Anonymous

διαμάω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0589.png Seite 589]] (s. [[ἀμάω]]), durchmähen, [[durchschneiden]], durchstoßen, durchhauen. Hom. ἀντικρὺ δὲ παραὶ λαπἀρην διάμησε χιτῶνα | [[ἔγχος]] Iliad. 8, 359. 7, 253. Vgl. [[ἀπαμάω]], ἐπαμάω, [[καταμάω]]. – Folgende: λευκὴν παρηΐδα Eur. El. 1023, [[zerkratzen]], ἄκροισι δακτύλοισι χθόνα Bacch. 708, u. Sp., wie Qu. Sm. 1, 620. – Med., auseinanderkratzen, [[aufscharren]], κάχληκα Thuc. 4, 26; χιόνα Pol. 3, 55, 6; – a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0589.png Seite 589]] (s. [[ἀμάω]]), durchmähen, [[durchschneiden]], durchstoßen, durchhauen. Hom. ἀντικρὺ δὲ παραὶ λαπἀρην διάμησε χιτῶνα | [[ἔγχος]] Iliad. 8, 359. 7, 253. Vgl. [[ἀπαμάω]], ἐπαμάω, [[καταμάω]]. – Folgende: λευκὴν παρηΐδα Eur. El. 1023, [[zerkratzen]], ἄκροισι δακτύλοισι χθόνα Bacch. 708, u. Sp., wie Qu. Sm. 1, 620. – Med., auseinanderkratzen, [[aufscharren]], κάχληκα Thuc. 4, 26; χιόνα Pol. 3, 55, 6; – a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />déchirer, creuser.<br />'''Étymologie:''' DELG sans doute [[διά]], [[ἀμάω]] « moissonner, couper ».
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαμάω''': μέλλ. -ήσω, [[κόπτω]] διὰ μέσου, [[διασχίζω]], χιτῶνα Ἰλ. Γ. 359· λευκὴν παρηΐδα Εὐρ. Ἠλ. 1023· διὰ λαιμὸν ἀμῆσαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ., 374· - [[σκαλίζω]], [[διασκάπτω]], δακτύλοις δ. χθόνα Εὐρ. Βάκχ. 709, [[ἔνθα]] ἴδε Ἐλμσλ.· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα Θουκ. 4. 26· τὴν χιόνα Πολύβ. 3. 55, 6.
|lstext='''διαμάω''': μέλλ. -ήσω, [[κόπτω]] διὰ μέσου, [[διασχίζω]], χιτῶνα Ἰλ. Γ. 359· λευκὴν παρηΐδα Εὐρ. Ἠλ. 1023· διὰ λαιμὸν ἀμῆσαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ., 374· - [[σκαλίζω]], [[διασκάπτω]], δακτύλοις δ. χθόνα Εὐρ. Βάκχ. 709, [[ἔνθα]] ἴδε Ἐλμσλ.· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα Θουκ. 4. 26· τὴν χιόνα Πολύβ. 3. 55, 6.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />déchirer, creuser.<br />'''Étymologie:''' DELG sans doute [[διά]], [[ἀμάω]] « moissonner, couper ».
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth