3,277,180
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0464.png Seite 464]] βρίσω, H. h. 4, 456; perf. βέβριθα mit Präsensbedeutung; 1) Wucht haben, schwer belastet sein, στραφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωήν Il. 18, 561; βρίθῃσι δένδρεα καρπῷ Od. 19, 112; absol., von fruchtschweren Aehren, Hes. O. 464; βεβρίθει ([[ναῦς]]) σάκεσσι καὶ ἔγχεσιν Od. 16, 474; εὐδοξίᾳ μέγα βρίθει Pind. N. 3, 38; vgl. Eur. Phoen. 1551; ὄλβῳ Troa. 216; c. gen., τράπεζαι σίτου βεβρίθασιν, schwer beladen, angefüllt, Od. 15, 334; vgl. 9, 219; [[ἔρις]] βεβριθυῖα, lästig, beschwerlich, Il. 21, 385; ὑπὸ λαίλαπι βέβριθε [[χθών]] 16, 384. – 2) ein Übergewicht haben, überlegen sein, ἐέδνοισι βρίσας Od. 6. 159; im Kampfe, Il. 12, 346. 359. 17, 512; χειρί Soph. Ai. 130; ὄλβῳ Eur. Tr. 216; sich auf eine Seite neigen, lenken, von Pferden, Plat. Phaedr. 247 b; Plut. Caes. 44; ähnl. bei Sp.; [[κάτω]] Lucill. 55 (XI, 91). – 3) trans., belasten, beschweren, Hes. O. 464; τινὰ πλούτῳ Pind. N. 8, 13; τάλαντα Aesch. Pers. 346; Sp. D., wie Opp. C. 1, 128; pass., βριθομένη, schwer belastet, Iliad. 8, 307 [[μήκων]] δ' ἃς [[ἑτέρωσε]] [[κάρη]] βάλεν, ἥ τ' ἐνὶ κήπῳ καρπῷ βριθομένη νοτίῃσί τε εἰαρινῇσιν, vgl. Scholl. Aristonic.; βριθομένης ἀγαθῶν ἐπίμεστα τραπέζης Phereer. bei Hesych. (v. ἐπίμεστα); χαλικρήτῳ νάματι Agath. 8 (V, 294). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0464.png Seite 464]] βρίσω, H. h. 4, 456; perf. βέβριθα mit Präsensbedeutung; 1) Wucht haben, schwer belastet sein, στραφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωήν Il. 18, 561; βρίθῃσι δένδρεα καρπῷ Od. 19, 112; absol., von fruchtschweren Aehren, Hes. O. 464; βεβρίθει ([[ναῦς]]) σάκεσσι καὶ ἔγχεσιν Od. 16, 474; εὐδοξίᾳ μέγα βρίθει Pind. N. 3, 38; vgl. Eur. Phoen. 1551; ὄλβῳ Troa. 216; c. gen., τράπεζαι σίτου βεβρίθασιν, schwer beladen, angefüllt, Od. 15, 334; vgl. 9, 219; [[ἔρις]] βεβριθυῖα, lästig, beschwerlich, Il. 21, 385; ὑπὸ λαίλαπι βέβριθε [[χθών]] 16, 384. – 2) ein Übergewicht haben, überlegen sein, ἐέδνοισι βρίσας Od. 6. 159; im Kampfe, Il. 12, 346. 359. 17, 512; χειρί Soph. Ai. 130; ὄλβῳ Eur. Tr. 216; sich auf eine Seite neigen, lenken, von Pferden, Plat. Phaedr. 247 b; Plut. Caes. 44; ähnl. bei Sp.; [[κάτω]] Lucill. 55 (XI, 91). – 3) trans., belasten, beschweren, Hes. O. 464; τινὰ πλούτῳ Pind. N. 8, 13; τάλαντα Aesch. Pers. 346; Sp. D., wie Opp. C. 1, 128; pass., βριθομένη, schwer belastet, Iliad. 8, 307 [[μήκων]] δ' ἃς [[ἑτέρωσε]] [[κάρη]] βάλεν, ἥ τ' ἐνὶ κήπῳ καρπῷ βριθομένη νοτίῃσί τε εἰαρινῇσιν, vgl. Scholl. Aristonic.; βριθομένης ἀγαθῶν ἐπίμεστα τραπέζης Phereer. bei Hesych. (v. ἐπίμεστα); χαλικρήτῳ νάματι Agath. 8 (V, 294). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> βρίσω, <i>ao.</i> [[ἔβρισα]], <i>pf.</i> [[βέβριθα]];<br /><i>Pass. seul. prés.</i><br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> <i>abs.</i> être lourd, être pesant ; <i>fig.</i> [[ἔρις]] βεβριθυῖα IL la discorde accablante ; <i>en b. part</i> avoir du poids, être puissant : χειρὶ ἢ πλούτου βάθει SOPH par la force de son bras <i>ou</i> l'immensité (<i>litt.</i> la profondeur) de sa fortune ; l'emporter (sur qqn) : ἐέδνοισι OD par le poids <i>ou</i> la richesse de ses présents ; <i>abs.</i> être le plus fort, l'emporter, prévaloir (dans un combat);<br /><b>2</b> être alourdi, être chargé : σταφυλῇσι IL de grappes ; καρπῷ OD de fruits ; avec un gén. : σίτου OD être chargé de mets <i>en parl. de tables</i> ; ὑπὸ λαίλαπι βέβριθε [[χθών]] IL la terre est accablée sous le poids de l'ouragan;<br /><b>3</b> s'incliner, pencher par son propre poids;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> charger : τάλαντα ESCHL des balances ; <i>Pass.</i> [[μήκων]] καρπῷ βριθομένη IL pavot chargé de son fruit;<br /><i><b>Moy.</b></i> βρίθομαι être lourd, être pesant : βριθόμενοι ἄξονες ESCHL lourds essieux.<br />'''Étymologie:''' R. Βρι, être fort, pesant = Βαρ, de [[βάρος]], [[βαρύς]] ; cf. préf. βρι-. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βρίθω''': [ῑ], Ἐπ. ὑποτακτ. βρίθῃσι Ὀδ. Τ. 112· Ἐπ. παρατ. βρῖθον Ι. 219· μέλλ. βρίσω, Ἐπ. ἀπαρεμφ. -έμεν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 456· ἀόρ. Ἐπ. ἔβρῑσα Ἰλ., κτλ.· πρκμ. βέβρῑθα Ὅμ., Ἱππ., Εὐρ.· ὑπερσυντ. βεβρίθει Ὀδ. Π. 474· ― παθ. (ἴδε κατωτ.)· πρβλ. [[καταβρίθω]]· (ἴδε ἐν λ. [[βαρύς]]). Ποιητ. [[ῥῆμα]], βαρύνω, εἶμαι [[βαρύς]], [[πλήρης]] μὲ τι [[πρᾶγμα]]· μ. δοτ., σταφυλαῖς βρίθουσα ἀλωὴ Ἰλ. Σ. 561· βρίθῃσι δὲ δένδρεα καρπῷ Ὀδ. Τ. 112, πρβλ. ΙΙ. 474· [[ὡσαύτως]], ὑπὸ λαίλαπι ... βέβριθε χθὼν (ἐνν. ὕδατι] Ἰλ. ΙΙ. 384· ― μεταφ., [[ἀλάστωρ]] ξίφεσι βρίθων Εὐρ. Φοιν. 1556· ὄλβῳ βρίθειν ὁ αὐτ. Τρῳ. 216· πίνῳ… βέβριθα ὁ αὐτ. Ἠλ. 305. 2) μ. γεν. (ὡς τὸ πίμπλαμαι), εἶμαι [[κατάφορτος]], κάμπτομαι ὑπὸ τοῦ βάρους, τράπεζαι σίτου καὶ [[κρειῶν]] ἠδ’ οἴνου βεβρίθασι Ὀδ. Ο. 334· πάντα δ' ἐρίθων… βρίθει Σοφ. Ἀποσπ. 269. 3) μ. αἰτ., φόνον βρ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3973. 4) ἀπολ., εἶμαι [[βαρύς]], [[ἔρις]]… βεβριθυῖα = βαρεῖα, Ἰλ. Φ. 385· εὔχεσθαι… βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν Ἡσ. ἔργα κ. Ἡμ. 464· ― οὑτως ἐν τῇ Ἰάδι τοῦ Ἱππ. καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ᾗ ἄν… βρίσῃ, ὁπουδήποτε κλίνῃ τὸ βάρος, Ἱππ. 299, 30· βεβρίθασιν οἱ μαζοί, [[εἶναι]] πλήρεις, ὁ αὐτ. 640, 8· ἀλλὰ [[λίαν]] σπάνιον παρ' Ἀττ., βρίθει ὁ [[ἵππος]], κλίνει, ῥέπει, Πλάτ. Φαίδρ. 247Β· [[ὅταν]] βρίσῃ ἐπὶ θἄτερον [[μέρος]], κλίνῃ πρὸς τὸ ἓν [[μέρος]], Ἀριστ. Πρόβλ. 16. 11. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ὑπερβαίνω]] κατὰ τὸ βάρος, [[ὑπερισχύω]], ἐέδνοισι βρίσας Ὀδ. Ζ. 159· ἀπολ., [[ὑπερισχύω]] ἐν τῷ ἀγῶνι, εἶμαι [[κύριος]], νικῶ, ἔβρισαν Λυκίων ἀγοί Ἰλ. Μ. 346· τῇ δὲ γὰρ ἔβρισαν… Ἕκτωρ [[Αἰνείας]] τε Ρ. 512, πρβλ. 233· ― οὕτω [[μετέπειτα]], εὐδοξίᾳ βρ.. εἶμαι ἰσχυρὸς ἔν τινι, [[ἐξέχω]]…, Πίνδ. Ν. 3. 70· εἰ… χειρὶ βρίθεις ἢ πλούτου βάθει Σοφ. Αἴ. 130· πρβλ. [[ἐπιβρίθω]], [[καταβρίθω]]. ΙΙΙ. μεταβ., [[ἐπιβαρύνω]], καταφορτώνω, [[ὅσπερ]] Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ Πίνδ. Ν. 8. 31· τάλαντα βρίσας Αἰσχύλ. Πέρσ. 346· ― [[ἀλλά]], 2) τὸ παθ., εἶμαι φορτωμένος, ἔτι κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ὁμ., [[μήκων]] καρπῶ βριθομένη, φορτωμένη με καρπόν, Ἰλ. Θ. 307· μόροισι βρίθεται [ἡ [[βάτος]]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 114· τῷ δ' οὐ βρίθεται [ἡ [[τράπεζα]]]; Εὐρ. Ἀποσπ. 470· μ. γεν., πέτηλα βριθόμενα σταχύων Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 290· συμποσίων… βρίθοντ’ ἀγυιαὶ Βακχυλ. 13· βριθομένης ἀγαθῶν τραπέζης Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 34· βριθομένη χαρίτων Ἀνθ. Π. 194· ἀπολ., ἄξονες βριθόμενοι Αισχύλ. Θήβ. 154. | |lstext='''βρίθω''': [ῑ], Ἐπ. ὑποτακτ. βρίθῃσι Ὀδ. Τ. 112· Ἐπ. παρατ. βρῖθον Ι. 219· μέλλ. βρίσω, Ἐπ. ἀπαρεμφ. -έμεν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 456· ἀόρ. Ἐπ. ἔβρῑσα Ἰλ., κτλ.· πρκμ. βέβρῑθα Ὅμ., Ἱππ., Εὐρ.· ὑπερσυντ. βεβρίθει Ὀδ. Π. 474· ― παθ. (ἴδε κατωτ.)· πρβλ. [[καταβρίθω]]· (ἴδε ἐν λ. [[βαρύς]]). Ποιητ. [[ῥῆμα]], βαρύνω, εἶμαι [[βαρύς]], [[πλήρης]] μὲ τι [[πρᾶγμα]]· μ. δοτ., σταφυλαῖς βρίθουσα ἀλωὴ Ἰλ. Σ. 561· βρίθῃσι δὲ δένδρεα καρπῷ Ὀδ. Τ. 112, πρβλ. ΙΙ. 474· [[ὡσαύτως]], ὑπὸ λαίλαπι ... βέβριθε χθὼν (ἐνν. ὕδατι] Ἰλ. ΙΙ. 384· ― μεταφ., [[ἀλάστωρ]] ξίφεσι βρίθων Εὐρ. Φοιν. 1556· ὄλβῳ βρίθειν ὁ αὐτ. Τρῳ. 216· πίνῳ… βέβριθα ὁ αὐτ. Ἠλ. 305. 2) μ. γεν. (ὡς τὸ πίμπλαμαι), εἶμαι [[κατάφορτος]], κάμπτομαι ὑπὸ τοῦ βάρους, τράπεζαι σίτου καὶ [[κρειῶν]] ἠδ’ οἴνου βεβρίθασι Ὀδ. Ο. 334· πάντα δ' ἐρίθων… βρίθει Σοφ. Ἀποσπ. 269. 3) μ. αἰτ., φόνον βρ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3973. 4) ἀπολ., εἶμαι [[βαρύς]], [[ἔρις]]… βεβριθυῖα = βαρεῖα, Ἰλ. Φ. 385· εὔχεσθαι… βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν Ἡσ. ἔργα κ. Ἡμ. 464· ― οὑτως ἐν τῇ Ἰάδι τοῦ Ἱππ. καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ᾗ ἄν… βρίσῃ, ὁπουδήποτε κλίνῃ τὸ βάρος, Ἱππ. 299, 30· βεβρίθασιν οἱ μαζοί, [[εἶναι]] πλήρεις, ὁ αὐτ. 640, 8· ἀλλὰ [[λίαν]] σπάνιον παρ' Ἀττ., βρίθει ὁ [[ἵππος]], κλίνει, ῥέπει, Πλάτ. Φαίδρ. 247Β· [[ὅταν]] βρίσῃ ἐπὶ θἄτερον [[μέρος]], κλίνῃ πρὸς τὸ ἓν [[μέρος]], Ἀριστ. Πρόβλ. 16. 11. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ὑπερβαίνω]] κατὰ τὸ βάρος, [[ὑπερισχύω]], ἐέδνοισι βρίσας Ὀδ. Ζ. 159· ἀπολ., [[ὑπερισχύω]] ἐν τῷ ἀγῶνι, εἶμαι [[κύριος]], νικῶ, ἔβρισαν Λυκίων ἀγοί Ἰλ. Μ. 346· τῇ δὲ γὰρ ἔβρισαν… Ἕκτωρ [[Αἰνείας]] τε Ρ. 512, πρβλ. 233· ― οὕτω [[μετέπειτα]], εὐδοξίᾳ βρ.. εἶμαι ἰσχυρὸς ἔν τινι, [[ἐξέχω]]…, Πίνδ. Ν. 3. 70· εἰ… χειρὶ βρίθεις ἢ πλούτου βάθει Σοφ. Αἴ. 130· πρβλ. [[ἐπιβρίθω]], [[καταβρίθω]]. ΙΙΙ. μεταβ., [[ἐπιβαρύνω]], καταφορτώνω, [[ὅσπερ]] Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ Πίνδ. Ν. 8. 31· τάλαντα βρίσας Αἰσχύλ. Πέρσ. 346· ― [[ἀλλά]], 2) τὸ παθ., εἶμαι φορτωμένος, ἔτι κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ὁμ., [[μήκων]] καρπῶ βριθομένη, φορτωμένη με καρπόν, Ἰλ. Θ. 307· μόροισι βρίθεται [ἡ [[βάτος]]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 114· τῷ δ' οὐ βρίθεται [ἡ [[τράπεζα]]]; Εὐρ. Ἀποσπ. 470· μ. γεν., πέτηλα βριθόμενα σταχύων Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 290· συμποσίων… βρίθοντ’ ἀγυιαὶ Βακχυλ. 13· βριθομένης ἀγαθῶν τραπέζης Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 34· βριθομένη χαρίτων Ἀνθ. Π. 194· ἀπολ., ἄξονες βριθόμενοι Αισχύλ. Θήβ. 154. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |