Anonymous

δύσκολος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0683.png Seite 683]] (von [[κόλον]] nach Ath. VI, 262 a, d. i. [[δυσάρεστος]] καὶ [[σικχός]]), schwer zu befriedigen, unzufrieden, mürrisch; [[γῆρας]] Eur. Bacch. 1249; [[γερόντιον]] Ar. Equ. 42; καὶ [[χαλεπός]] Vesp. 942; Plat. oft auch von Sachen, schwierig, καὶ χαλεπὴ [[ἡνιόχησις]] Phaedr. 246 b; [[θεραπεία]] Theag. 121 b; [[πρός]] τι Rep. III, 407 b; Folgde, z. B. Arist. Eth. 4, 6 ὁ πᾶσι δυσχεραίνων – [[δύσερις]] καὶ [[δύσκολος]]. – Adv., δυσκόλως, z. B. ἔχειν Isocr. 4, 129; [[πρός]] τι, 3, 1; δυσκολώτερον [[διάκειμαι]] Plat. Phaedr. 84 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0683.png Seite 683]] (von [[κόλον]] nach Ath. VI, 262 a, d. i. [[δυσάρεστος]] καὶ [[σικχός]]), schwer zu befriedigen, unzufrieden, mürrisch; [[γῆρας]] Eur. Bacch. 1249; [[γερόντιον]] Ar. Equ. 42; καὶ [[χαλεπός]] Vesp. 942; Plat. oft auch von Sachen, schwierig, καὶ χαλεπὴ [[ἡνιόχησις]] Phaedr. 246 b; [[θεραπεία]] Theag. 121 b; [[πρός]] τι Rep. III, 407 b; Folgde, z. B. Arist. Eth. 4, 6 ὁ πᾶσι δυσχεραίνων – [[δύσερις]] καὶ [[δύσκολος]]. – Adv., δυσκόλως, z. B. ἔχειν Isocr. 4, 129; [[πρός]] τι, 3, 1; δυσκολώτερον [[διάκειμαι]] Plat. Phaedr. 84 a.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> d'humeur difficile, morose, chagrin;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> déplaisant, désagréable.<br />'''Étymologie:''' pê p. *δύσπολος, inabordable, de δυσ-, [[πέλομαι]] -- DELG rapprochement avec [[κέλομαι]] guère plus convainquant qu’avec [[πέλομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσκολος''': -ον, ([[κόλον]]): Ι. ὁ ἀηδῶς ἔχων περὶ πᾶσαν τροφήν, σικχὸς (πρβλ. Ἀθην. 262Α)· [[καθόλου]], δυσκόλως εὐχαριστούμενος, [[δύστροπος]], [[ἰδιότροπος]], [[παράξενος]], Εὐρ. Βάκχ. 1251, Ἀριστοφ. Σφηξ. 942, Πλάτ., κτλ· πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 6, 2· ἐπὶ ζῴων, [[δυσπειθής]], [[ἀτίθασος]], Πλάτ. Θεαιτ. 174D· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ. δυσκόλως ἔχειν Ἰσοκρ. 67C, Δημ. 381. 29, κτλ.· δυσκολώτερον διακεῖσθαι Πλάτ. Φαίδωνι 84Ε. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἐνοχλητικῶς, καταπονῶν, δ. ἡ [[ἡνιόχησις]] ὁ αὐτ. 246Β· ἐπὶ νόσων, δύσκολοι πυρετοὶ Ἰππ. 122Η, κτλ., ἴδε Foës. Οἰκον.· [[καθόλου]], [[δυσάρεστος]], Δημ. 291. 21, Μένανδ. Βοιωτ. 2· τὸ δύσκολον Πλάτ. Νόμ. 791C. 2) [[δυσεξήγητος]], [[δυσερμήνευτος]], Ἀριστ. Σοφ. Ἐλέγχ. 25, 3, Μεταφ. 2. 4, 30· δ. ἐστι Εὐγγ. κ. Μᾶρκ. 10. 24. - Ἐπίρρ. -λως, μετὰ δυσκολίας, [[αὐτόθι]] 10. 23 κ. ἀλλ.
|lstext='''δύσκολος''': -ον, ([[κόλον]]): Ι. ὁ ἀηδῶς ἔχων περὶ πᾶσαν τροφήν, σικχὸς (πρβλ. Ἀθην. 262Α)· [[καθόλου]], δυσκόλως εὐχαριστούμενος, [[δύστροπος]], [[ἰδιότροπος]], [[παράξενος]], Εὐρ. Βάκχ. 1251, Ἀριστοφ. Σφηξ. 942, Πλάτ., κτλ· πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 6, 2· ἐπὶ ζῴων, [[δυσπειθής]], [[ἀτίθασος]], Πλάτ. Θεαιτ. 174D· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ. δυσκόλως ἔχειν Ἰσοκρ. 67C, Δημ. 381. 29, κτλ.· δυσκολώτερον διακεῖσθαι Πλάτ. Φαίδωνι 84Ε. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἐνοχλητικῶς, καταπονῶν, δ. ἡ [[ἡνιόχησις]] ὁ αὐτ. 246Β· ἐπὶ νόσων, δύσκολοι πυρετοὶ Ἰππ. 122Η, κτλ., ἴδε Foës. Οἰκον.· [[καθόλου]], [[δυσάρεστος]], Δημ. 291. 21, Μένανδ. Βοιωτ. 2· τὸ δύσκολον Πλάτ. Νόμ. 791C. 2) [[δυσεξήγητος]], [[δυσερμήνευτος]], Ἀριστ. Σοφ. Ἐλέγχ. 25, 3, Μεταφ. 2. 4, 30· δ. ἐστι Εὐγγ. κ. Μᾶρκ. 10. 24. - Ἐπίρρ. -λως, μετὰ δυσκολίας, [[αὐτόθι]] 10. 23 κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> d'humeur difficile, morose, chagrin;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> déplaisant, désagréable.<br />'''Étymologie:''' pê p. *δύσπολος, inabordable, de δυσ-, [[πέλομαι]] -- DELG rapprochement avec [[κέλομαι]] guère plus convainquant qu’avec [[πέλομαι]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR