Anonymous

εἰσάγω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0739.png Seite 739]] (s. [[ἄγω]]; εἰσαγηοχότες Dem. 18, 39 im Briefe des Philipp), hineinführen, -bringen, von Hom. an, der die Tmesis ἐς δ' [[ἄγεν]] hat, überall; αὐτοὺς δόμον, ins Haus, Od. 4, 43; Κρήτην ἑταίρους, die Gefährten nach Kreta, 3, 191; δούλιον αἶσαν, ins Sklavenloos, Aesch. Ch. 75; ἥ μ' εἰσήγαγε τείχη Eur. Phoen. 368; Hec. 1148; aber δόμοις Alc. 1115; sonst mit praeposit., εἰς ἓν [[χωρίον]] Her. 1, 196; ποταμὸν ἐς τὴν λίμνην, den Fluß in den See leiten, 1, 191; bes. zu bemerken εἰς τοὺς φράτορας, εἰς τοὺς δημότας τινὰ εἰσάγειν, in diese Genossenschaften einführen, einschreiben lassen, Is. 2, 14 Dem. 43, 14. 59, 13; εἰς Κήρυκας εἰσάγει Andoc. 1, 127; ἰατρόν τινι, den Arzt zu Jemandem rufen lassen, Xen. Mem. 2, 4, 3 Dem. 47, 67; τινὰ εἰς σπονδάς, zur Theilnahme am Bündniß bewegen, Thuc. 5, 35; – [[σῖτον]] ἐς τὴν νῆσον, einführen, Thuc. 4, 26. 2, 6; Plat. Rep. II, 371 a; Andoc. 2, 12; pass, Her. 3, 6; auch im med., 5, 34. – Von Sitten u. Gebräuchen, Her. 2, 49; τελετὰς πονηράς Eur. Bacch. 160; [[ἐπιτήδευμα]] Plat. Rep. III, 389 d; [[ἔθος]] εἰς τὴν πολιτείαν Dem. 19, 2; αὐλὸν είς τὸν πόλεμον Pol. 4, 20, 6. – In Schriften, auf der Bühne; ἐν τραγῳδίαις Ἥραν Plat. Rep. II, 381 d; δράματα Apol. 35 b; τὰ εἴδη εἰσάγει, von Plato, Arist. Eth. Nic. 1, 6, 1. Auch im med., ὑποκριτὰς εἰσάγομαι, auftreten lassen, Plat. Legg. VII, 817 c. – Med., in eine Gemeinschaft einführen, Her. 3, 70; dem [[εἰσδέχομαι]] entsprechend, Thuc. 8, 16, bei sich aufnehmen, wie 8, 108; εἰς τὰς ἰδίας οἰκίας Pol. 2, 57, 7; γυναῖκα, zu sich einführen, heirathen, Her. 5, 39 u. öfter; 5, 40 auch im act. – In der attischen Gerichtssprache = die Klage dem Gerichtshofe vorlegen, vom Vorstande desselben, wie Athene bei Aesch. Eum. 552 sagt [[εἰσάγω]] τὴν δίκην; vgl. Dem. 21, 47 οἱ θεσμοθέται εἰσαγόντων εἰς τὴν ἡλιαίαν (τὴν γραφήν) auch τοὺς ἀμφισβητοῦντας εἰς τὸ [[δικαστήριον]], 48, 31; vom Kläger, Jemanden vor Gericht laden, δίκην, Antiph. 6, 42; εἰς δικαστάς Dem. 59, 12 u. sonst; εἰσάγειν τινά τινος, Jemanden worüber belangen, Plat. Apol. 26 a; auch ἐμὲ εἰσάγεις ὡς διαφθείροντα τοὺς νέους, 25 c; 24 d ἐμὲ εἰσάγεις τουτοισί.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0739.png Seite 739]] (s. [[ἄγω]]; εἰσαγηοχότες Dem. 18, 39 im Briefe des Philipp), hineinführen, -bringen, von Hom. an, der die Tmesis ἐς δ' [[ἄγεν]] hat, überall; αὐτοὺς δόμον, ins Haus, Od. 4, 43; Κρήτην ἑταίρους, die Gefährten nach Kreta, 3, 191; δούλιον αἶσαν, ins Sklavenloos, Aesch. Ch. 75; ἥ μ' εἰσήγαγε τείχη Eur. Phoen. 368; Hec. 1148; aber δόμοις Alc. 1115; sonst mit praeposit., εἰς ἓν [[χωρίον]] Her. 1, 196; ποταμὸν ἐς τὴν λίμνην, den Fluß in den See leiten, 1, 191; bes. zu bemerken εἰς τοὺς φράτορας, εἰς τοὺς δημότας τινὰ εἰσάγειν, in diese Genossenschaften einführen, einschreiben lassen, Is. 2, 14 Dem. 43, 14. 59, 13; εἰς Κήρυκας εἰσάγει Andoc. 1, 127; ἰατρόν τινι, den Arzt zu Jemandem rufen lassen, Xen. Mem. 2, 4, 3 Dem. 47, 67; τινὰ εἰς σπονδάς, zur Theilnahme am Bündniß bewegen, Thuc. 5, 35; – [[σῖτον]] ἐς τὴν νῆσον, einführen, Thuc. 4, 26. 2, 6; Plat. Rep. II, 371 a; Andoc. 2, 12; pass, Her. 3, 6; auch im med., 5, 34. – Von Sitten u. Gebräuchen, Her. 2, 49; τελετὰς πονηράς Eur. Bacch. 160; [[ἐπιτήδευμα]] Plat. Rep. III, 389 d; [[ἔθος]] εἰς τὴν πολιτείαν Dem. 19, 2; αὐλὸν είς τὸν πόλεμον Pol. 4, 20, 6. – In Schriften, auf der Bühne; ἐν τραγῳδίαις Ἥραν Plat. Rep. II, 381 d; δράματα Apol. 35 b; τὰ εἴδη εἰσάγει, von Plato, Arist. Eth. Nic. 1, 6, 1. Auch im med., ὑποκριτὰς εἰσάγομαι, auftreten lassen, Plat. Legg. VII, 817 c. – Med., in eine Gemeinschaft einführen, Her. 3, 70; dem [[εἰσδέχομαι]] entsprechend, Thuc. 8, 16, bei sich aufnehmen, wie 8, 108; εἰς τὰς ἰδίας οἰκίας Pol. 2, 57, 7; γυναῖκα, zu sich einführen, heirathen, Her. 5, 39 u. öfter; 5, 40 auch im act. – In der attischen Gerichtssprache = die Klage dem Gerichtshofe vorlegen, vom Vorstande desselben, wie Athene bei Aesch. Eum. 552 sagt [[εἰσάγω]] τὴν δίκην; vgl. Dem. 21, 47 οἱ θεσμοθέται εἰσαγόντων εἰς τὴν ἡλιαίαν (τὴν γραφήν) auch τοὺς ἀμφισβητοῦντας εἰς τὸ [[δικαστήριον]], 48, 31; vom Kläger, Jemanden vor Gericht laden, δίκην, Antiph. 6, 42; εἰς δικαστάς Dem. 59, 12 u. sonst; εἰσάγειν τινά τινος, Jemanden worüber belangen, Plat. Apol. 26 a; auch ἐμὲ εἰσάγεις ὡς διαφθείροντα τοὺς νέους, 25 c; 24 d ἐμὲ εἰσάγεις τουτοισί.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> εἰσάξω, <i>ao.2</i> εἰσήγαγον, <i>pf.</i> [[εἰσαγήοχα]];<br />conduire dans, amener dans, introduire : τινα δόμον OD (<i>rar.</i> δόμοις) qqn dans une maison ; σῖτον [[ἐς]] νῆσον THC importer du blé dans une île ; εἰσαγόμενα καὶ ἐξαγόμενα ARSTT les importations et les exportations ; ἰατρόν τινι XÉN amener un médecin auprès de qqn ; γυναῖκα HDT amener une femme (dans sa maison), <i>càd</i> prendre pour femme, épouser ; [[εἰς]] τοὺς φράτορας introduire <i>ou</i> admettre parmi les citoyens d'une phratrie ; τινα [[εἰς]] σπονδάς THC amener qqn à accepter un traiter, obtenir son adhésion à un traité ; <i>particul.</i> faire paraître sur la scène : δράματα PLAT des pièces de théâtre ; εἰσ. [[τι]] [[ἐς]] τὴν βουλήν XÉN introduire une proposition devant le Conseil ; εἰσ. τινὰ [[εἰς]] [[δικαστήριον]] PLAT amener, <i>càd</i> assigner qqn devant un tribunal ; εἰσ. τινὰ [[ὡς]] διαφθείροντα τοὺς νέους PLAT poursuivre qqn comme coupable de corrompre la jeunesse ; ἐμὲ εἰσάγεις τουτοισί PLAT tu m'amènes devant les juges que voici ; <i>avec le</i> gén. du grief : [[τῶν]] τοιούτων καὶ ἀκουσίων ἁμαρτημάτων εἰσάγειν PLAT poursuivre pour des fautes de ce genre et involontaires;<br /><i><b>Moy.</b></i> εἰσάγομαι faire venir chez soi, acc. ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> ἐσ. γυναῖκα HDT prendre pour femme, épouser;<br /><b>2</b> importer (des marchandises, des vivres, <i>etc.</i>) acc.;<br /><b>3</b> affilier (à une conspiration) acc..<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[ἄγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσάγω''': ᾰ, μέλλ. -ξω· πρκμ. -αγήοχα Φίλιππ. παρὰ Δημ. 238. 28: - ὁδηγῶ εἰς, ἢ ἐντὸς εἰς τὴν κατοικίαν τινός, [[εἰσάγω]], ὁδηγῶ, μετᾶ διπλῆς αἰτιατ., αὐτοὺς εἰσῆγον [[θεῖον]] δόμον Ὀδ. Δ. 43· πάντας δ’ Ἰδομενεὺς Κρήτην εἰσήγαγ’ ἑταίρους, ἤγαγεν εἰς τὴν Κρήτην, Γ. 191· [[ὡσαύτως]], ἄγειν τινὰ εἰς, ἐς ἓν [[χωρίον]] ἐσάγεσκον ἁλίας (τὰς παρθένους), ἦγον ἀθρόας τὰς παρθένους εἰς [[μέρος]] τι, Ἡροδ. 1. 196, κτλ.· καὶ μετὰ δοτ., τινὰ δόμοις Εὐρ. Ἄλκ. 1112· εἰσάγειν ψυχαῖς [[χάριν]] ὁ αὐτ. Ἱππ. 526· [[ὅταν]] σε καιρὸς εἰσάγῃ = [[ὅταν]] καιρὸς ᾖ σε εἰσιέναι, Σοφ. Ἠλ. 39· νὺξ εἰσ. φόβον ὁ αὐτ. Τρ. 29: - Μέσ., [[εἰσδέχομαι]] στρατὸν εἴς τινα πόλιν, τὸν δὲ πεζὸν οἱ Τήϊοι τὸ πρῶτον οὐκ ἐσδεχόμενοι, ὡς ἔφυγον οἱ Ἀθηναῖοι, ἐσηγάγοντο Θουκ. 8. 16, 108· [[ὡσαύτως]] [[παραλαμβάνω]] τινὰ μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[εἰσάγω]] αὐτὸν εἰς σύνδεσμον ἢ συνωμοσίαν, Ὀτάνης ἐσάγεται Ἰνταφέρνεα Ἡρόδ. 3. 70. 2) ἐσάγειν ἢ ἐσάγεσθαι γυναῖκα, [[εἰσάγω]] εἰς τὴν οἰκίαν μου, [[λαμβάνω]] γυναῖκα ὡς σύζυγόν μου, Λατ. [[ducere]] [[uxorem]], Ἡρόδ. 5. 39, 40., 6. 63. 3) [[κομίζω]] εἰς τὴν πατρίδα μου ξένα ἐμπορεύματα, ὁ αὐτ. 3. 6· σῖτον Θουκ. 4. 26· [[οἶνον]] Ἀθήναζε Δημ. 935. 5· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[σῖτα]] ἐσάγεσθαι Ἡρόδ. 5. 34· εἰσάγεσθαι καὶ ἐξάγεσθαι Ξεν. Ἀθην. Πολ. 2, 3, Δημ. 276. 5: - Παθ., εἰσαγόμενα καὶ ἐξαγόμενα, δηλ. ἐμπορεύματα, Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 7. 4) εἰσάγειν εἰς τοὺς φράτερας, εἰς τοὺς δημότας, ἐγγράφειν, συγκαταλέγειν, συγκαταριθμεῖν μεταξὺ τῶν συμφυλετῶν, τῶν συνδημοτῶν, Λυσ. 183. 10, Ἰσαῖος 45. 22, Δημ. 1315. 20· εἰσ. τινὰς εἰς τὴν πολιτείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 5· - ἰατρὸν εἰσάγειν τινί, καλεῖν ἰατρὸν [[ὅπως]] ἴδῃ τινά, Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 3, Δημ. 1159. 20· ἀλλὰ κατὰ μέσ. τύπον, ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τοῦ ἰατροῦ ἀσθενοῦντος, εἰσάγεσθαι ἄλλους ἰατροὺς Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 8. 5) [[εἰσάγω]] νέα ἤθη ἢ ἔθιμα, Ἡροδ. 2. 49· τελετὰς πονηρὰς Εὐρ. Βάκχ. 260· [[σόφισμα]] ὁ αὐτ. Φοίν. 1408· τὴν πολεμικὴν ἕξιν Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 1· εἰσαγαγεῖν τὰ εἴδη, τὴν περὶ ἰδεῶν διδασκαλίαν, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 1. 6, 1· αὐλὸν εἰς τὸν πόλεμον Πολύβ. 4. 20, 6. 6) δούλιον εἰσᾶγον αἶσαν, ἀντὶ δ. ἆγον εἰς αἶσαν, Αἰσχύλ. Χο. 77. ΙΙ. [[εἰσάγω]], παρουσιάζω, ἰδίως ἐπὶ τῆς σκηνῆς, ὁ δ’ ἀνεῖπεν, εἴσαγ’, ὦ Θέογνι, τὸν χορὸν Ἀριστοφ. Ἀχ. 11, Πλάτ. Πολ. 381D, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]] ἐπὶ ῥήτορος, εἰσ. σεαυτὸν ποῖόν τινα Ἀριστ. Ρητ. 3. 16, 10. 2) ὡς πολιτ. ὅρος, εἰσάγειν τι εἰς τὴν βουλήν, φέρειν τι ἐνώπιον τῆς βουλῆς, Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 5, κτλ. 3) ὡς δικανικὸς ὅρος, εἰσάγειν δίκην ἢ γραφήν, εἰσάγειν ὑπόθεσίν τινα εἰς τὸ [[δικαστήριον]], - [[ὅπερ]] κατὰ μίαν ἔννοιαν ἐγίνετο ὑπὸ τοῦ διώκοντος, litem intendere, (Αἰσχύλ. Εὐμ. 580. 582 πρβλ. Δημ. 703. 6)· κατ’ [[ἄλλην]] δὲ ὑπὸ τοῦ εἰσαγωγέως (ἴδε εἰσαγωγεὺς ΙΙ), dare judicium, (Ἀντιφῶν 146. 16, κτλ.· οἱ δὲ θεσμοθέται εἰσαγέτωσαν εἰς τὴν Ἡλιαίαν Νόμος παρὰ Δημ. 529. 19· ἴδε ἐπὶ πᾶσιν 940. 10 κἑξ.). β) εἰσάγειν τινά, ἐπὶ τῶν λογιστῶν «οἳ τὰς εὐθύνας τῶν διῳκημένων ἐκλογίζονται..., [[ὅταν]] τὰς ἀρχὰς ἀποθῶνται οἱ ἄρχοντες» Ἁρποκρ., [[εἶτα]] παρών, ὅτε με εἰσῆγον οἱ λογισταί, οὐ κατηγόρεις; Δημ. 266, 8, ἴδε τὴν λέξιν [[εὔθυνα]] ΙΙ: ― [[ὡσαύτως]], [[ἁπλῶς]], ἄγω τινὰ εἰς τοὺς δικαστάς, ἐμὲ εἰσάγεις τουτοισὶ καὶ κατηγορεῖς Πλάτ. Ἀπολ. 24D· οὐδέν σοι μεμέληκε περὶ ὧν ἐμὲ εἰσάγεις 25C, κ. ἀλλ.· πλῆρες, εἰσ. εἰς [[δικαστήριον]] [[αὐτόθι]] 29Α, Γοργ. 521C· εἰς τὸ δ. ὁ αὐτ. Νόμ. 910D, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. παρ’ Ἐκκλ., οἱ εἰσαγόμενοι [[εἶναι]] οἱ κατηχούμενοι.
|lstext='''εἰσάγω''': ᾰ, μέλλ. -ξω· πρκμ. -αγήοχα Φίλιππ. παρὰ Δημ. 238. 28: - ὁδηγῶ εἰς, ἢ ἐντὸς εἰς τὴν κατοικίαν τινός, [[εἰσάγω]], ὁδηγῶ, μετᾶ διπλῆς αἰτιατ., αὐτοὺς εἰσῆγον [[θεῖον]] δόμον Ὀδ. Δ. 43· πάντας δ’ Ἰδομενεὺς Κρήτην εἰσήγαγ’ ἑταίρους, ἤγαγεν εἰς τὴν Κρήτην, Γ. 191· [[ὡσαύτως]], ἄγειν τινὰ εἰς, ἐς ἓν [[χωρίον]] ἐσάγεσκον ἁλίας (τὰς παρθένους), ἦγον ἀθρόας τὰς παρθένους εἰς [[μέρος]] τι, Ἡροδ. 1. 196, κτλ.· καὶ μετὰ δοτ., τινὰ δόμοις Εὐρ. Ἄλκ. 1112· εἰσάγειν ψυχαῖς [[χάριν]] ὁ αὐτ. Ἱππ. 526· [[ὅταν]] σε καιρὸς εἰσάγῃ = [[ὅταν]] καιρὸς ᾖ σε εἰσιέναι, Σοφ. Ἠλ. 39· νὺξ εἰσ. φόβον ὁ αὐτ. Τρ. 29: - Μέσ., [[εἰσδέχομαι]] στρατὸν εἴς τινα πόλιν, τὸν δὲ πεζὸν οἱ Τήϊοι τὸ πρῶτον οὐκ ἐσδεχόμενοι, ὡς ἔφυγον οἱ Ἀθηναῖοι, ἐσηγάγοντο Θουκ. 8. 16, 108· [[ὡσαύτως]] [[παραλαμβάνω]] τινὰ μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[εἰσάγω]] αὐτὸν εἰς σύνδεσμον ἢ συνωμοσίαν, Ὀτάνης ἐσάγεται Ἰνταφέρνεα Ἡρόδ. 3. 70. 2) ἐσάγειν ἢ ἐσάγεσθαι γυναῖκα, [[εἰσάγω]] εἰς τὴν οἰκίαν μου, [[λαμβάνω]] γυναῖκα ὡς σύζυγόν μου, Λατ. [[ducere]] [[uxorem]], Ἡρόδ. 5. 39, 40., 6. 63. 3) [[κομίζω]] εἰς τὴν πατρίδα μου ξένα ἐμπορεύματα, ὁ αὐτ. 3. 6· σῖτον Θουκ. 4. 26· [[οἶνον]] Ἀθήναζε Δημ. 935. 5· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[σῖτα]] ἐσάγεσθαι Ἡρόδ. 5. 34· εἰσάγεσθαι καὶ ἐξάγεσθαι Ξεν. Ἀθην. Πολ. 2, 3, Δημ. 276. 5: - Παθ., εἰσαγόμενα καὶ ἐξαγόμενα, δηλ. ἐμπορεύματα, Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 7. 4) εἰσάγειν εἰς τοὺς φράτερας, εἰς τοὺς δημότας, ἐγγράφειν, συγκαταλέγειν, συγκαταριθμεῖν μεταξὺ τῶν συμφυλετῶν, τῶν συνδημοτῶν, Λυσ. 183. 10, Ἰσαῖος 45. 22, Δημ. 1315. 20· εἰσ. τινὰς εἰς τὴν πολιτείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 5· - ἰατρὸν εἰσάγειν τινί, καλεῖν ἰατρὸν [[ὅπως]] ἴδῃ τινά, Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 3, Δημ. 1159. 20· ἀλλὰ κατὰ μέσ. τύπον, ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τοῦ ἰατροῦ ἀσθενοῦντος, εἰσάγεσθαι ἄλλους ἰατροὺς Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 8. 5) [[εἰσάγω]] νέα ἤθη ἢ ἔθιμα, Ἡροδ. 2. 49· τελετὰς πονηρὰς Εὐρ. Βάκχ. 260· [[σόφισμα]] ὁ αὐτ. Φοίν. 1408· τὴν πολεμικὴν ἕξιν Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 1· εἰσαγαγεῖν τὰ εἴδη, τὴν περὶ ἰδεῶν διδασκαλίαν, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 1. 6, 1· αὐλὸν εἰς τὸν πόλεμον Πολύβ. 4. 20, 6. 6) δούλιον εἰσᾶγον αἶσαν, ἀντὶ δ. ἆγον εἰς αἶσαν, Αἰσχύλ. Χο. 77. ΙΙ. [[εἰσάγω]], παρουσιάζω, ἰδίως ἐπὶ τῆς σκηνῆς, ὁ δ’ ἀνεῖπεν, εἴσαγ’, ὦ Θέογνι, τὸν χορὸν Ἀριστοφ. Ἀχ. 11, Πλάτ. Πολ. 381D, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]] ἐπὶ ῥήτορος, εἰσ. σεαυτὸν ποῖόν τινα Ἀριστ. Ρητ. 3. 16, 10. 2) ὡς πολιτ. ὅρος, εἰσάγειν τι εἰς τὴν βουλήν, φέρειν τι ἐνώπιον τῆς βουλῆς, Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 5, κτλ. 3) ὡς δικανικὸς ὅρος, εἰσάγειν δίκην ἢ γραφήν, εἰσάγειν ὑπόθεσίν τινα εἰς τὸ [[δικαστήριον]], - [[ὅπερ]] κατὰ μίαν ἔννοιαν ἐγίνετο ὑπὸ τοῦ διώκοντος, litem intendere, (Αἰσχύλ. Εὐμ. 580. 582 πρβλ. Δημ. 703. 6)· κατ’ [[ἄλλην]] δὲ ὑπὸ τοῦ εἰσαγωγέως (ἴδε εἰσαγωγεὺς ΙΙ), dare judicium, (Ἀντιφῶν 146. 16, κτλ.· οἱ δὲ θεσμοθέται εἰσαγέτωσαν εἰς τὴν Ἡλιαίαν Νόμος παρὰ Δημ. 529. 19· ἴδε ἐπὶ πᾶσιν 940. 10 κἑξ.). β) εἰσάγειν τινά, ἐπὶ τῶν λογιστῶν «οἳ τὰς εὐθύνας τῶν διῳκημένων ἐκλογίζονται..., [[ὅταν]] τὰς ἀρχὰς ἀποθῶνται οἱ ἄρχοντες» Ἁρποκρ., [[εἶτα]] παρών, ὅτε με εἰσῆγον οἱ λογισταί, οὐ κατηγόρεις; Δημ. 266, 8, ἴδε τὴν λέξιν [[εὔθυνα]] ΙΙ: ― [[ὡσαύτως]], [[ἁπλῶς]], ἄγω τινὰ εἰς τοὺς δικαστάς, ἐμὲ εἰσάγεις τουτοισὶ καὶ κατηγορεῖς Πλάτ. Ἀπολ. 24D· οὐδέν σοι μεμέληκε περὶ ὧν ἐμὲ εἰσάγεις 25C, κ. ἀλλ.· πλῆρες, εἰσ. εἰς [[δικαστήριον]] [[αὐτόθι]] 29Α, Γοργ. 521C· εἰς τὸ δ. ὁ αὐτ. Νόμ. 910D, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. παρ’ Ἐκκλ., οἱ εἰσαγόμενοι [[εἶναι]] οἱ κατηχούμενοι.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> εἰσάξω, <i>ao.2</i> εἰσήγαγον, <i>pf.</i> [[εἰσαγήοχα]];<br />conduire dans, amener dans, introduire : τινα δόμον OD (<i>rar.</i> δόμοις) qqn dans une maison ; σῖτον [[ἐς]] νῆσον THC importer du blé dans une île ; εἰσαγόμενα καὶ ἐξαγόμενα ARSTT les importations et les exportations ; ἰατρόν τινι XÉN amener un médecin auprès de qqn ; γυναῖκα HDT amener une femme (dans sa maison), <i>càd</i> prendre pour femme, épouser ; [[εἰς]] τοὺς φράτορας introduire <i>ou</i> admettre parmi les citoyens d'une phratrie ; τινα [[εἰς]] σπονδάς THC amener qqn à accepter un traiter, obtenir son adhésion à un traité ; <i>particul.</i> faire paraître sur la scène : δράματα PLAT des pièces de théâtre ; εἰσ. [[τι]] [[ἐς]] τὴν βουλήν XÉN introduire une proposition devant le Conseil ; εἰσ. τινὰ [[εἰς]] [[δικαστήριον]] PLAT amener, <i>càd</i> assigner qqn devant un tribunal ; εἰσ. τινὰ [[ὡς]] διαφθείροντα τοὺς νέους PLAT poursuivre qqn comme coupable de corrompre la jeunesse ; ἐμὲ εἰσάγεις τουτοισί PLAT tu m'amènes devant les juges que voici ; <i>avec le</i> gén. du grief : [[τῶν]] τοιούτων καὶ ἀκουσίων ἁμαρτημάτων εἰσάγειν PLAT poursuivre pour des fautes de ce genre et involontaires;<br /><i><b>Moy.</b></i> εἰσάγομαι faire venir chez soi, acc. ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> ἐσ. γυναῖκα HDT prendre pour femme, épouser;<br /><b>2</b> importer (des marchandises, des vivres, <i>etc.</i>) acc.;<br /><b>3</b> affilier (à une conspiration) acc..<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[ἄγω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR