Anonymous

γεφυρόω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0487.png Seite 487]] dämmen, brücken; Hom. zweimal, in der Bedeutung »[[dämmen]]«, nicht »brücken«, vgl. [[γέφυρα]]; beide Male in der Form γεφύρωσεν, mit der Arsis des fünften Fußes schließend: Iliad. 15, 357 [[Ἀπόλλων]] ῥεῖ' ὄχθας καπέτοιο βαθείης ποσσὶν ἐρείπων ἐς μέσσον κατέβαλλε, γεφύρωσεν δὲ κέλευθον μακρὴν ἠδ' εὐρεῖαν, ὅσον τ' ἐπὶ δουρὸς ἐρωὴ γίγνεται; 21, 245, Achilleus im Skamander, ὁ δὲ πτελέην ἕλε χερσὶν εὐφυέα μεγάλην· ἡ δ' ἐκ ῥιζέων ἐριποῦσα κρημνὸν ἅπαντα διῶσεν, ἐπέσχε δὲ καλὰ ῥέεθρα ὄζοισιν πυκινοῖσι, γεφύρωσεν δέ μιν αὐτὸν | [[εἴσω]] πᾶσ' ἐριποῦσα, var. lect. Scholl. γεφύρωσεν δὲ κέλευθον, wie 15, 357. – Übertr., Ἀτρείδαις νόστον Pind. I. 7, 51; [[πυρήν]], gangbar machen, Her. 2, 107; τὰ δύσμορα Luc. Demon. 1. Gew. überbrücken, Her. 7, 24, 34; τοὺς τῆς θαλάττης τροχούς Plat. Critia. 115 e; τοῖς ποταμίοις πλοίοις τὴν διάβασιν Pol. 3, 66, 6; vgl. 1, 10, 9; τὸ [[στόμα]] γεφυρούμενον 16, 29, 11; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0487.png Seite 487]] dämmen, brücken; Hom. zweimal, in der Bedeutung »[[dämmen]]«, nicht »brücken«, vgl. [[γέφυρα]]; beide Male in der Form γεφύρωσεν, mit der Arsis des fünften Fußes schließend: Iliad. 15, 357 [[Ἀπόλλων]] ῥεῖ' ὄχθας καπέτοιο βαθείης ποσσὶν ἐρείπων ἐς μέσσον κατέβαλλε, γεφύρωσεν δὲ κέλευθον μακρὴν ἠδ' εὐρεῖαν, ὅσον τ' ἐπὶ δουρὸς ἐρωὴ γίγνεται; 21, 245, Achilleus im Skamander, ὁ δὲ πτελέην ἕλε χερσὶν εὐφυέα μεγάλην· ἡ δ' ἐκ ῥιζέων ἐριποῦσα κρημνὸν ἅπαντα διῶσεν, ἐπέσχε δὲ καλὰ ῥέεθρα ὄζοισιν πυκινοῖσι, γεφύρωσεν δέ μιν αὐτὸν | [[εἴσω]] πᾶσ' ἐριποῦσα, var. lect. Scholl. γεφύρωσεν δὲ κέλευθον, wie 15, 357. – Übertr., Ἀτρείδαις νόστον Pind. I. 7, 51; [[πυρήν]], gangbar machen, Her. 2, 107; τὰ δύσμορα Luc. Demon. 1. Gew. überbrücken, Her. 7, 24, 34; τοὺς τῆς θαλάττης τροχούς Plat. Critia. 115 e; τοῖς ποταμίοις πλοίοις τὴν διάβασιν Pol. 3, 66, 6; vgl. 1, 10, 9; τὸ [[στόμα]] γεφυρούμενον 16, 29, 11; Sp.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> γεφυρώσω;<br /><b>1</b> <i>dans Hom.</i> couvrir d'une chaussée : γ. κέλευθον IL rendre le chemin praticable par une chaussée, frayer un chemin ; γεφύρωσε (ποταμὸν) ἡ πτελεή IL l'orme s'étendit sur le fleuve comme une chaussée;<br /><b>2</b> <i>après Hom.</i> jeter un pont sur : ποταμόν HDT sur un fleuve ; γ. νεκροῖς LUC faire un pont de cadavres ; <i>Pass.</i> être rendu accessible au moyen d'un pont.<br />'''Étymologie:''' [[γέφυρα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γεφῡρόω''': ([[γέφυρα]]) [[συνδέω]] διὰ γεφύρας, καθιστῶ διαβατὸν διὰ γεφύρας, γεφύρωσε δὲ μιν (ἐνν. τὸν ποταμὸν) ἡ πτελέη, ἡ πεσοῦσα [[πτελέα]] ἀπετέλεσε γέφυραν [[ὑπεράνω]] τοῦ ποταμοῦ, Ἱλ. Φ. 245· οὕτω παρὰ πεζοῖς, γ. τὸν ποταμόν, [[κάμνω]] γέφυραν [[ὑπεράνω]] [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 4. 118, πρβλ. 88, Πλάτ. Κριτ. 115C· ἐγεφυρώθη ὁ [[πόρος]] Ἡρόδ. 7. 36· ποταμὸν πλοίοις γ. Πολύβ. 3. 66, 6· νεκροῖς Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 12. 2. 2) [[κάμνω]] [δίοδόν τινα] ὡς γέφυραν, γεφύρωσε κέλευθον, ἔκαμε δρόμον διὰ γεφύρας, γεφυρωτόν, Ἰλ. Ο. 327· νόστον Ἀτρείδαις γ. Πίνδ. Ι. 8(7). 111. ΙΙ. [[ὑπερασπίζω]] διὰ προχώματος (πρβλ. ἀπογεφ-), Εὐσ. Χρον.
|lstext='''γεφῡρόω''': ([[γέφυρα]]) [[συνδέω]] διὰ γεφύρας, καθιστῶ διαβατὸν διὰ γεφύρας, γεφύρωσε δὲ μιν (ἐνν. τὸν ποταμὸν) ἡ πτελέη, ἡ πεσοῦσα [[πτελέα]] ἀπετέλεσε γέφυραν [[ὑπεράνω]] τοῦ ποταμοῦ, Ἱλ. Φ. 245· οὕτω παρὰ πεζοῖς, γ. τὸν ποταμόν, [[κάμνω]] γέφυραν [[ὑπεράνω]] [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 4. 118, πρβλ. 88, Πλάτ. Κριτ. 115C· ἐγεφυρώθη ὁ [[πόρος]] Ἡρόδ. 7. 36· ποταμὸν πλοίοις γ. Πολύβ. 3. 66, 6· νεκροῖς Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 12. 2. 2) [[κάμνω]] [δίοδόν τινα] ὡς γέφυραν, γεφύρωσε κέλευθον, ἔκαμε δρόμον διὰ γεφύρας, γεφυρωτόν, Ἰλ. Ο. 327· νόστον Ἀτρείδαις γ. Πίνδ. Ι. 8(7). 111. ΙΙ. [[ὑπερασπίζω]] διὰ προχώματος (πρβλ. ἀπογεφ-), Εὐσ. Χρον.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> γεφυρώσω;<br /><b>1</b> <i>dans Hom.</i> couvrir d'une chaussée : γ. κέλευθον IL rendre le chemin praticable par une chaussée, frayer un chemin ; γεφύρωσε (ποταμὸν) ἡ πτελεή IL l'orme s'étendit sur le fleuve comme une chaussée;<br /><b>2</b> <i>après Hom.</i> jeter un pont sur : ποταμόν HDT sur un fleuve ; γ. νεκροῖς LUC faire un pont de cadavres ; <i>Pass.</i> être rendu accessible au moyen d'un pont.<br />'''Étymologie:''' [[γέφυρα]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater