3,273,006
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0470.png Seite 470]] ακτος, τό (nach Eust. Od. 1761, 38 u. 1818, 24 auch γάλατος, wonach Dind. u. Mein. in Pherecrat. frg. bei Ath. VI, 269 a γάλατι für γάλακτι schreiben wollen; [[γάλα]] gen. aus Plat. com., s. Eust. Il. p. 961, 51; – vgl. lac, [[γλάγος]]), 1) [[Milch]], von Menschen u. Thieren, von Hom. an überall; Hom. [[γάλα]] [[λευκόν]] Iliad. 4, 434. 5, 902; λευκοῖο γάλακτος Odyss. 9, 246; vom [[μῶλυ]] Odyss. 10, 304 ῥίζῃ μὲν [[μέλαν]] ἔσκε, γάλακτι δὲ εἴκελον [[ἄνθος]]; γλυκεροῖο γάλακτος Odyss. 4, 88; αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν [[γάλα]] [[θῆσθαι]] Odyss. 4, 89; vom Kyklopen ἀνδρόμεα κρέ' ἔδων καὶ ἐπ' ἄκρητον [[γάλα]] πίνων Odyss. 9, 297. – Pind. N. 3, 75 u. Folgde; [[γάλα]] ἔχειν, [[γάλα]] δοῦναι, ἐν γάλακτι τρέφεσθαι, von Säuglingen, Plat. Tim. 81 c; auch plur., ἐν γάλαξι Legg. X, 887 d; vgl. Ael. H. A. 8, 8; ἐν γάλακτι εἶναι Eur. Herc. Fur. 1269; übertr., die Amme, Callim. 43 (VII, 458). – 2) der Saft von Pflanzen, = [[ὀπός]], Medic. – 3) die Milchstraße, οὐράνιον Parmenid. frg. Arist. Meteorl. 1, 8. – 4) ὀρνίθων [[γάλα]], was bei Nic. Ath. IX, 371 c eine Pflanze ist, wird sprichwörtlich von seltenen leckeren Speisen u. übh. von auserlesenen Glücksgütern gebraucht, Ar. Vesp. 508 u. öfter; nach Schol. Av. 733 ἐπὶ τῶν [[λίαν]] εὐδαιμονούντων – ἢ ἐπὶ τῶν σπανίων καὶ δυσευρέτων ἀγαθῶν; vgl. Luc. Merc. cond. 13, Strab. XIV, 1, 15, bes. Diogen. 3, 92. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0470.png Seite 470]] ακτος, τό (nach Eust. Od. 1761, 38 u. 1818, 24 auch γάλατος, wonach Dind. u. Mein. in Pherecrat. frg. bei Ath. VI, 269 a γάλατι für γάλακτι schreiben wollen; [[γάλα]] gen. aus Plat. com., s. Eust. Il. p. 961, 51; – vgl. lac, [[γλάγος]]), 1) [[Milch]], von Menschen u. Thieren, von Hom. an überall; Hom. [[γάλα]] [[λευκόν]] Iliad. 4, 434. 5, 902; λευκοῖο γάλακτος Odyss. 9, 246; vom [[μῶλυ]] Odyss. 10, 304 ῥίζῃ μὲν [[μέλαν]] ἔσκε, γάλακτι δὲ εἴκελον [[ἄνθος]]; γλυκεροῖο γάλακτος Odyss. 4, 88; αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν [[γάλα]] [[θῆσθαι]] Odyss. 4, 89; vom Kyklopen ἀνδρόμεα κρέ' ἔδων καὶ ἐπ' ἄκρητον [[γάλα]] πίνων Odyss. 9, 297. – Pind. N. 3, 75 u. Folgde; [[γάλα]] ἔχειν, [[γάλα]] δοῦναι, ἐν γάλακτι τρέφεσθαι, von Säuglingen, Plat. Tim. 81 c; auch plur., ἐν γάλαξι Legg. X, 887 d; vgl. Ael. H. A. 8, 8; ἐν γάλακτι εἶναι Eur. Herc. Fur. 1269; übertr., die Amme, Callim. 43 (VII, 458). – 2) der Saft von Pflanzen, = [[ὀπός]], Medic. – 3) die Milchstraße, οὐράνιον Parmenid. frg. Arist. Meteorl. 1, 8. – 4) ὀρνίθων [[γάλα]], was bei Nic. Ath. IX, 371 c eine Pflanze ist, wird sprichwörtlich von seltenen leckeren Speisen u. übh. von auserlesenen Glücksgütern gebraucht, Ar. Vesp. 508 u. öfter; nach Schol. Av. 733 ἐπὶ τῶν [[λίαν]] εὐδαιμονούντων – ἢ ἐπὶ τῶν σπανίων καὶ δυσευρέτων ἀγαθῶν; vgl. Luc. Merc. cond. 13, Strab. XIV, 1, 15, bes. Diogen. 3, 92. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=γάλακτος (τό) :<br />lait.<br />'''Étymologie:''' pour *γλακτ-, *γλακτος ; cf. <i>lat.</i> lac, anc. <i>lat.</i> lact, gén. lactis, de *glact, *glactis. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γάλα''': [υυ], τό, γεν. γάλακτος, [[ὡσαύτως]] [[γάλατος]] Φερεκρ. Μεταλλ. 1. 18 (ἴδε Meineke ἐν τόπῳ, Δινδ. Εὐρ. Φοιν. 1527, πρβλ. [[γαλατοθρέμμων]])· [[ὡσαύτως]] τοῦ [[γάλα]] ἄκλ., Πλάτ. Κωμ. Ἀδήλ. 39 ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke)· δοτ. πληθ. γάλαξι Πλάτ. Νόμ. 887D. (Ὁ [[τύπος]] γάλακτ φαίνεται ἐν τῷ Λατ. lact (lac), μετὰ προθεματικοῦ γα· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[γλάγος]], [[γάλατος]]· [[εἶναι]] δύσκολον νὰ μὴ πιστεύσῃ τις ὅτι τὸ Γοτθ. m:-luk-s (ἀγγλ. milk) [[εἶναι]] [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]], ἐν ᾗ περιπτώσει τὰ [[ἀμέλγω]], mulgeo, θὰ ὦσι συγγενῆ πρὸς τὴν προκειμένην λέξιν). <br />Γάλα, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Ὅμ., κλπ.· εὔποτον γ. εὐτραφὲς γ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 611, Χο. 898· ἐν γάλακτι [[εἶναι]], γενέσθαι, εἶμαι «εἰς τὸ βυζί», Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1266, Πλάτ. Τιμ. 81C· ἐν γάλαξι τρέφεσθαι ὁ αὐτ. Νόμ. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[γάλα]] δοῦναι Ξεν. Κυν. 7, 4· ἐμπλῆσαι γάλακτος, νὰ γεμίσῃ ἐντελῶς μὲ [[γάλα]], Θεόκρ. 24. 3· μεταφ. -[[οἶνος]], Ἀφροδίτης [[γάλα]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 490.2) ὀρνίθων [[γάλα]] ([[ὄνομα]] φυτοῦ τινος, Νικ. παρ’ Ἀθην. 371C, πρβλ. ornithogalum), ἀλλὰ τὸ πλεῖστον παροιμιωδῶς ἐπὶ σπανίων καὶ πολυτελῶν πραγμάτων, ὡς παρ’ ἡμῖν «τοῦ πουλιοῦ τὸ [[γάλα]]», Ἀριστοφ. Σφηξ. 508, Ὄρν. 733, [[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ., Στράβ. 637· [[οὕτως]], οὐδ’ εἰ [[γάλα]] λαγοῦ εἶχον ... καὶ ταῶς, κατήσθιον Ἄλεξ. Λαμπ. 1· οὕτω παρὰ Πλινίῳ, gallinacei lactis haustus, οὕτω καὶ παρ’ Ἄγγλοις παροιμιωδῶς «pigeon’s milk». <br />ΙΙ. ὁ ὀπὸς φυτῶν τινων, [[οἷον]] τῶν θριδάκων (μαρουλίων), Ἀριστ. Φυτ. 2. 9, 11, Θεόφρ. Ι. Φ. 6. 3, 4, κτλ.ΙΙΙ. τὸ [[γάλα]], ὁ [[γαλαξίας]] ἐν οὐρανῷ, Ἀναξαγ. και ἀλλ.· παρ’ Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 8, 4, πρβλ. 1. 1, 2., 1. 6, 1. | |lstext='''γάλα''': [υυ], τό, γεν. γάλακτος, [[ὡσαύτως]] [[γάλατος]] Φερεκρ. Μεταλλ. 1. 18 (ἴδε Meineke ἐν τόπῳ, Δινδ. Εὐρ. Φοιν. 1527, πρβλ. [[γαλατοθρέμμων]])· [[ὡσαύτως]] τοῦ [[γάλα]] ἄκλ., Πλάτ. Κωμ. Ἀδήλ. 39 ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke)· δοτ. πληθ. γάλαξι Πλάτ. Νόμ. 887D. (Ὁ [[τύπος]] γάλακτ φαίνεται ἐν τῷ Λατ. lact (lac), μετὰ προθεματικοῦ γα· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[γλάγος]], [[γάλατος]]· [[εἶναι]] δύσκολον νὰ μὴ πιστεύσῃ τις ὅτι τὸ Γοτθ. m:-luk-s (ἀγγλ. milk) [[εἶναι]] [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]], ἐν ᾗ περιπτώσει τὰ [[ἀμέλγω]], mulgeo, θὰ ὦσι συγγενῆ πρὸς τὴν προκειμένην λέξιν). <br />Γάλα, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Ὅμ., κλπ.· εὔποτον γ. εὐτραφὲς γ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 611, Χο. 898· ἐν γάλακτι [[εἶναι]], γενέσθαι, εἶμαι «εἰς τὸ βυζί», Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1266, Πλάτ. Τιμ. 81C· ἐν γάλαξι τρέφεσθαι ὁ αὐτ. Νόμ. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[γάλα]] δοῦναι Ξεν. Κυν. 7, 4· ἐμπλῆσαι γάλακτος, νὰ γεμίσῃ ἐντελῶς μὲ [[γάλα]], Θεόκρ. 24. 3· μεταφ. -[[οἶνος]], Ἀφροδίτης [[γάλα]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 490.2) ὀρνίθων [[γάλα]] ([[ὄνομα]] φυτοῦ τινος, Νικ. παρ’ Ἀθην. 371C, πρβλ. ornithogalum), ἀλλὰ τὸ πλεῖστον παροιμιωδῶς ἐπὶ σπανίων καὶ πολυτελῶν πραγμάτων, ὡς παρ’ ἡμῖν «τοῦ πουλιοῦ τὸ [[γάλα]]», Ἀριστοφ. Σφηξ. 508, Ὄρν. 733, [[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ., Στράβ. 637· [[οὕτως]], οὐδ’ εἰ [[γάλα]] λαγοῦ εἶχον ... καὶ ταῶς, κατήσθιον Ἄλεξ. Λαμπ. 1· οὕτω παρὰ Πλινίῳ, gallinacei lactis haustus, οὕτω καὶ παρ’ Ἄγγλοις παροιμιωδῶς «pigeon’s milk». <br />ΙΙ. ὁ ὀπὸς φυτῶν τινων, [[οἷον]] τῶν θριδάκων (μαρουλίων), Ἀριστ. Φυτ. 2. 9, 11, Θεόφρ. Ι. Φ. 6. 3, 4, κτλ.ΙΙΙ. τὸ [[γάλα]], ὁ [[γαλαξίας]] ἐν οὐρανῷ, Ἀναξαγ. και ἀλλ.· παρ’ Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 8, 4, πρβλ. 1. 1, 2., 1. 6, 1. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |