Anonymous

δημιουργέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> faire un travail manuel;<br /><b>2</b> travailler, produire, créer ; <i>fig.</i> δ. τὸν υἱὸν [[εἰς]] ἀρετήν PLUT former son fils à la vertu.<br />'''Étymologie:''' [[δημιουργός]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> faire un travail manuel;<br /><b>2</b> travailler, produire, créer ; <i>fig.</i> δ. τὸν υἱὸν [[εἰς]] ἀρετήν PLUT former son fils à la vertu.<br />'''Étymologie:''' [[δημιουργός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δημιουργέω''': εἶμαι δημιουργός, ἀσκῶ ἐπάγγελμά τι, [[ἐργάζομαι]], Πλάτ. Σοφ. 219C, κτλ.· τινι, διά τινα, ὁ αὐτ. Νόμ. 846Ε· ἡ [[δύναμις]] ἡ δημιουργήσασα, ἡ ἐνεργήσασα, Ἀριστ. Ζ. Μ. 2. 1. 22, πρβλ. 1. 5, 4 καὶ 5, καὶ ἀλλ. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[ἐργάζομαι]] εἴς τι, φιλοτεχνῶ, Πλάτ. Πολιτ. 388Ε· δ. τὸν υἱὸν εἰς ἀρετήν, ἀσκῶ, [[γυμνάζω]], [[καταρτίζω]]…, Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 20. - Παθ., κατασκευάζομαι, διαπλάττομαι· συχνὸν παρὰ Πλάτ.· τὰ δημιουργούμενα, τοῦ χειρώνακτος ἔργα, τεχνίτου ἔργα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 1. ΙΙ. εἶμαι εἷς τῶν ἀρχόντων, οἵτινες καλοῦνται δημιουργοί, Πλάτ. Πολ. 342Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 4415b· δαμιοργέοντος Μίκκωνος, Ἐπιγραφ. Βοιωτ., [[αὐτόθι]] 1567.
|elnltext=δημιουργέω [δημιουργός] een beroep of ambacht uitoefenen; pass.:; ( τέχναι ) ὅσαι πυρὶ δημιουργεῦνται technieken die met vuur worden beoefend Hp. Ars 11; ptc. subst.: οἱ δημιουργεόμενοι de vaklieden Hp. Ars 8. fabriceren:; δημιουργεῖν σύνθετα... εἴδη samengestelde soorten fabriceren Plat. Plt. 288e; overdr.:; δ. εἰς ἀρετήν... τὸν υἱόν zijn zoon tot deugdzaamheid te vormen Plut. CMa 20.9; ptc. subst.: τὰ δημιουργούμενα handwerksproducten Aristot. EN 1094b14.
}}
{{elru
|elrutext='''δημιουργέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[заниматься ручным трудом]], [[быть ремесленником]], [[работать]] (οἰκέται ἀνδρὶ ἐπιχωρίῳ δημιουργοῦντες Plat.): τὰ δημιουργούμενα Arst. ремесленные изделия;<br /><b class="num">2)</b> [[создавать]], [[строить]] (χώματα καὶ μνήματα Plut.): τέχναι δημιουργοῦσαι Plat. производственные искусства;<br /><b class="num">3)</b> [[создавать]], [[творить]] (ἡ [[φύσις]] οὐδὲν [[μάτην]] δημιουργεῖ Arst.): ἡ [[δύναμις]] δημιουργοῦσα Arst. творческая сила; τὰ δημιουργοῦντα καὶ [[ὕλη]] Arst. созидающие или образовательные силы и материя;<br /><b class="num">4)</b> [[воспитывать]] (τὸν υἱὸν εἰς ἀρετήν Plat.);<br /><b class="num">5)</b> [[быть демиургом]] (Plat. - см. [[δημιουργός]] 5).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δημιουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[δημιουργός]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πραγματοποιώ]] [[συναλλαγή]], κάνω δουλειά, [[εργάζομαι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[εργάζομαι]] σε, [[κατασκευάζω]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> είμαι [[ένας]] από τους <i>δημιουργούς</i> (II), [[μετέρχομαι]] δημόσια έργα, στον ίδ.
|lsmtext='''δημιουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[δημιουργός]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πραγματοποιώ]] [[συναλλαγή]], κάνω δουλειά, [[εργάζομαι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[εργάζομαι]] σε, [[κατασκευάζω]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> είμαι [[ένας]] από τους <i>δημιουργούς</i> (II), [[μετέρχομαι]] δημόσια έργα, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δημιουργέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[заниматься ручным трудом]], [[быть ремесленником]], [[работать]] (οἰκέται ἀνδρὶ ἐπιχωρίῳ δημιουργοῦντες Plat.): τὰ δημιουργούμενα Arst. ремесленные изделия;<br /><b class="num">2)</b> [[создавать]], [[строить]] (χώματα καὶ μνήματα Plut.): τέχναι δημιουργοῦσαι Plat. производственные искусства;<br /><b class="num">3)</b> [[создавать]], [[творить]] (ἡ [[φύσις]] οὐδὲν [[μάτην]] δημιουργεῖ Arst.): ἡ [[δύναμις]] δημιουργοῦσα Arst. творческая сила; τὰ δημιουργοῦντα καὶ [[ὕλη]] Arst. созидающие или образовательные силы и материя;<br /><b class="num">4)</b> [[воспитывать]] (τὸν υἱὸν εἰς ἀρετήν Plat.);<br /><b class="num">5)</b> [[быть демиургом]] (Plat. - см. [[δημιουργός]] 5).
|lstext='''δημιουργέω''': εἶμαι δημιουργός, ἀσκῶ ἐπάγγελμά τι, [[ἐργάζομαι]], Πλάτ. Σοφ. 219C, κτλ.· τινι, διά τινα, ὁ αὐτ. Νόμ. 846Ε· ἡ [[δύναμις]] ἡ δημιουργήσασα, ἡ ἐνεργήσασα, Ἀριστ. Ζ. Μ. 2. 1. 22, πρβλ. 1. 5, 4 καὶ 5, καὶ ἀλλ. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[ἐργάζομαι]] εἴς τι, φιλοτεχνῶ, Πλάτ. Πολιτ. 388Ε· δ. τὸν υἱὸν εἰς ἀρετήν, ἀσκῶ, [[γυμνάζω]], [[καταρτίζω]]…, Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 20. - Παθ., κατασκευάζομαι, διαπλάττομαι· συχνὸν παρὰ Πλάτ.· τὰ δημιουργούμενα, τοῦ χειρώνακτος ἔργα, τεχνίτου ἔργα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 1. ΙΙ. εἶμαι εἷς τῶν ἀρχόντων, οἵτινες καλοῦνται δημιουργοί, Πλάτ. Πολ. 342Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 4415b· δαμιοργέοντος Μίκκωνος, Ἐπιγραφ. Βοιωτ., [[αὐτόθι]] 1567.
}}
{{elnl
|elnltext=δημιουργέω [δημιουργός] een beroep of ambacht uitoefenen; pass.:; ( τέχναι ) ὅσαι πυρὶ δημιουργεῦνται technieken die met vuur worden beoefend Hp. Ars 11; ptc. subst.: οἱ δημιουργεόμενοι de vaklieden Hp. Ars 8. fabriceren:; δημιουργεῖν σύνθετα... εἴδη samengestelde soorten fabriceren Plat. Plt. 288e; overdr.:; δ. εἰς ἀρετήν... τὸν υἱόν zijn zoon tot deugdzaamheid te vormen Plut. CMa 20.9; ptc. subst.: τὰ δημιουργούμενα handwerksproducten Aristot. EN 1094b14.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δημιουργός]]<br /><b class="num">I.</b> to [[practise]] a [[trade]], do [[work]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. rei, to [[work]] at, [[fabricate]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> to be one of the δημιουργοί (II), Plat.
|mdlsjtxt=[[δημιουργός]]<br /><b class="num">I.</b> to [[practise]] a [[trade]], do [[work]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. rei, to [[work]] at, [[fabricate]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> to be one of the δημιουργοί (II), Plat.
}}
}}