Anonymous

κάτειμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1394.png Seite 1394]] (s. [[εἶμι]]), 1) hinuntergehen, herabkommen; Ἴδηθεν κατιοῦσα Il. 4, 475; [[ποταμόνδε]] κατήϊεν Od. 10, 159; in die Unterwelt, κατάμεν δόμον [[Ἄϊδος]] Il. 14, 457 (wie Soph. Ant. 896 Eur. Alc. 74; κατιόντας εἰς Ἅιδου Plat. Ax. 371 a); von einem Flusse, hinabfließen, [[πεδίονδε]] κάτεισιν 11, 492; von einem Schiffe, aus der hohen See der Küste zu fahren, ἐς λιμένα Od. 16, 472; hinkommen, εἰς πόλεις Plat. Prot. 316 c. – Vom Sturme, herabfahren, ἀνέμου δὲ κατιόντος μεγάλου Thuc. 2, 25; ὡς τὸ [[πνεῦμα]] κατῄει 2, 84; ἀνέμου κατιόντος ἐν πελάγει Plut. Pericl. 33; komisch ἅμα ταῖς πολιαῖς κατιούσαις Ar. Equ. 519; ὀνείδεα κατιόντα ἀνθρώπῳ φιλέει ἐπανάγειν τὸν θυμόν Her. 7, 160. – 2) zurückkommen, Od. 13, 267; von dem Verbannten, in sein Vaterland zurückkehren; φυγὰς κάτεισιν Aesch. Ag. 1256; Her. 3, 45. 9, 26; κατιὼν [[οἴκαδε]] Plat. Ep. VII, 607 d; Polit. 273 e; οἱ φυγάδες κατῄεσαν Xen. Hell. 2, 2, 14; absol., Isocr. 4, 116 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1394.png Seite 1394]] (s. [[εἶμι]]), 1) hinuntergehen, herabkommen; Ἴδηθεν κατιοῦσα Il. 4, 475; [[ποταμόνδε]] κατήϊεν Od. 10, 159; in die Unterwelt, κατάμεν δόμον [[Ἄϊδος]] Il. 14, 457 (wie Soph. Ant. 896 Eur. Alc. 74; κατιόντας εἰς Ἅιδου Plat. Ax. 371 a); von einem Flusse, hinabfließen, [[πεδίονδε]] κάτεισιν 11, 492; von einem Schiffe, aus der hohen See der Küste zu fahren, ἐς λιμένα Od. 16, 472; hinkommen, εἰς πόλεις Plat. Prot. 316 c. – Vom Sturme, herabfahren, ἀνέμου δὲ κατιόντος μεγάλου Thuc. 2, 25; ὡς τὸ [[πνεῦμα]] κατῄει 2, 84; ἀνέμου κατιόντος ἐν πελάγει Plut. Pericl. 33; komisch ἅμα ταῖς πολιαῖς κατιούσαις Ar. Equ. 519; ὀνείδεα κατιόντα ἀνθρώπῳ φιλέει ἐπανάγειν τὸν θυμόν Her. 7, 160. – 2) zurückkommen, Od. 13, 267; von dem Verbannten, in sein Vaterland zurückkehren; φυγὰς κάτεισιν Aesch. Ag. 1256; Her. 3, 45. 9, 26; κατιὼν [[οἴκαδε]] Plat. Ep. VII, 607 d; Polit. 273 e; οἱ φυγάδες κατῄεσαν Xen. Hell. 2, 2, 14; absol., Isocr. 4, 116 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[κάτειμι]];<br /><b>1</b> descendre : δόμον [[Ἄϊδος]] [[εἴσω]] IL <i>ou</i> Ἀϊδόσδε IL, [[εἰς]] ᾍδου δόμους EUR chez Hadès, dans les enfers ; <i>en parl. de choses</i> [[πεδίονδε]] IL descendre à travers la plaine <i>en parl. d'une rivière</i> ; [[ἐς]] λιμένα OD arriver au port <i>en parl. d'un navire</i> ; souffler avec force <i>en parl. du vent ; fig.</i> ὀνείδεα κατιόντα ἀνθρώπῳ HDT outrages qui s'abattent sur un homme;<br /><b>2</b> revenir ; <i>en parl. d'exilés</i> rentrer dans son pays ; <i>en ce sens, us. comme Pass. de</i> [[κατάγω]] : être ramené : [[ὑπό]] τινος par qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εἶμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κάτειμι''': Ἐπικ. ἀόρ. [[καταείσατο]] Ἰλ. Λ. 358 ([[εἶμι]]). Κατέρχομαι, [[καταβαίνω]] (ἀντίθ. [[ἄνειμι]]), [[ποταμόνδε]] Ὀδ. Κ. 159· Ἴδηθεν Ἰλ. 475· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ. (παρ’ οἷς χρησιμεύει ὡς μέλλ. τοῦ [[κατέρχομαι]])·- ἰδίως [[καταβαίνω]] εἰς τὸν τάφον, εἰς τὸν ᾍδην, [[κατίμεν]] δόμον Ἄϊδος [[εἴσω]] Ἰλ. Ξ. 457· Ἀϊδόσδε Υ. 294· εἰς Ἅιδου δόμους Εὐρ. Ἄλκ. 73· (καὶ οὕτω μόνον, κάκιστα δὴ μακρῷ κατ. (δηλ. εἰς νερτέρους, εἰς ᾍδου) Σοφ. Ἀντ. 896)· ἐπὶ πλοίου, (κατάγομαι), [[καταπλέω]] εἰς τὴν ξηράν, νῆα… κατιοῦσαν ἐς λιμέν’ ἡμέτερον Ὀδ. Π 472· ἐπὶ ποταμοῦ, ποταμὸς [[πεδίονδε]] κάτεισι χειμάρρους Ἰλ. Λ. 492· ἐπὶ ἀνέμου, [[κατέρχομαι]] ὁρμητικῶς, Θουκ. 2. 25., 6. 2· ὡς τὸ [[πνεῦμα]] κατῄει [[αὐτόθι]] 84· ἀνέμου κατιόντος ἐν πελάγει Πλουτ. Περικλ. 33·- μεταφορ., ὀνείδεα κατιόντα ἀνθρώπῳ φιλέει ἐπανάγειν τὸν θυμὸν Ἡρόδ. 7. 160· καὶ κωμικῶς, ἅμα ταῖς πολιαῖς κατιούσαις Ἀριστοφ. Ἱππ. 517, ἴδε ἐν λ. [[πολιός]]· ὁρῶ κατιούσας, δηλ. τὰς νεφέλας ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 323. ΙΙ. [[ἐπανέρχομαι]], [[ἐπιστρέφω]], [[ἀγρόθεν]] Ὀδ. Ν. 267· εἰς ἄστυ Ο. 505· [[ἐπανέρχομαι]] εἰς τὴν πατρίδα, Ἡρόδ. 1. 62., 3. 45., 5. 62· φυγὰς [[ἀλήτης]] κ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1283, Ἀνδοκ. 11. 9· οἱ φυγάδες κατῄεσαν Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 14· κατιὼν [[οἴκαδε]] Πλάτ. Ἐπιστ. 7. 333D, κτλ.· ἐκ τῶν Μήδων Ἡρόδ. 4. 3· ἐν χρήσει ὡς παθ. τοῦ [[κατάγω]], Εὐρ. Μήδ. 1015. 1016· ὑπὸ τῶν ἑτέρων… κάτεισι Θουκ. 8. 48, πρβλ. [[κατέρχομαι]], [[καταδέχομαι]], [[κάθοδος]].
|lstext='''κάτειμι''': Ἐπικ. ἀόρ. [[καταείσατο]] Ἰλ. Λ. 358 ([[εἶμι]]). Κατέρχομαι, [[καταβαίνω]] (ἀντίθ. [[ἄνειμι]]), [[ποταμόνδε]] Ὀδ. Κ. 159· Ἴδηθεν Ἰλ. 475· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ. (παρ’ οἷς χρησιμεύει ὡς μέλλ. τοῦ [[κατέρχομαι]])·- ἰδίως [[καταβαίνω]] εἰς τὸν τάφον, εἰς τὸν ᾍδην, [[κατίμεν]] δόμον Ἄϊδος [[εἴσω]] Ἰλ. Ξ. 457· Ἀϊδόσδε Υ. 294· εἰς Ἅιδου δόμους Εὐρ. Ἄλκ. 73· (καὶ οὕτω μόνον, κάκιστα δὴ μακρῷ κατ. (δηλ. εἰς νερτέρους, εἰς ᾍδου) Σοφ. Ἀντ. 896)· ἐπὶ πλοίου, (κατάγομαι), [[καταπλέω]] εἰς τὴν ξηράν, νῆα… κατιοῦσαν ἐς λιμέν’ ἡμέτερον Ὀδ. Π 472· ἐπὶ ποταμοῦ, ποταμὸς [[πεδίονδε]] κάτεισι χειμάρρους Ἰλ. Λ. 492· ἐπὶ ἀνέμου, [[κατέρχομαι]] ὁρμητικῶς, Θουκ. 2. 25., 6. 2· ὡς τὸ [[πνεῦμα]] κατῄει [[αὐτόθι]] 84· ἀνέμου κατιόντος ἐν πελάγει Πλουτ. Περικλ. 33·- μεταφορ., ὀνείδεα κατιόντα ἀνθρώπῳ φιλέει ἐπανάγειν τὸν θυμὸν Ἡρόδ. 7. 160· καὶ κωμικῶς, ἅμα ταῖς πολιαῖς κατιούσαις Ἀριστοφ. Ἱππ. 517, ἴδε ἐν λ. [[πολιός]]· ὁρῶ κατιούσας, δηλ. τὰς νεφέλας ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 323. ΙΙ. [[ἐπανέρχομαι]], [[ἐπιστρέφω]], [[ἀγρόθεν]] Ὀδ. Ν. 267· εἰς ἄστυ Ο. 505· [[ἐπανέρχομαι]] εἰς τὴν πατρίδα, Ἡρόδ. 1. 62., 3. 45., 5. 62· φυγὰς [[ἀλήτης]] κ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1283, Ἀνδοκ. 11. 9· οἱ φυγάδες κατῄεσαν Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 14· κατιὼν [[οἴκαδε]] Πλάτ. Ἐπιστ. 7. 333D, κτλ.· ἐκ τῶν Μήδων Ἡρόδ. 4. 3· ἐν χρήσει ὡς παθ. τοῦ [[κατάγω]], Εὐρ. Μήδ. 1015. 1016· ὑπὸ τῶν ἑτέρων… κάτεισι Θουκ. 8. 48, πρβλ. [[κατέρχομαι]], [[καταδέχομαι]], [[κάθοδος]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[κάτειμι]];<br /><b>1</b> descendre : δόμον [[Ἄϊδος]] [[εἴσω]] IL <i>ou</i> Ἀϊδόσδε IL, [[εἰς]] ᾍδου δόμους EUR chez Hadès, dans les enfers ; <i>en parl. de choses</i> [[πεδίονδε]] IL descendre à travers la plaine <i>en parl. d'une rivière</i> ; [[ἐς]] λιμένα OD arriver au port <i>en parl. d'un navire</i> ; souffler avec force <i>en parl. du vent ; fig.</i> ὀνείδεα κατιόντα ἀνθρώπῳ HDT outrages qui s'abattent sur un homme;<br /><b>2</b> revenir ; <i>en parl. d'exilés</i> rentrer dans son pays ; <i>en ce sens, us. comme Pass. de</i> [[κατάγω]] : être ramené : [[ὑπό]] τινος par qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εἶμι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth