3,271,486
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0398.png Seite 398]] ορος, ὁ, Selbstherrscher, mit unum schränkter Gewalt versehen, [[ἀνυπεύθυνος]] καὶ αὐτ. τῆς πόλεως ἄρχειν Plat. Legg. X, 875 b, u. öfter; τῶν εἰς τὸν πόλεμον Thuc. 3, 62; αὐτ. πάντα [[διατίθημι]], ich ordne alles nach eigenem Ermessen, 1, 126; αὐτ. [[μάχη]], wo jeder thut, was er will, 4, 126; mit dem inf., κολάσαι Dem. 59, 80; unabhängig, Xen. Mem. 2, 1, 21; von Völkern, Pol. 3, 17; πρέσβεις περὶ εἰρήνης, mit unumschränkter Vollmacht, Andoc. 3, 6; Lys. 13, 9 u. öfter; [[βουλή]] Andoc. 1, 15; [[δύναμις]] Pol. 6, 14; vgl. 18, 1, wo es, von den Pallisaden gesagt, Selbstständigkeit ist; [[στρατηγός]] ist der Diktator bei den Römern, 3, 86. Bei Sp. der römische Kaiser. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0398.png Seite 398]] ορος, ὁ, Selbstherrscher, mit unum schränkter Gewalt versehen, [[ἀνυπεύθυνος]] καὶ αὐτ. τῆς πόλεως ἄρχειν Plat. Legg. X, 875 b, u. öfter; τῶν εἰς τὸν πόλεμον Thuc. 3, 62; αὐτ. πάντα [[διατίθημι]], ich ordne alles nach eigenem Ermessen, 1, 126; αὐτ. [[μάχη]], wo jeder thut, was er will, 4, 126; mit dem inf., κολάσαι Dem. 59, 80; unabhängig, Xen. Mem. 2, 1, 21; von Völkern, Pol. 3, 17; πρέσβεις περὶ εἰρήνης, mit unumschränkter Vollmacht, Andoc. 3, 6; Lys. 13, 9 u. öfter; [[βουλή]] Andoc. 1, 15; [[δύναμις]] Pol. 6, 14; vgl. 18, 1, wo es, von den Pallisaden gesagt, Selbstständigkeit ist; [[στρατηγός]] ist der Diktator bei den Römern, 3, 86. Bei Sp. der römische Kaiser. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br /><i>voc.</i> αὐτοκράτορ;<br />qui ne dépend que de soi-même, indépendant ; [[νέος]] [[αὐτοκράτωρ]] XÉN jeune homme libre de ses actions ; [[ἄνδρες]] ἀρχὴν αὐτοκράτορες THC hommes investis de pleins pouvoirs, <i>càd</i> sans obligation de rendre compte à une assemblée ; [[αὐτοκράτωρ]] πρεσβεύς ambassadeur muni de pleins pouvoirs, plénipotentiaire ; στρατηγὸς [[αὐτοκράτωρ]] général en chef avec pleins pouvoirs ; avec un gén. [[αὐτοκράτωρ]] [[ἑαυτοῦ]] THC maître absolu de soi-même, <i>càd</i> complètement indépendant ; [[αὐτοκράτωρ]] τῆς τύχης THC maître absolu de la fortune ; [[αὐτοκράτωρ]] [[λογισμός]] THC raisonnement absolu, <i>càd</i> péremptoire.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[κρατέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐτοκράτωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, (κρᾰτέω) [[ἑαυτοῦ]] [[κύριος]], [[ἑπομένως]], 1) ἐπὶ πόλεως ἀνεξαρτήτου ἢ πολιτῶν ἐλευθέρων, αὐτοξούσιος, Λατ. sui juris, πόλιν ἕξοντες [[ἕκαστος]] ἐλευθέραν, ἀφ’ ἧς αὐτοκράτορες ὄντες τὸν εὖ καὶ κακῶς δρῶντα ἐξ ἴσου ἀρετῇ ἀμυνούμεθα Θουκ. 4. 63· ἐπὶ παίδων εἰς ἥβην ὁρμωμένων, ἐν ᾗ οἱ νέοι ἤδη αὐτοκράτορες γιγνόμενοι δηλοῦσιν, [[εἴτε]] κτλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 21. 2) ἐπὶ πρέσβεων καὶ ἐπιτρόπων ἐχόντων πλήρη ἐξουσίαν, αὐτοκράτορά τινα ἑλέσθαι, πληρεξούσιον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 359· πρέσβεις ὁ αὐτ. Ὄρν. 1595, πρβλ. Λυσίαν. 130. 29· ξυγγραφεῖς Θουκ. 8. 67· [[προσέτι]] αὐτ. βουλὴ Ἀνδοκ. 3. 13, πρβλ. Ἑρμάνν. Πολιτ. Ἀρχ. § 125. 10· ἀποδεῖξαι δὲ ἄνδρας ὀλίγους ἀρχὴν αὐτοκράτορας καὶ μὴ πρὸς τὸν δῆμον τοὺς λόγους [[εἶναι]], τοῦ μὴ καταφανεῖς γίγνεσθαι τοὺς μὴ πείσαντας τὸ [[πλῆθος]] Θουκ. 5. 27. 3) ἐπὶ ἀρχόντων [[ἀπόλυτος]], [[ἀνεύθυνος]], στρατηγοὶ ὁ αὐτ. 6. 72· ἄρχοντες Ξεν. Ἀν 6. 1, 21· [[ἀνυπεύθυνος]] καὶ αὐτ. ἄρχειν Πλάτ. Νόμ. 875Β· ἐπιτρέψαντες τοῖς [[ἐννέα]] ἄρχουσι τὴν φυλακήν, καὶ τὸ πᾶν αὐτοκράτορσι διαθεῖναι, νὰ διαθέσωσι τὰ πάντα κατ’ ἰδίαν βούλησιν, Θουκ. 1. 126, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 299C· ἦρχε τῶν ἀκολουθούντων [[αὐτοκράτωρ]] ὤν, περὶ τοῦ Φιλίππου, Δημ. 305. 26· μόναρχοι Ἀριστ. Πολ. 4. 10, 2· [[ὁπόθεν]] [[στρατηγία]] τις [[αὐτοκράτωρ]], πρέπει νὰ γραφῇ (ἀντὶ αὐτοκρατόρων) ἐν 3. 14, 4· [[νοῦς]] αὐτ. (πρβλ. αὐτοκρατὴς) Ἀναξαγ. παρὰ Πλάτ. ἐν Κρατ. 413C: - [[ἐντεῦθεν]] ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Ρωμαϊκοῦ Dictator, Πολύβ. 3. 86, 7, κτλ… μετὰ [[ταῦτα]] δὲ ἔλαβε τὴν σημερινὴν σημασίαν τοῦ αὐτοκράτορος, Πλουτ. Γάλβ. 1., κτλ. 4) ὁ μὴ δεχόμενος ἀντιλογίαν, εἰωθότες οἱ ἄνθρωποι οὗ μὲν ἐπιθυμοῦσιν ἐλπίδι ἀπερισκέπτῳ διδόναι, ὅ δὲ μὴ προσίενται λογισμῷ αὐτοκράτορι διωθεῖσθαι, «[[ἔθος]] ὅν τοῦτο ἀνθρώποις [[ἀρχαῖον]], οὗ μὲν ἐπιθυμοῦσιν, ἀπερισκέπτως ἐλπίζειν καὶ δέχεσθαι, κἄν ἐπιβλαβὲς ᾖ καὶ σφαλερόν· ᾧ δὲ μὴ ἀρέσκονται, χρῆσθαι λογισμῷ αὐτοκράτορι πρὸς τὸ ἀπωθεῖσθαι τοῦτο κἄν ὠφέλιμον τύχῃ ὄν καὶ σωτήριον (Σχόλ.), Θουκ. 4. 108. ΙΙ. μετὰ γεν., ἐντελὴς [[κύριος]], [[ἑαυτοῦ]], τῆς τύχης ὁ αὐτ. 3. 62., 4. 69: τῆς αὑτοῦ πορείας Πλάτ. Πολιτικ. 274 Α· τῆς ἐπιορκίας [[αὐτοκράτωρ]], ἐντελῶς [[ἐλεύθερος]] νὰ ἐπιορκήσῃ, Δημ. 215. 2: - μετ’ ἀπαρ., αὐτ. κολάσαι, ἔχων πλήρη ἐξουσίαν νὰ τιμωρήσῃ, ὁ αὐτ. 1372. 14. Κλητ.: ὦ αὐτοκράτορ Λουκ. Ὑπὲρ τοῦ ἐν προσαγ. Πταίσμ. 18. | |lstext='''αὐτοκράτωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, (κρᾰτέω) [[ἑαυτοῦ]] [[κύριος]], [[ἑπομένως]], 1) ἐπὶ πόλεως ἀνεξαρτήτου ἢ πολιτῶν ἐλευθέρων, αὐτοξούσιος, Λατ. sui juris, πόλιν ἕξοντες [[ἕκαστος]] ἐλευθέραν, ἀφ’ ἧς αὐτοκράτορες ὄντες τὸν εὖ καὶ κακῶς δρῶντα ἐξ ἴσου ἀρετῇ ἀμυνούμεθα Θουκ. 4. 63· ἐπὶ παίδων εἰς ἥβην ὁρμωμένων, ἐν ᾗ οἱ νέοι ἤδη αὐτοκράτορες γιγνόμενοι δηλοῦσιν, [[εἴτε]] κτλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 21. 2) ἐπὶ πρέσβεων καὶ ἐπιτρόπων ἐχόντων πλήρη ἐξουσίαν, αὐτοκράτορά τινα ἑλέσθαι, πληρεξούσιον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 359· πρέσβεις ὁ αὐτ. Ὄρν. 1595, πρβλ. Λυσίαν. 130. 29· ξυγγραφεῖς Θουκ. 8. 67· [[προσέτι]] αὐτ. βουλὴ Ἀνδοκ. 3. 13, πρβλ. Ἑρμάνν. Πολιτ. Ἀρχ. § 125. 10· ἀποδεῖξαι δὲ ἄνδρας ὀλίγους ἀρχὴν αὐτοκράτορας καὶ μὴ πρὸς τὸν δῆμον τοὺς λόγους [[εἶναι]], τοῦ μὴ καταφανεῖς γίγνεσθαι τοὺς μὴ πείσαντας τὸ [[πλῆθος]] Θουκ. 5. 27. 3) ἐπὶ ἀρχόντων [[ἀπόλυτος]], [[ἀνεύθυνος]], στρατηγοὶ ὁ αὐτ. 6. 72· ἄρχοντες Ξεν. Ἀν 6. 1, 21· [[ἀνυπεύθυνος]] καὶ αὐτ. ἄρχειν Πλάτ. Νόμ. 875Β· ἐπιτρέψαντες τοῖς [[ἐννέα]] ἄρχουσι τὴν φυλακήν, καὶ τὸ πᾶν αὐτοκράτορσι διαθεῖναι, νὰ διαθέσωσι τὰ πάντα κατ’ ἰδίαν βούλησιν, Θουκ. 1. 126, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 299C· ἦρχε τῶν ἀκολουθούντων [[αὐτοκράτωρ]] ὤν, περὶ τοῦ Φιλίππου, Δημ. 305. 26· μόναρχοι Ἀριστ. Πολ. 4. 10, 2· [[ὁπόθεν]] [[στρατηγία]] τις [[αὐτοκράτωρ]], πρέπει νὰ γραφῇ (ἀντὶ αὐτοκρατόρων) ἐν 3. 14, 4· [[νοῦς]] αὐτ. (πρβλ. αὐτοκρατὴς) Ἀναξαγ. παρὰ Πλάτ. ἐν Κρατ. 413C: - [[ἐντεῦθεν]] ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Ρωμαϊκοῦ Dictator, Πολύβ. 3. 86, 7, κτλ… μετὰ [[ταῦτα]] δὲ ἔλαβε τὴν σημερινὴν σημασίαν τοῦ αὐτοκράτορος, Πλουτ. Γάλβ. 1., κτλ. 4) ὁ μὴ δεχόμενος ἀντιλογίαν, εἰωθότες οἱ ἄνθρωποι οὗ μὲν ἐπιθυμοῦσιν ἐλπίδι ἀπερισκέπτῳ διδόναι, ὅ δὲ μὴ προσίενται λογισμῷ αὐτοκράτορι διωθεῖσθαι, «[[ἔθος]] ὅν τοῦτο ἀνθρώποις [[ἀρχαῖον]], οὗ μὲν ἐπιθυμοῦσιν, ἀπερισκέπτως ἐλπίζειν καὶ δέχεσθαι, κἄν ἐπιβλαβὲς ᾖ καὶ σφαλερόν· ᾧ δὲ μὴ ἀρέσκονται, χρῆσθαι λογισμῷ αὐτοκράτορι πρὸς τὸ ἀπωθεῖσθαι τοῦτο κἄν ὠφέλιμον τύχῃ ὄν καὶ σωτήριον (Σχόλ.), Θουκ. 4. 108. ΙΙ. μετὰ γεν., ἐντελὴς [[κύριος]], [[ἑαυτοῦ]], τῆς τύχης ὁ αὐτ. 3. 62., 4. 69: τῆς αὑτοῦ πορείας Πλάτ. Πολιτικ. 274 Α· τῆς ἐπιορκίας [[αὐτοκράτωρ]], ἐντελῶς [[ἐλεύθερος]] νὰ ἐπιορκήσῃ, Δημ. 215. 2: - μετ’ ἀπαρ., αὐτ. κολάσαι, ἔχων πλήρη ἐξουσίαν νὰ τιμωρήσῃ, ὁ αὐτ. 1372. 14. Κλητ.: ὦ αὐτοκράτορ Λουκ. Ὑπὲρ τοῦ ἐν προσαγ. Πταίσμ. 18. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |