3,273,773
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ιδος, ἡ<br /><b class="num">• Morfología:</b> [ac. -ῶπιν S.<i>Fr</i>.1027, Ath.189c]<br />[[la que termina en tubo]] epít. de τρυφάλεια <i>Il</i>.5.182, 11.353, 13.530, 16.795<br /><b class="num">•</b>como n. común [[yelmo rematado en forma de tubo]] Ath.l.c., Hsch.<br /><b class="num">•</b>ref. a la [[lanza larga o de largo tubo]] S.l.c. | |dgtxt=-ιδος, ἡ<br /><b class="num">• Morfología:</b> [ac. -ῶπιν S.<i>Fr</i>.1027, Ath.189c]<br />[[la que termina en tubo]] epít. de τρυφάλεια <i>Il</i>.5.182, 11.353, 13.530, 16.795<br /><b class="num">•</b>como n. común [[yelmo rematado en forma de tubo]] Ath.l.c., Hsch.<br /><b class="num">•</b>ref. a la [[lanza larga o de largo tubo]] S.l.c. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιδος<br /><i>adj. f.</i><br />percée de trous pour les yeux (<i>ép. d'une visière de casque), ou plutôt</i>, munie d'un tube (pour recevoir l'aigrette).<br />'''Étymologie:''' [[αὐλός]], [[ὤψ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐλῶπις''': -ιδος, ἡ, (ὢψ), ἐν Ἰλ. αείποτε, [[αὐλῶπις]] [[τρυφάλεια]] - κατὰ τὸν Ἡσύχ. «[[εἶδος]] περικεφαλαίας, παραμήκεις ἐχούσης τὰς τῶν ὀφθαλμῶν (ὀπὰς) καὶ εἰς ὀξὺ ληγούσης· οἱ δὲ ἐκτεταμένον ἔχουσα τὸν λόφον», ἀλλὰ κατὰ τὸν Σχολ. ἐσήμαινεν αὐλὸν εἰς ὃν προσηρμόζετο ὁ [[λόφος]], αὐλωπίδί τε τρυφαλείῃ, «αὐλίσκον ἐχούσῃ, καθ’ οὗ πήγνυται ὁ [[λόφος]]» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 182, κτλ.· ὁ δὲ Σοφοκλ. (Ἀποσπ. 851) μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ λόγχης «αὐλῶπιν· αὐλοὺς ἔχουσαν, Σοφοκλῆς δὲ τὴν λόγχην τὴν μακρὰν αὐλῶπιν εἶπεν» Ἡσύχ. | |lstext='''αὐλῶπις''': -ιδος, ἡ, (ὢψ), ἐν Ἰλ. αείποτε, [[αὐλῶπις]] [[τρυφάλεια]] - κατὰ τὸν Ἡσύχ. «[[εἶδος]] περικεφαλαίας, παραμήκεις ἐχούσης τὰς τῶν ὀφθαλμῶν (ὀπὰς) καὶ εἰς ὀξὺ ληγούσης· οἱ δὲ ἐκτεταμένον ἔχουσα τὸν λόφον», ἀλλὰ κατὰ τὸν Σχολ. ἐσήμαινεν αὐλὸν εἰς ὃν προσηρμόζετο ὁ [[λόφος]], αὐλωπίδί τε τρυφαλείῃ, «αὐλίσκον ἐχούσῃ, καθ’ οὗ πήγνυται ὁ [[λόφος]]» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 182, κτλ.· ὁ δὲ Σοφοκλ. (Ἀποσπ. 851) μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ λόγχης «αὐλῶπιν· αὐλοὺς ἔχουσαν, Σοφοκλῆς δὲ τὴν λόγχην τὴν μακρὰν αὐλῶπιν εἶπεν» Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |