Anonymous

δημιουργέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0562.png Seite 562]] ein [[δημιουργός]] sein, s. d. W.; meist in allgemeiner Bdtg: [[verfertigen]], [[arbeiten]]; οἰκέται τινὶ δημιουργοῦντες Plat. Legg. VIII, 846 e; τέχναι δημιουργοῦσαι Polit. 281 e; [[θεός]] Soph. 265 c; σύνθετα ἐκ μὴ συντιθεμένων εἴδη Polit. 288 e; δεδημιουργημένη [[φύσις]] Tim. 80 e; Arist. u. Folgende; τὸν υἱὸν εἰς ἀρετήν, zur Tugend bilden, Plut. Cat. mai. 20; [[Staatsgeschäfte treiben]], Artemidor. 2, 22.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0562.png Seite 562]] ein [[δημιουργός]] sein, s. d. W.; meist in allgemeiner Bdtg: [[verfertigen]], [[arbeiten]]; οἰκέται τινὶ δημιουργοῦντες Plat. Legg. VIII, 846 e; τέχναι δημιουργοῦσαι Polit. 281 e; [[θεός]] Soph. 265 c; σύνθετα ἐκ μὴ συντιθεμένων εἴδη Polit. 288 e; δεδημιουργημένη [[φύσις]] Tim. 80 e; Arist. u. Folgende; τὸν υἱὸν εἰς ἀρετήν, zur Tugend bilden, Plut. Cat. mai. 20; [[Staatsgeschäfte treiben]], Artemidor. 2, 22.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> faire un travail manuel;<br /><b>2</b> travailler, produire, créer ; <i>fig.</i> δ. τὸν υἱὸν [[εἰς]] ἀρετήν PLUT former son fils à la vertu.<br />'''Étymologie:''' [[δημιουργός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δημιουργέω''': εἶμαι δημιουργός, ἀσκῶ ἐπάγγελμά τι, [[ἐργάζομαι]], Πλάτ. Σοφ. 219C, κτλ.· τινι, διά τινα, ὁ αὐτ. Νόμ. 846Ε· ἡ [[δύναμις]] ἡ δημιουργήσασα, ἡ ἐνεργήσασα, Ἀριστ. Ζ. Μ. 2. 1. 22, πρβλ. 1. 5, 4 καὶ 5, καὶ ἀλλ. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[ἐργάζομαι]] εἴς τι, φιλοτεχνῶ, Πλάτ. Πολιτ. 388Ε· δ. τὸν υἱὸν εἰς ἀρετήν, ἀσκῶ, [[γυμνάζω]], [[καταρτίζω]]…, Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 20. - Παθ., κατασκευάζομαι, διαπλάττομαι· συχνὸν παρὰ Πλάτ.· τὰ δημιουργούμενα, τοῦ χειρώνακτος ἔργα, τεχνίτου ἔργα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 1. ΙΙ. εἶμαι εἷς τῶν ἀρχόντων, οἵτινες καλοῦνται δημιουργοί, Πλάτ. Πολ. 342Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 4415b· δαμιοργέοντος Μίκκωνος, Ἐπιγραφ. Βοιωτ., [[αὐτόθι]] 1567.
|lstext='''δημιουργέω''': εἶμαι δημιουργός, ἀσκῶ ἐπάγγελμά τι, [[ἐργάζομαι]], Πλάτ. Σοφ. 219C, κτλ.· τινι, διά τινα, ὁ αὐτ. Νόμ. 846Ε· ἡ [[δύναμις]] ἡ δημιουργήσασα, ἡ ἐνεργήσασα, Ἀριστ. Ζ. Μ. 2. 1. 22, πρβλ. 1. 5, 4 καὶ 5, καὶ ἀλλ. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[ἐργάζομαι]] εἴς τι, φιλοτεχνῶ, Πλάτ. Πολιτ. 388Ε· δ. τὸν υἱὸν εἰς ἀρετήν, ἀσκῶ, [[γυμνάζω]], [[καταρτίζω]]…, Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 20. - Παθ., κατασκευάζομαι, διαπλάττομαι· συχνὸν παρὰ Πλάτ.· τὰ δημιουργούμενα, τοῦ χειρώνακτος ἔργα, τεχνίτου ἔργα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 1. ΙΙ. εἶμαι εἷς τῶν ἀρχόντων, οἵτινες καλοῦνται δημιουργοί, Πλάτ. Πολ. 342Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 4415b· δαμιοργέοντος Μίκκωνος, Ἐπιγραφ. Βοιωτ., [[αὐτόθι]] 1567.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> faire un travail manuel;<br /><b>2</b> travailler, produire, créer ; <i>fig.</i> δ. τὸν υἱὸν [[εἰς]] ἀρετήν PLUT former son fils à la vertu.<br />'''Étymologie:''' [[δημιουργός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm