Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εἰσοικίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0744.png Seite 744]] ansiedeln, als Bewohner wohin versetzen, τινά, Pol. 5, 100, 8 u. Sp. Häufiger das med., sich ansiedeln, einwandern u. sich niederlassen, ἐς Κρήτην Her. 7, 171; χώραν Plut. Sol. 7; – εἰς [[ἐργαστήριον]], einziehen, Aesch. 1, 124; εἰς αὐτοῦ τοῦ Καίσαρος εἰσῳκίσθη Dio Cass. 43, 27; übertr., ἡ [[παρανομία]] κατὰ σμικρὸν εἰσοικισαμένη, die allmälig einschlich, Plat. Rep. IV, 424 d; vgl. Pol. 6, 57, 5; εἰς τὰ καθαρὰ λιμὸς εἰσοικίζεται Men. fr. inc. 290.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0744.png Seite 744]] ansiedeln, als Bewohner wohin versetzen, τινά, Pol. 5, 100, 8 u. Sp. Häufiger das med., sich ansiedeln, einwandern u. sich niederlassen, ἐς Κρήτην Her. 7, 171; χώραν Plut. Sol. 7; – εἰς [[ἐργαστήριον]], einziehen, Aesch. 1, 124; εἰς αὐτοῦ τοῦ Καίσαρος εἰσῳκίσθη Dio Cass. 43, 27; übertr., ἡ [[παρανομία]] κατὰ σμικρὸν εἰσοικισαμένη, die allmälig einschlich, Plat. Rep. IV, 424 d; vgl. Pol. 6, 57, 5; εἰς τὰ καθαρὰ λιμὸς εἰσοικίζεται Men. fr. inc. 290.
}}
{{bailly
|btext=établir dans une habitation, installer.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[οἰκίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσοικίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[εἰσάγω]] ὡς κάτοικον, βάλλω τινὰ νὰ κατοικήσῃ, γενόμενος δὲ [[κύριος]] τῶν Θηβῶν, τοὺς μὲν ὑπάρχοντας οἰκήτορας ἐξηνδραποδίσατο, Μακεδόνας δὲ εἰσοικίσας, Φιλίππου τὴν πόλιν ἀντὶ Θηβῶν κατωνόμασεν Πολύβ. 5. 100, 8: - Μέσ. καὶ παθ., τούτων δὲ ἐσοικισθέντων ἐς τοὺς Αἰθίοπας, τούτων δὲ κατοικησάντων μεταξὺ τῶν Αἰθιόπων, Ἡρόδ. 2. 30· ἐς τὴν Κρήτην ὁ αὐτ. 7. 171· εἰς τὸ [[ἐργαστήριον]] Αἰσχίν. 17. 31· [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] προθ. μετ’ αἰτ., εἰσ. χώραν Πλουτ. Σόλων 7: - μεταφ. [[γίνομαι]] [[οἰκεῖος]], ἐγκαθιδρύομαι, ἡ [[παρανομία]] κατὰ σμικρὸν εἰσοικισαμένη Πλάτ. Πολ. 424D· λιμὸς εἰσοικίζεται Μενανδ. ἐν Ἀδήλ. 290.
|lstext='''εἰσοικίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[εἰσάγω]] ὡς κάτοικον, βάλλω τινὰ νὰ κατοικήσῃ, γενόμενος δὲ [[κύριος]] τῶν Θηβῶν, τοὺς μὲν ὑπάρχοντας οἰκήτορας ἐξηνδραποδίσατο, Μακεδόνας δὲ εἰσοικίσας, Φιλίππου τὴν πόλιν ἀντὶ Θηβῶν κατωνόμασεν Πολύβ. 5. 100, 8: - Μέσ. καὶ παθ., τούτων δὲ ἐσοικισθέντων ἐς τοὺς Αἰθίοπας, τούτων δὲ κατοικησάντων μεταξὺ τῶν Αἰθιόπων, Ἡρόδ. 2. 30· ἐς τὴν Κρήτην ὁ αὐτ. 7. 171· εἰς τὸ [[ἐργαστήριον]] Αἰσχίν. 17. 31· [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] προθ. μετ’ αἰτ., εἰσ. χώραν Πλουτ. Σόλων 7: - μεταφ. [[γίνομαι]] [[οἰκεῖος]], ἐγκαθιδρύομαι, ἡ [[παρανομία]] κατὰ σμικρὸν εἰσοικισαμένη Πλάτ. Πολ. 424D· λιμὸς εἰσοικίζεται Μενανδ. ἐν Ἀδήλ. 290.
}}
{{bailly
|btext=établir dans une habitation, installer.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[οἰκίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml