Anonymous

Odysseus: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }} ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{WoodhouseENELnames
{{WoodhouseENELnames
|Text=[[Ὀδυσσεύς]], -έως, ὁ, or say, [[son of Laertes]].
|Text=[[Ὀδυσσεύς]], -έως, ὁ, or say, [[son of Laertes]].
}}
{{bailly
|btext=έως <i>ou</i> ῆος (ὁ) :<br />Ulysse, <i>roi d'Ithaque</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG l'étym. véritable est inconnue ; les variations dans la forme du nom font penser à un emprunt à un substrat anatolien <i>ou</i> égéen.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Ὀδυσσεύς''': έως, Ἰων. ῆος, ὁ, Λατ. Ulysses, βασιλεὺς τῆς Ἰθάκης οὗ αἱ τύχαι [[μετὰ]] τὴν πτῶσιν τῆς Τροίας ἐκτίθενται ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ· ὁ Ὅμηρ. ἔχει καὶ τὸν Ἐπικ. τύπον, Ὀδῠσεύς· Αἰολ. γεν. Ὀδῠσεῦς Ὀδ. Ω. 398· αἰτ. Ὀδυσσέα (ἡ λήγουσα βραχεῖα πρὸ φωνήεντος) Ρ. 301· Ὀδυσσέα (αἱ δύο τελευτ. συλλ. ἀποτελοῦσι μίαν διὰ συνιζήσεως) Σοφ. Αἴ. 104, Ὀδυσσῆ Πινδ. Ν. 8. 44, Ὀδυσσῆα Ι. 74, 83, κ. ἀλλ.· ― Οὑδυσσεύς, κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ ὁ Ὀδ., Σοφ. Φ. 572· ― πληθ., Ὀδυσσέας Εὐρ. Ρῆσ. 866. ― Περὶ τῆς μυθικῆς ἐτυμολογίας τῆς λέξεως παρ’ Ὁμ. ἴδε ἐν λ. [[ὀδύσσομαι]]. Ἐπίθ. Ὀδύσσειος, α, ον, ὁ εἰς τὸν Ὀδυσσέα ἀνήκων, Τζέτζ., κτλ.· Ἐπικ. Ὀδυσσήιος, Ὀδ. Σ. 353.
|lstext='''Ὀδυσσεύς''': έως, Ἰων. ῆος, ὁ, Λατ. Ulysses, βασιλεὺς τῆς Ἰθάκης οὗ αἱ τύχαι [[μετὰ]] τὴν πτῶσιν τῆς Τροίας ἐκτίθενται ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ· ὁ Ὅμηρ. ἔχει καὶ τὸν Ἐπικ. τύπον, Ὀδῠσεύς· Αἰολ. γεν. Ὀδῠσεῦς Ὀδ. Ω. 398· αἰτ. Ὀδυσσέα (ἡ λήγουσα βραχεῖα πρὸ φωνήεντος) Ρ. 301· Ὀδυσσέα (αἱ δύο τελευτ. συλλ. ἀποτελοῦσι μίαν διὰ συνιζήσεως) Σοφ. Αἴ. 104, Ὀδυσσῆ Πινδ. Ν. 8. 44, Ὀδυσσῆα Ι. 74, 83, κ. ἀλλ.· ― Οὑδυσσεύς, κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ ὁ Ὀδ., Σοφ. Φ. 572· ― πληθ., Ὀδυσσέας Εὐρ. Ρῆσ. 866. ― Περὶ τῆς μυθικῆς ἐτυμολογίας τῆς λέξεως παρ’ Ὁμ. ἴδε ἐν λ. [[ὀδύσσομαι]]. Ἐπίθ. Ὀδύσσειος, α, ον, ὁ εἰς τὸν Ὀδυσσέα ἀνήκων, Τζέτζ., κτλ.· Ἐπικ. Ὀδυσσήιος, Ὀδ. Σ. 353.
}}
{{bailly
|btext=έως <i>ou</i> ῆος (ὁ) :<br />Ulysse, <i>roi d'Ithaque</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG l'étym. véritable est inconnue ; les variations dans la forme du nom font penser à un emprunt à un substrat anatolien <i>ou</i> égéen.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth