VI, 765 a; B. A. 246 εἰσαγωγεῖς ἦσαν δικαστηρίου οἱ ἄρχοντες, οἳ εἰσῆγον αὐτοῖς τὰς δίκας; vgl. Dem. 37, 34 u. Poll. 8, 93.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
1 introducteur;
2 t. de droit magistrat qui reçoit une plainte ressortissant à sa juridiction et qui l'introduit devant un tribunal.
Étymologie: εἰσάγω.
Russian (Dvoretsky)
εἰσᾰγωγεύς: έως ὁ
1 (в состязаниях), выводящий на сцену, руководитель участников состязания, Plat.;
2 судебный докладчик (в Афинах, принимавший исковые заявления и докладывавший их суду) Arst., Dem.
Greek Monolingual
εισαγωγέας και εισαγωγεύς, ο (Α εἰσαγωγεύς)
νεοελλ.
έμπορος που φέρνει εμπορεύματα από το εξωτερικό
αρχ.
1. ο εισηγητής δικαστικών υποθέσεων στην Ηλιαία και άλλα δικαστήρια
2. ο επιμελητής τών ασκήσεων τών χορών τών νέων
3. στον πληθ. στη Σάμο οι υπεύθυνοι για την εισαγωγή σιταριού για λογαριασμό της πολιτείας
4. σωλήνας, υδραγωγείο.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσᾰγωγεύς: έως, ὁ, ὁ εἰσάγων, Πλάτ. Νόμ. 765Α. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, εἰσαγωγεῖς ἐκαλοῦντο κατώτεροί τινες ἄρχοντες ἀκούοντες παράπονα ὑπαγόμενα εἰς τὴν δικαιοδοσίαν των καὶ εἰσάγοντες τὰς ὑποθέσεις εἰς τὸ δικαστήριον, Δημ. 976. 15 κἑξ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 414. Κατὰ Πολυδ. (Η΄, 93) «εἰσαγωγεῖς ἀρχῆς κληρωτῆς ὄνομα· οὗτοι δὲ τὰς δίκας εἰσῆγον πρὸς τοὺς δικαστάς», ― κατὰ δὲ τὰ Α. Β. (σ. 246, 14) «εἰσαγωγεῖς ἦσαν ἑκάστου δικαστηρίου οἱ ἄρχοντες, οἳ εἰσῆγον αὐτοῖς τὰς δίκας».
Greek Monotonic
εἰσᾰγωγεύς: -έως, ὁ, αυτός που φέρνει, εισάγει υποθέσεις στο δικαστήριο, σε Δημ.
Middle Liddell
εἰσᾰγωγεύς, έως, [from εἰσᾰ́γω]
one who brings cases into court, Dem.
Translations
importer
Albanian: importues; Arabic: مُسْتَوْرِد, مُسْتَوْرِدَة; Armenian: ներմուծող; Azerbaijani: idxalçı; Belarusian: імпарцёр; Bulgarian: вносител; Chinese Cantonese: 進口商/进口商; Mandarin: 進口商/进口商; Czech: dovozce, importér; Danish: importør; Dutch: importeur; Estonian: importija; Finnish: maahantuoja; French: importateur, importatrice; Georgian: იმპორტიორი; German: Importeur; Greek: εισαγωγέας; Ancient Greek: εἰσαγωγεύς, εἰσάγων, εἰσαγαγών; Hindi: आयातक, आयातकर्ता, इम्पॉर्टर; Hungarian: importőr; Icelandic: innflytjandi; Irish: allmhaireoir, iompórtálaí; Italian: importatore, importatrice; Japanese: 輸入業者; Kazakh: импорттаушы; Khmer: អាហារិន, ឈ្មួញនាំចូល; Korean: 수입업자(輸入業者), 수입사(輸入社); Kyrgyz: импортёр; Lao: ຜູ້ນໍາເຂົ້າ; Latvian: importētājs; Lithuanian: importuotojas; Macedonian: увозник; Manx: kionneyder stiagh; Mongolian Cyrillic: импортлогч; Norwegian Bokmål: importør; Nynorsk: importør; Persian: وارِدکُنَندِه; Polish: importer; Portuguese: importador, importadora; Romanian: importator; Russian: импортёр; Serbo-Croatian Cyrillic: увознӣк; Roman: úvoznīk; Slovak: dovozca, importér; Slovene: uvoznik; Spanish: importador; Swedish: importör; Tagalog: tagaangkat; Tajik: импортёр, воридкунанда; Tatar: импортчы; Thai: ผู้นำเข้า; Turkish: ithalatçı; Turkmen: importçy; Ukrainian: імпортер; Urdu: اِمْپوْرٹَر; Uyghur: ئىمپورتچى, ئىمپورتېر; Uzbek: importyor, importchi; Vietnamese: người nhập khẩu, cơ quan nhập khẩu, nước nhập khẩu