Anonymous

βληχάομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0449.png Seite 449]] dep. med., blöken, von Schafen, VLL.; Ar. Pax 527 Plut. 293. Vom Geschrei der kleinen Kinder Ar. Vesp. 570. Bei Theocr. 16, 92 steht βληχοῖντο, wie von βληχέομαι.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0449.png Seite 449]] dep. med., blöken, von Schafen, VLL.; Ar. Pax 527 Plut. 293. Vom Geschrei der kleinen Kinder Ar. Vesp. 570. Bei Theocr. 16, 92 steht βληχοῖντο, wie von βληχέομαι.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><i>ao.</i> ἐβληχησάμην;<br /><b>1</b> bêler;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> pousser des vagissements.<br />'''Étymologie:''' [[βληχή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βληχάομαι''': ἀόρ. ἐβληχησάμην Ἀνθ. Π. 7. 657, Λόγγος· ἀποθ.· - βελάζω, ἐπὶ ἀρνίων, σπαν. ἐπὶ αἰγῶν, προβατίων βληχωμένων Ἀριστοφ. Εἰρ. 535, πρβλ. Ἀποσπ. 344· βληχώμενοι προβατίων αἰγῶν τε … [[μέλη]] ὁ αὐτ. Πλ. 293· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ νηπίων, τὰ δὲ συγκύψανθ’ ἅμα βληχᾶται ὁ αὐτ. Σφ. 570· - παρὰ Θεοκρ. 16. 92 ἀντὶ τῆς εὐκτ. βληχοῖντο (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. –έομαι), ὁ Ahrens ἀναγινώσκει βληχῷντο. (Πρβλ. [[βληχή]], [[βληχάς]], Λατ. balo· Παλαιο-Γερ. bl ázu· Γερμ. blöken, Ἀγγλ. bleat. Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[ἀπομίμησις]] τῶν φωνῶν τῶν ἀμνῶν καὶ σπανίως τῶν αἰγῶν, [[ὅπως]] τὸ [[μηκάομαι]], συνήθ. ἐπὶ αἰγῶν· οὕτω, [[μυκάομαι]] ἐπὶ ταύρων, [[βρυχάομαι]] ἐπὶ λεόντων, κτλ.).
|lstext='''βληχάομαι''': ἀόρ. ἐβληχησάμην Ἀνθ. Π. 7. 657, Λόγγος· ἀποθ.· - βελάζω, ἐπὶ ἀρνίων, σπαν. ἐπὶ αἰγῶν, προβατίων βληχωμένων Ἀριστοφ. Εἰρ. 535, πρβλ. Ἀποσπ. 344· βληχώμενοι προβατίων αἰγῶν τε … [[μέλη]] ὁ αὐτ. Πλ. 293· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ νηπίων, τὰ δὲ συγκύψανθ’ ἅμα βληχᾶται ὁ αὐτ. Σφ. 570· - παρὰ Θεοκρ. 16. 92 ἀντὶ τῆς εὐκτ. βληχοῖντο (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. –έομαι), ὁ Ahrens ἀναγινώσκει βληχῷντο. (Πρβλ. [[βληχή]], [[βληχάς]], Λατ. balo· Παλαιο-Γερ. bl ázu· Γερμ. blöken, Ἀγγλ. bleat. Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[ἀπομίμησις]] τῶν φωνῶν τῶν ἀμνῶν καὶ σπανίως τῶν αἰγῶν, [[ὅπως]] τὸ [[μηκάομαι]], συνήθ. ἐπὶ αἰγῶν· οὕτω, [[μυκάομαι]] ἐπὶ ταύρων, [[βρυχάομαι]] ἐπὶ λεόντων, κτλ.).
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><i>ao.</i> ἐβληχησάμην;<br /><b>1</b> bêler;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> pousser des vagissements.<br />'''Étymologie:''' [[βληχή]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm