Anonymous

βαρύς: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0435.png Seite 435]] εῖα, ύ, 1) schwer von Gewicht, lastend, καὶ [[γεώδης]] Plat. Phaed. 81 a. Ggstz κοῦφος Phil. 14 d u. öfter; von Schwerbewaffneten, βαρύτερος [[ὁπλίτης]] Legg. VIII, 833 b; τὸ βαρύτατον τοῦ στρατεύματος Xen. Cyr. 5, 3, 37, die θωρακοφόροι; τὰ βαρέα τῶν ὅπλων, = ὁπλῖται, Pol. 1, 76 u. öfter; βαρεῖα [[δύναμις]] Plut. Marc. 6; τὰ ἐν βαρέσιν ὅπλοις D. Sic. 19, 19. Aber ἀνὴρ [[βαρύς]] Nic. Al. 401 ein starker Mann; s. nachher χεῖρες. – 2) vom Tone u. von der Stimme, stark, heftig, tief, φθόγγον Od. 9, 257; oft bei Plat. u. Folgenden; Gegensatz [[ὀξύς]] Conv. 187 b; Phil. 26 b; βαρυτάτη [[χορδή]], die tiefste Saite, Phaedr. 268 d. Vgl. βαρὺ [[βρύχημα]] λέοντος Archi. 27 (App. 94); αὐλὸς ἐνυαλίου Tymn. 1 (VI, 151); βαρὺ μυκᾶν u. βαρὺς ἀκοῆς [[ψόφος]], von den Pauken, Diosc. 11 (VI, 220). Bei den Gramm. βαρεῖα, sc. [[προσῳδία]], accentus gravis; so schon Plat. [[συλλαβή]] Crat. 399 b. – 3) schwer von etwas belastet, σὺν γήρᾳ Soph. O. R. 637; ἐν γήρᾳ Ai. 996; ὑπὸ γήρως Ael. V. H. 9, 1; vgl. Theocr. 24, 100; νόσῳ Soph. Tr. 234; [[βάσις]] 962; so bes. Sp., ὑπὸ μέθης Plut.; ἐκ [[τοῖν]] σκελοῖν Luc. Tim. 26. Von Speisen, schwer zu verdauen, Ath. III, 116 e; vgl. Xen. Cyn. 7, 4. Übertr. – 4) wie χεὶρ βαρεῖα, Il. 1, 219, zunächst die starke, kräftige Hand ist, so οὔ τις σοὶ βαρείας χεῖρας ἐποίσει 1, 89 schwer, feindselig; so oft im üblen Sinne, lästig, beschwerlich, ἄτη 2, 111; [[ἔρις]] 20, 55; [[κακότης]] 10, 71; ὀδύναι 5, 417; θανάτοιο βαρείας κῆρας Iliad. 21, 548; κλῶθες, Parzen, Od. 7, 197; vgl. βαρὺ στενάχειν Odyss. 8, 95, βαρέα στενάχειν 10, 76. So Pind. [[πένθος]] Ol. 2, 75; [[δουλία]] P. 1. 75; [[νεῖκος]] N. 6, 52; [[νόσος]] P. 5, 63; Soph. Phil. 1314; Tragg. τύχαι, Aesch. Spt. 314; [[συμφορά]] Pers. 1001; Soph. Tr. 743; χολὴ δαίμονος Aesch. Ag. 1660; Ζηνὸς [[κότος]] 342; [[μῆνις]] Soph. O. C. 1330; [[ὀργή]] Phil. 368; [[θυμός]] Theocr. 1, 96; [[φάτις]] Soph. Phil. 1034 u. sonst; sp. D., z. B. ἡλίου [[θάλπος]] Diosc. 12 (VI, 290); [[νόημα]] Damaget. 5 (VII, 9). Prosa, [[ὀδμή]] Her. 6, 119; [[ζημία]], ἔχθραι Plat. Legg. XI, 926 d 935 a; βαρὺς εἶναι τοῖς συνοῦσι, beschwerlich, Theaet. 210 c; Folgde; βαρὺ τὸ [[χωρίον]] Xen. Mem. 3, 6, 12; [[πόλεμος]] Dem. 18, 241; [[πρόσταγμα]] Pol. 1, 31. Dah. βαρέως φέρειν, moleste ferre. συμφοράς Plat. Menex. 248 c; βαρύτατα φέρειν Crit. 43 c, sich gekränkt fühlen; Sp.; βαρέως ἀκούειν. ungern hören, Xen. An. 2, 1, 9; βαρέως ἔχω [[πρός]] τι, etwas ist mir unangenehm, Arist. pol. 5, 8, 11. Seltener – 5) bes. Sp., viel vermögend, einflußreich, mächtig, βαρεῖς καὶ φοβεροὶ γείτονες Pol. 1, 10; [[δύναμις]] πολυτελὴς καὶ β. 2, 23; [[χείρ]], [[πόλις]] u. ä., D. Sic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0435.png Seite 435]] εῖα, ύ, 1) schwer von Gewicht, lastend, καὶ [[γεώδης]] Plat. Phaed. 81 a. Ggstz κοῦφος Phil. 14 d u. öfter; von Schwerbewaffneten, βαρύτερος [[ὁπλίτης]] Legg. VIII, 833 b; τὸ βαρύτατον τοῦ στρατεύματος Xen. Cyr. 5, 3, 37, die θωρακοφόροι; τὰ βαρέα τῶν ὅπλων, = ὁπλῖται, Pol. 1, 76 u. öfter; βαρεῖα [[δύναμις]] Plut. Marc. 6; τὰ ἐν βαρέσιν ὅπλοις D. Sic. 19, 19. Aber ἀνὴρ [[βαρύς]] Nic. Al. 401 ein starker Mann; s. nachher χεῖρες. – 2) vom Tone u. von der Stimme, stark, heftig, tief, φθόγγον Od. 9, 257; oft bei Plat. u. Folgenden; Gegensatz [[ὀξύς]] Conv. 187 b; Phil. 26 b; βαρυτάτη [[χορδή]], die tiefste Saite, Phaedr. 268 d. Vgl. βαρὺ [[βρύχημα]] λέοντος Archi. 27 (App. 94); αὐλὸς ἐνυαλίου Tymn. 1 (VI, 151); βαρὺ μυκᾶν u. βαρὺς ἀκοῆς [[ψόφος]], von den Pauken, Diosc. 11 (VI, 220). Bei den Gramm. βαρεῖα, sc. [[προσῳδία]], accentus gravis; so schon Plat. [[συλλαβή]] Crat. 399 b. – 3) schwer von etwas belastet, σὺν γήρᾳ Soph. O. R. 637; ἐν γήρᾳ Ai. 996; ὑπὸ γήρως Ael. V. H. 9, 1; vgl. Theocr. 24, 100; νόσῳ Soph. Tr. 234; [[βάσις]] 962; so bes. Sp., ὑπὸ μέθης Plut.; ἐκ [[τοῖν]] σκελοῖν Luc. Tim. 26. Von Speisen, schwer zu verdauen, Ath. III, 116 e; vgl. Xen. Cyn. 7, 4. Übertr. – 4) wie χεὶρ βαρεῖα, Il. 1, 219, zunächst die starke, kräftige Hand ist, so οὔ τις σοὶ βαρείας χεῖρας ἐποίσει 1, 89 schwer, feindselig; so oft im üblen Sinne, lästig, beschwerlich, ἄτη 2, 111; [[ἔρις]] 20, 55; [[κακότης]] 10, 71; ὀδύναι 5, 417; θανάτοιο βαρείας κῆρας Iliad. 21, 548; κλῶθες, Parzen, Od. 7, 197; vgl. βαρὺ στενάχειν Odyss. 8, 95, βαρέα στενάχειν 10, 76. So Pind. [[πένθος]] Ol. 2, 75; [[δουλία]] P. 1. 75; [[νεῖκος]] N. 6, 52; [[νόσος]] P. 5, 63; Soph. Phil. 1314; Tragg. τύχαι, Aesch. Spt. 314; [[συμφορά]] Pers. 1001; Soph. Tr. 743; χολὴ δαίμονος Aesch. Ag. 1660; Ζηνὸς [[κότος]] 342; [[μῆνις]] Soph. O. C. 1330; [[ὀργή]] Phil. 368; [[θυμός]] Theocr. 1, 96; [[φάτις]] Soph. Phil. 1034 u. sonst; sp. D., z. B. ἡλίου [[θάλπος]] Diosc. 12 (VI, 290); [[νόημα]] Damaget. 5 (VII, 9). Prosa, [[ὀδμή]] Her. 6, 119; [[ζημία]], ἔχθραι Plat. Legg. XI, 926 d 935 a; βαρὺς εἶναι τοῖς συνοῦσι, beschwerlich, Theaet. 210 c; Folgde; βαρὺ τὸ [[χωρίον]] Xen. Mem. 3, 6, 12; [[πόλεμος]] Dem. 18, 241; [[πρόσταγμα]] Pol. 1, 31. Dah. βαρέως φέρειν, moleste ferre. συμφοράς Plat. Menex. 248 c; βαρύτατα φέρειν Crit. 43 c, sich gekränkt fühlen; Sp.; βαρέως ἀκούειν. ungern hören, Xen. An. 2, 1, 9; βαρέως ἔχω [[πρός]] τι, etwas ist mir unangenehm, Arist. pol. 5, 8, 11. Seltener – 5) bes. Sp., viel vermögend, einflußreich, mächtig, βαρεῖς καὶ φοβεροὶ γείτονες Pol. 1, 10; [[δύναμις]] πολυτελὴς καὶ β. 2, 23; [[χείρ]], [[πόλις]] u. ä., D. Sic.
}}
{{bailly
|btext=εῖα, ύ;<br /><b>I.</b> pesant, lourd : τὸ βαρύτατον [[τοῦ]] στρατεύματος XÉN corps de troupes pesamment armées ; <i>fig.</i> lourd, pénible à supporter, intolérable (douleur, malheur, <i>etc.</i>) ; <i>en parl. de pers.</i> qui est à charge, insupportable ; <i>p. ext. ou anal.</i><br /><b>1</b> fort, puissant, redoutable : χεὶρ βαρεῖα IL main lourde, <i>càd</i> forte, puissante ; βαρεῖα [[ὀδμή]] HDT odeur forte <i>ou</i> désagréable;<br /><b>2</b> <i>en parl. du son</i> grave ; <i>t. de gramm.</i> ἡ βαρεῖα ([[προσῳδία]]) <i>ou</i> τὸ βαρύ l'accent grave ; <i>adv.</i> • βαρὺ <i>ou</i> • βαρέα στενάχειν IL, OD pousser des gémissements profonds <i>litt.</i> graves ; <i>fig. en parl. de pers.</i> grave, digne, imposant;<br /><b>II.</b> rendu lourd, alourdi, appesanti : ὑπὸ [[γήρως]] ÉL par la vieillesse, νόσῳ SOPH par la maladie ; <i>abs.</i> βαρεῖα [[βάσις]] SOPH marche pénible;<br /><i>Cp.</i> βαρύτερος, <i>Sp.</i> βαρύτατος.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> gravis.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰρύς''': εῖα, ύ: ποιητ. γεν. πληθ. θηλ. βαρεῶν (ἀντὶ -ειῶν) Αἰσχ. Εὐμ. 932· συγκρ. βαρύτερος, ὑπερθ. βαρύτατος. (Πρβλ. τὰς ποιητ. λέξεις βρῖ, [[βριαρός]], [[βρίθω]], [[βριθύς]], βρίζειν, καὶ Λατ. brutus· Σανσκρ. gurus, gar îyas, = Λατ. gravis, gravior· Γοτθ. Kaurs ([[βαρύς]])· ἴδε ἐν ἄρθρ. Β. β). Βαρύς, μέγα ἔχων βάρος, ἀντιθ. τῷ [[κοῦφος]] Ἡρόδ. 4. 150, Πλάτ. Θεαιτ. 152D, κ. ἀλλ.· παρ’ Ὁμήρῳ κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς παρακολουθούσης ἐννοίας ἰσχύος καὶ δυνάμεως, χεῖρα βαρεῖαν Ἰλ. Α. 219, κτλ.· [[οὕτως]], ἀκμᾷ βαρὺς Πίνδ. Ι. 4(3). 86· ―ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], βαρὺς ἐκ τῆς ἡλικίας, ἀδυναμίας ἢ τῶν παθημάτων, γήρᾳ, νόσῳ Σοφ. Ο. Τ. 17, Τρ. 235· ἐν γήρᾳ ὁ αὐτ. Αἴ. 1017· ―β. βάσις, βῆμα βραδύ, [[βαρύ]], ὁ αὐτ. Τρ. 966· τυπάδι βαρείᾳ ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 724. 2) βαρὺς ἵνα φέρῃ τις αὐτόν, [[θλιβερός]], [[ὀδυνηρός]], ἄτη, [[ἔρις]], [[κακότης]] Ἰλ. Β. 111, κτλ.· Κῆρες, Κατακλῶθες Α. 97, Ὀδ. Η. 197· [[ὡσαύτως]], βαρὺ ἢ βαρέα στενάχειν, [[στενάζω]] [[βαρέως]], δυνατά, Θ. 95, 534, Ἰλ. Θ. 334, κτλ.·―[[ἐντεῦθεν]], παρὰ Τραγ. καὶ Ἀττ. πεζοῖς, [[φορτικός]], [[ἐπαχθής]], [[βαρύς]], καταπιεστικός, βαρὺ..φίλοις Αἰσχύλ. Ἀγ. 441· β. ξυμφορά, τύχαι, καταλαγαί, κτλ., ὁ αὐτ. Πέρσ. 1044, Θήβ. 332, 767, κτλ.· ἡδονὴ Σοφ. Ο.Κ. 1204· [[ἀγγελία]] Πλάτ. Κρίτ. 43D· βαρὺ καὶ οὐχὶ δίκαιον Δημ.535, κτλ.· ἐπὶ πληγῆς, θλιβερά, ἀηδίαν παρέχουσα, Σοφ. Φ. 1330· ἐπὶ τόπου, καταθλιπτικός, [[ἐπιβλαβής]], οὐχὶ [[ὑγιεινός]], Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 12· ἐπὶ τροφῆς, [[δύσπεπτος]], ὁ αὐτ. Κυν. 7, 4· οὕτω, β. [[νότος]] Παυσ. 10.17,11·― [[βαρέως]] φέρειν τι, δυσκόλως [[ὑποφέρω]] τι, δὲν [[ὑποφέρω]] τι μεθ’ ὑπομονῆς, Λατ. graviter ferre, Ἡρόδ. 5. 19, κτλ.· β. ἔχειν, μ. μετοχ., Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλ. 3, 18· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Πολ. 5. 10· [[βαρέως]] ἀκούειν, μετ’ ἀηδίας [[ἀκούω]], Ξεν. Ἀν. 2. 1, 9. 3) [[σφοδρός]], θυμὸς Θεόκρ. 1. 96· ἐπιθυμία Πλάτ., κτλ. 4)ἔχων βαρύτητα, παρέχων ἐντύπωσιν, αἱ ἐπιστολαὶ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. Β΄, ι΄, 10· [[εὐδαιμονία]] Ἡρῳδιαν. 2. 14, 7. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[αὐστηρός]], [[τραχύς]], β. ἐπιτιμητὴς Αἰσχύλ. Πρ. 77· [[εὔθυνος]] ὁ αὐτ. Πέρσ. 828, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 546·―[[ὡσαύτως]], κοπιαστικός, ἐνοχλητικός, καταθλιπτικός, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 926, Εὐρ. Ἱκέτ. 894, Πλάτ. Θεαίτ. 201C, Δημ. 307. 15. 2)ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[βαρύς]], [[ἀξιοπρεπής]], ἠπιωτέρα [[ἔκφρασις]] τῆς διὰ τοῦ [[σεμνός]], Ἀριστ. Ρητ. 2. 17, 4· [[σημαντικός]], [[ἰσχυρός]], Πολύβ. 1. 17, 5, κτλ. 3) ἐπὶ στρατιωτῶν, [[βαρέως]] ὡπλισμένος, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 37· τὰ β. τῶν ὅπλων, οἱ ὁπλῖται, Πολύβ. 1. 76, 3. 4) [[δύσκολος]], [[ὅρκος]] γὰρ οὐδεὶς ἀνδρὶ φηλήτῃ β. Σοφ. Ἀποσπ. 672. ΙΙΙ. ἐπὶ ἐντυπώσεων διὰ τῶν αἰσθητηρίων, 1) ἐπὶ ἤχου, [[ἰσχυρός]], [[βαθύς]], [[βαρύς]], ἀντίθ. τῷ ὀξὺς Ὀδ. Ι. 257, Αἰσχύλ. Πέρσ. 572, Σοφ. Φ. 208· φθέγγεσθαι βαρύτατον Ἱππ.π. Ἀερ. 290·―ἐπὶ τόνου, [[βαρύς]], ἀντὶ ὀξείας τῆς [[μέσης]] συλλαβῆς βαρεῖαν ἐφθεγξάμεθα Πλάτ. Κρατ. 399Α· ὀξείᾳ καὶ βαρείᾳ καὶ μέσῃ φωνῇ Ἀριστ. Ρητ. 3. 1, 4, κτλ.·―[[ἐντεῦθεν]], ἡ βαρεῖα (ἐνν. Προσῳδία) ὡς παρ’ ἡμῖν ἡ βαρεῖα (accentus gravis), Γραμμ. 2)ἐπὶ ὀσμῆς, [[ἰσχυρός]], [[ἀποκρουστικός]], Ἡρόδ. 6. 119, Ἀριστ. Ζ. Ἱ. 10. 1, 17, κ. ἀλλ.
|lstext='''βᾰρύς''': εῖα, ύ: ποιητ. γεν. πληθ. θηλ. βαρεῶν (ἀντὶ -ειῶν) Αἰσχ. Εὐμ. 932· συγκρ. βαρύτερος, ὑπερθ. βαρύτατος. (Πρβλ. τὰς ποιητ. λέξεις βρῖ, [[βριαρός]], [[βρίθω]], [[βριθύς]], βρίζειν, καὶ Λατ. brutus· Σανσκρ. gurus, gar îyas, = Λατ. gravis, gravior· Γοτθ. Kaurs ([[βαρύς]])· ἴδε ἐν ἄρθρ. Β. β). Βαρύς, μέγα ἔχων βάρος, ἀντιθ. τῷ [[κοῦφος]] Ἡρόδ. 4. 150, Πλάτ. Θεαιτ. 152D, κ. ἀλλ.· παρ’ Ὁμήρῳ κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς παρακολουθούσης ἐννοίας ἰσχύος καὶ δυνάμεως, χεῖρα βαρεῖαν Ἰλ. Α. 219, κτλ.· [[οὕτως]], ἀκμᾷ βαρὺς Πίνδ. Ι. 4(3). 86· ―ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], βαρὺς ἐκ τῆς ἡλικίας, ἀδυναμίας ἢ τῶν παθημάτων, γήρᾳ, νόσῳ Σοφ. Ο. Τ. 17, Τρ. 235· ἐν γήρᾳ ὁ αὐτ. Αἴ. 1017· ―β. βάσις, βῆμα βραδύ, [[βαρύ]], ὁ αὐτ. Τρ. 966· τυπάδι βαρείᾳ ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 724. 2) βαρὺς ἵνα φέρῃ τις αὐτόν, [[θλιβερός]], [[ὀδυνηρός]], ἄτη, [[ἔρις]], [[κακότης]] Ἰλ. Β. 111, κτλ.· Κῆρες, Κατακλῶθες Α. 97, Ὀδ. Η. 197· [[ὡσαύτως]], βαρὺ ἢ βαρέα στενάχειν, [[στενάζω]] [[βαρέως]], δυνατά, Θ. 95, 534, Ἰλ. Θ. 334, κτλ.·―[[ἐντεῦθεν]], παρὰ Τραγ. καὶ Ἀττ. πεζοῖς, [[φορτικός]], [[ἐπαχθής]], [[βαρύς]], καταπιεστικός, βαρὺ..φίλοις Αἰσχύλ. Ἀγ. 441· β. ξυμφορά, τύχαι, καταλαγαί, κτλ., ὁ αὐτ. Πέρσ. 1044, Θήβ. 332, 767, κτλ.· ἡδονὴ Σοφ. Ο.Κ. 1204· [[ἀγγελία]] Πλάτ. Κρίτ. 43D· βαρὺ καὶ οὐχὶ δίκαιον Δημ.535, κτλ.· ἐπὶ πληγῆς, θλιβερά, ἀηδίαν παρέχουσα, Σοφ. Φ. 1330· ἐπὶ τόπου, καταθλιπτικός, [[ἐπιβλαβής]], οὐχὶ [[ὑγιεινός]], Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 12· ἐπὶ τροφῆς, [[δύσπεπτος]], ὁ αὐτ. Κυν. 7, 4· οὕτω, β. [[νότος]] Παυσ. 10.17,11·― [[βαρέως]] φέρειν τι, δυσκόλως [[ὑποφέρω]] τι, δὲν [[ὑποφέρω]] τι μεθ’ ὑπομονῆς, Λατ. graviter ferre, Ἡρόδ. 5. 19, κτλ.· β. ἔχειν, μ. μετοχ., Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλ. 3, 18· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Πολ. 5. 10· [[βαρέως]] ἀκούειν, μετ’ ἀηδίας [[ἀκούω]], Ξεν. Ἀν. 2. 1, 9. 3) [[σφοδρός]], θυμὸς Θεόκρ. 1. 96· ἐπιθυμία Πλάτ., κτλ. 4)ἔχων βαρύτητα, παρέχων ἐντύπωσιν, αἱ ἐπιστολαὶ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. Β΄, ι΄, 10· [[εὐδαιμονία]] Ἡρῳδιαν. 2. 14, 7. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[αὐστηρός]], [[τραχύς]], β. ἐπιτιμητὴς Αἰσχύλ. Πρ. 77· [[εὔθυνος]] ὁ αὐτ. Πέρσ. 828, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 546·―[[ὡσαύτως]], κοπιαστικός, ἐνοχλητικός, καταθλιπτικός, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 926, Εὐρ. Ἱκέτ. 894, Πλάτ. Θεαίτ. 201C, Δημ. 307. 15. 2)ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[βαρύς]], [[ἀξιοπρεπής]], ἠπιωτέρα [[ἔκφρασις]] τῆς διὰ τοῦ [[σεμνός]], Ἀριστ. Ρητ. 2. 17, 4· [[σημαντικός]], [[ἰσχυρός]], Πολύβ. 1. 17, 5, κτλ. 3) ἐπὶ στρατιωτῶν, [[βαρέως]] ὡπλισμένος, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 37· τὰ β. τῶν ὅπλων, οἱ ὁπλῖται, Πολύβ. 1. 76, 3. 4) [[δύσκολος]], [[ὅρκος]] γὰρ οὐδεὶς ἀνδρὶ φηλήτῃ β. Σοφ. Ἀποσπ. 672. ΙΙΙ. ἐπὶ ἐντυπώσεων διὰ τῶν αἰσθητηρίων, 1) ἐπὶ ἤχου, [[ἰσχυρός]], [[βαθύς]], [[βαρύς]], ἀντίθ. τῷ ὀξὺς Ὀδ. Ι. 257, Αἰσχύλ. Πέρσ. 572, Σοφ. Φ. 208· φθέγγεσθαι βαρύτατον Ἱππ.π. Ἀερ. 290·―ἐπὶ τόνου, [[βαρύς]], ἀντὶ ὀξείας τῆς [[μέσης]] συλλαβῆς βαρεῖαν ἐφθεγξάμεθα Πλάτ. Κρατ. 399Α· ὀξείᾳ καὶ βαρείᾳ καὶ μέσῃ φωνῇ Ἀριστ. Ρητ. 3. 1, 4, κτλ.·―[[ἐντεῦθεν]], ἡ βαρεῖα (ἐνν. Προσῳδία) ὡς παρ’ ἡμῖν ἡ βαρεῖα (accentus gravis), Γραμμ. 2)ἐπὶ ὀσμῆς, [[ἰσχυρός]], [[ἀποκρουστικός]], Ἡρόδ. 6. 119, Ἀριστ. Ζ. Ἱ. 10. 1, 17, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=εῖα, ύ;<br /><b>I.</b> pesant, lourd : τὸ βαρύτατον [[τοῦ]] στρατεύματος XÉN corps de troupes pesamment armées ; <i>fig.</i> lourd, pénible à supporter, intolérable (douleur, malheur, <i>etc.</i>) ; <i>en parl. de pers.</i> qui est à charge, insupportable ; <i>p. ext. ou anal.</i><br /><b>1</b> fort, puissant, redoutable : χεὶρ βαρεῖα IL main lourde, <i>càd</i> forte, puissante ; βαρεῖα [[ὀδμή]] HDT odeur forte <i>ou</i> désagréable;<br /><b>2</b> <i>en parl. du son</i> grave ; <i>t. de gramm.</i> ἡ βαρεῖα ([[προσῳδία]]) <i>ou</i> τὸ βαρύ l'accent grave ; <i>adv.</i> • βαρὺ <i>ou</i> • βαρέα στενάχειν IL, OD pousser des gémissements profonds <i>litt.</i> graves ; <i>fig. en parl. de pers.</i> grave, digne, imposant;<br /><b>II.</b> rendu lourd, alourdi, appesanti : ὑπὸ [[γήρως]] ÉL par la vieillesse, νόσῳ SOPH par la maladie ; <i>abs.</i> βαρεῖα [[βάσις]] SOPH marche pénible;<br /><i>Cp.</i> βαρύτερος, <i>Sp.</i> βαρύτατος.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> gravis.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth