3,277,206
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0623.png Seite 623]] <b class="b2">ungewiß sein, unschlüssig sein, zweifeln</b>; verwandt [[δίζημαι]], Wurzel Ζε-? verwandt δύο, δίς, Wurzel ΔFι-? Vgl. Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 2, 196. Homer einmal, Iliad. 16, 713 δίζε γὰρ ἠὲ μάχοιτο κατὰ κλόνον [[αὖτις]] ἐλάσσας, ἦ λαοὺς ἐς [[τεῖχος]] ὁμοκλήσειεν [[ἀλῆναι]]. Oracul. bei Herodot. 1, 65 [[δίζω]] ἤ σε θεὸν μαντεύσομαι ἢ ἄνθρωπον. VLL. ζητῶ; ἐδ ίζη σα· ἐζήτησα Hesych. – Med. δίζομαι, = [[δίζημαι]], Ep. ad. 305 (Plan. 146); Coluth. 80; δίζεαι Theocr. 25, 37; δίζεσθαι Hes. O. 601 Democrit. Stob. flor. 1, 40 Ap. Rh. 1, 1303. 4, 508, für δίζησθαι; auch bei Her. oft [[varia lectio|v.l.]]; διζόμενος Qu. Sm. 10, 447. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0623.png Seite 623]] <b class="b2">ungewiß sein, unschlüssig sein, zweifeln</b>; verwandt [[δίζημαι]], Wurzel Ζε-? verwandt δύο, δίς, Wurzel ΔFι-? Vgl. Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 2, 196. Homer einmal, Iliad. 16, 713 δίζε γὰρ ἠὲ μάχοιτο κατὰ κλόνον [[αὖτις]] ἐλάσσας, ἦ λαοὺς ἐς [[τεῖχος]] ὁμοκλήσειεν [[ἀλῆναι]]. Oracul. bei Herodot. 1, 65 [[δίζω]] ἤ σε θεὸν μαντεύσομαι ἢ ἄνθρωπον. VLL. ζητῶ; ἐδ ίζη σα· ἐζήτησα Hesych. – Med. δίζομαι, = [[δίζημαι]], Ep. ad. 305 (Plan. 146); Coluth. 80; δίζεαι Theocr. 25, 37; δίζεσθαι Hes. O. 601 Democrit. Stob. flor. 1, 40 Ap. Rh. 1, 1303. 4, 508, für δίζησθαι; auch bei Her. oft [[varia lectio|v.l.]]; διζόμενος Qu. Sm. 10, 447. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><i>poét.</i><br />être en doute, hésiter;<br /><i><b>Moy.</b></i> δίζομαι <i>seul. prés. et impf.</i> chercher.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίζω''': Ἐπ. παρατ. δίζον Ἰλ.· - διατελῶ ἐν ἀμφιβολίᾳ, [[ἀμφιβάλλω]], δίζε γὰρ ἠὲ μάχοιτο…, ἦ λαοὺς… ὁμοκλήσειεν Ἰλ. ΙΙ. 713· [[δίζω]] ἤ σε θεὸν μαντεύσομαι Χρησμ. παρ' Ἡροδ. 1. 65· - τὸ μέσ. δίζομαι συχν. εὕρηται ἀντὶ τοῦ [[δίζημαι]], ὡς ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 601, ἐν παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Ἡροδότου, κτλ.· ἀλλὰ τὰ χωρία [[ταῦτα]] διωρθώθησαν κατὰ τὸ πλεῖστον ἐκ χφων, καὶ ὁ Δινδ. ἐπιτρέπει μόνον τὸ δίζομαι [[χάριν]] τοῦ μέτρου παρὰ μεταγ. ποιηταῖς, ὡς Θεόκρ. 25. 37, Βίων 11. 2, Κόϊντ. Σμ. 10. 447, Ἀνθ. Πλαν. 4 146, Κόλουθ. 80, Συλλ. Ἐπιγρ. 3123. (Ἡ [[σημασία]] τοῦ [[δίζω]] ὑποδεικνύει σχέσιν πρὸς τὰ δι-, δίς, disceptare, ἐνῷ τὸ [[δίζημαι]] κατά τε τὴν σημασίαν καὶ τὴν μορφὴν φαίνεται ἔχον στενὴν συγγένειαν πρὸς τὸ [[ζητέω]], ἴδε Curt. Gr. Et. σ. 572). | |lstext='''δίζω''': Ἐπ. παρατ. δίζον Ἰλ.· - διατελῶ ἐν ἀμφιβολίᾳ, [[ἀμφιβάλλω]], δίζε γὰρ ἠὲ μάχοιτο…, ἦ λαοὺς… ὁμοκλήσειεν Ἰλ. ΙΙ. 713· [[δίζω]] ἤ σε θεὸν μαντεύσομαι Χρησμ. παρ' Ἡροδ. 1. 65· - τὸ μέσ. δίζομαι συχν. εὕρηται ἀντὶ τοῦ [[δίζημαι]], ὡς ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 601, ἐν παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Ἡροδότου, κτλ.· ἀλλὰ τὰ χωρία [[ταῦτα]] διωρθώθησαν κατὰ τὸ πλεῖστον ἐκ χφων, καὶ ὁ Δινδ. ἐπιτρέπει μόνον τὸ δίζομαι [[χάριν]] τοῦ μέτρου παρὰ μεταγ. ποιηταῖς, ὡς Θεόκρ. 25. 37, Βίων 11. 2, Κόϊντ. Σμ. 10. 447, Ἀνθ. Πλαν. 4 146, Κόλουθ. 80, Συλλ. Ἐπιγρ. 3123. (Ἡ [[σημασία]] τοῦ [[δίζω]] ὑποδεικνύει σχέσιν πρὸς τὰ δι-, δίς, disceptare, ἐνῷ τὸ [[δίζημαι]] κατά τε τὴν σημασίαν καὶ τὴν μορφὴν φαίνεται ἔχον στενὴν συγγένειαν πρὸς τὸ [[ζητέω]], ἴδε Curt. Gr. Et. σ. 572). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |