Anonymous

γεύω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0487.png Seite 487]] (gustare, gustus, also Wurzel γυ mit Guna, nicht γεF), activ. = [[zu kosten geben]], kosten lassen, med. = [[kosten]]. Hom. nur med., fut. und aor., fünfmal: Odyss. 17, 413 προικὸς γεύσεσθαι Ἀχαιῶν, davon essen, [[varia lectio|v.l.]] γεύσασθαι; übertr. 20, 181 χειρῶν γεύσασθαι; 21, 98 ὀιστοῦ γεύσεσθαι; Iliad. 21, 61 δουρὸς ἀκωκῆς ἡμετέροιο γεύσεται; 20, 258 ἀλλ' ἄγε [[θᾶσσον]] γευσόμεθ' [[ἀλλήλων]] χαλκήρεσιν ἐγχεί. ῃσιν. – Folgende, activ.: τινά τινος Her. 7, 46; vgl. Alex. Ath. III, 123 e; Anaxipp. ib. IX, 404 (v. 27); [[γευστέον]] αἵματος τοὺς παῖδας, man muß kosten lassen, Plat. Rep. VII, 537 a; übertr., δούλους ἔγευσε τιμῆς ἐλευθέρας, Plut. Lyc. et Num. 1; τινά τι Eur. Cycl. 149; vgl. Eubul. Ath. I, 28 f; τοὺς Ἔλληνας ἥδιστον ποτὸν ἐλευθερίας γεύσαντες Theop. com. bei Plut. Lys. 13. – Häufiger med., kosten, τινός; oft comici; διαίτης, μέλιτος, Plat. Legg. VI, 762 e Rep. VIII, 559 d; übertr.; gew. Fechterausdruck, vgl. Plat. Rep. II, 358 e; Pind. ἀλκῆς P. 9, 61; ἀέθλων 10, 11; πόνων N. 6, 25; Eur. Herc. fur. 1353; ἀρετῶν, ὕμνων, Pind. N. 3, 40 I. 4, 22; πένθους Eur. Alc. 1072; κακῶν Luc. Nigr. 28; ἀνδρός τι N. 7, 86; ἀρχῆς Her. 4, 147; τῶν νόμων γευσάμενοι Plat. Legg. VI, 752 c; διαίτης γεγευμένον εἶναι 762 e; μαθήματος, λόγων Rep. V, 475 c VII, 539 b; [[ἀλλήλων]] ἐγέγευντο Thuc. 2, 70; genießen, ἥβης Ep. ad. 741 (App. 238); ἀνδρός, im obscönen Sinne, Aesch. frg. 219. Uebh. Kenntniß von etwas aus eigener Erfahrung erlangen. Seltener c. acc., Arist. poet. 22; Anthol. VI, 120.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0487.png Seite 487]] (gustare, gustus, also Wurzel γυ mit Guna, nicht γεF), activ. = [[zu kosten geben]], kosten lassen, med. = [[kosten]]. Hom. nur med., fut. und aor., fünfmal: Odyss. 17, 413 προικὸς γεύσεσθαι Ἀχαιῶν, davon essen, [[varia lectio|v.l.]] γεύσασθαι; übertr. 20, 181 χειρῶν γεύσασθαι; 21, 98 ὀιστοῦ γεύσεσθαι; Iliad. 21, 61 δουρὸς ἀκωκῆς ἡμετέροιο γεύσεται; 20, 258 ἀλλ' ἄγε [[θᾶσσον]] γευσόμεθ' [[ἀλλήλων]] χαλκήρεσιν ἐγχεί. ῃσιν. – Folgende, activ.: τινά τινος Her. 7, 46; vgl. Alex. Ath. III, 123 e; Anaxipp. ib. IX, 404 (v. 27); [[γευστέον]] αἵματος τοὺς παῖδας, man muß kosten lassen, Plat. Rep. VII, 537 a; übertr., δούλους ἔγευσε τιμῆς ἐλευθέρας, Plut. Lyc. et Num. 1; τινά τι Eur. Cycl. 149; vgl. Eubul. Ath. I, 28 f; τοὺς Ἔλληνας ἥδιστον ποτὸν ἐλευθερίας γεύσαντες Theop. com. bei Plut. Lys. 13. – Häufiger med., kosten, τινός; oft comici; διαίτης, μέλιτος, Plat. Legg. VI, 762 e Rep. VIII, 559 d; übertr.; gew. Fechterausdruck, vgl. Plat. Rep. II, 358 e; Pind. ἀλκῆς P. 9, 61; ἀέθλων 10, 11; πόνων N. 6, 25; Eur. Herc. fur. 1353; ἀρετῶν, ὕμνων, Pind. N. 3, 40 I. 4, 22; πένθους Eur. Alc. 1072; κακῶν Luc. Nigr. 28; ἀνδρός τι N. 7, 86; ἀρχῆς Her. 4, 147; τῶν νόμων γευσάμενοι Plat. Legg. VI, 752 c; διαίτης γεγευμένον εἶναι 762 e; μαθήματος, λόγων Rep. V, 475 c VII, 539 b; [[ἀλλήλων]] ἐγέγευντο Thuc. 2, 70; genießen, ἥβης Ep. ad. 741 (App. 238); ἀνδρός, im obscönen Sinne, Aesch. frg. 219. Uebh. Kenntniß von etwas aus eigener Erfahrung erlangen. Seltener c. acc., Arist. poet. 22; Anthol. VI, 120.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., f.</i> γεύσω, <i>ao.</i> ἔγευσα;<br />faire goûter à ; [[τι]] à qch ; τινά [[τι]] <i>ou</i> τινά τινος qqn à qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> γεύομαι (<i>ao.</i> ἐγευσάμην, <i>pf.</i> γέγευμαι) goûter :<br /><b>1</b> <i>au propre</i> gén. ou acc.;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> faire l'expérience de, tâter de : δουρὸς ἀκωκῆς IL, ὀϊστοῦ OD, [[χειρῶν]] OD goûter, <i>càd</i> tâter de la pointe d'une lance, d'un javelot, de la main (d'un adversaire) ; γευσόμεθ’ [[ἀλλήλων]] ἐγχείαις IL nous nous tâterons mutuellement de nos lances ; γ. μόχθων SOPH, πένθους EUR faire l'expérience des épreuves, de la douleur ; ἀρχῆς HDT goûter de la souveraineté, goûter les douceurs du pouvoir ; ἐλευθερίης HDT goûter les douceurs de la liberté;<br /><b>3</b> <i>p. euphém. p.</i> manger : [[ἀλλήλων]] ἐγέγευντο THC ils s'étaient entremangés.<br />'''Étymologie:''' R. Γυς, goûter ; cf. <i>lat.</i> gustus.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γεύω''': μέλλ. γεύσω, Ἀνάξιππ. Ἐγκ. 1. 27· ἀόρ. ἔγευσα Ἡρόδ., Εὐρ.:-Μέσ., μέλλ. γεύσομαι, Ὅμ., Πλάτ.· ἀόρ. ἐγευσάμην Ὀδ., Ἡρόδ., Ἀττ. γεύσεται,-σόμεθα, Ἐπ. ἀντὶηται,-ώμεθα, Ἰλ. Φ. 61., Υ. 258., πρβλ. Ω. 356· γ΄ πληθ. εὐκτ. γευσαίατο, Εὐρ. Ι. Α. 423· πρκμ. γέγευμαι, Αἰσχύλ., κτλ. (γεύμεθα Θεόκρ. 14. 51)· ὑπερσυντ. ἐγέγευντο Θουκ. (Ἐκ. √ ΓΕΥ, ἢ [[μᾶλλον]] ΓΕΥΣ, παράγονται [[ὡσαύτως]] [[γεῦμα]], [[γεῦσις]]· πρβλ. ǵush, ǵushé (delectari), ǵushtis, gôshas (delectatio)· Λατ. gus-to, gustus· Γοτθ. kaus-jan (γεύεσθαι)· Παλαιο-Σκανδιν. kostr (Γερμ. kost, cibus).) Παρέχω γεῦσιν, ἀπόγευσίν τινος, γλυκὺν γεύσας τὸν αἰῶνα Ἡρόδ. 7. 46, [[ἔνθα]] ἴδε Valck.· σπανίως, τινά τι Εὐρ. Κύκλ. 149· ἢ τινά τινος Ἀνάξιππ. ἔνθ’ ἀνωτ.· Πλάτ. Νόμ. 634A· πρβλ. [[γευστέον]]· [[ἀλλά]], ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπ., γεύομαι, μετὰ πρκμ. καὶ ὑπερσυντ. παθ., [[ἀπογεύομαι]], [[δοκιμάζω]], μ. γεν., προικὸς γεύσεσθαι, Ἀχαιῶν Ὀδ. Ρ. 413· [[ἀλλήλων]] ἐγέγευντο, εἶχον γευθῆ, εἶχον φάγει, ἐξ [[ἀλλήλων]], Θουκ. 2. 70· μέλιτος Πλάτ. Πολιτ. 559D, κτλ. 2) μεταφ., γεύομαι, [[δοκιμάζω]], [[αἰσθάνομαι]], δουρὸς ἀκωκῆς ἡμετέροιο γεύσεται Ἰλ. Φ. 60· ὀϊστοῦ Ὀδ. Φ. 98· χειρῶν Υ. 181· ἀλλ’ ἄγε… γευσόμεθ’ [[ἀλλήλων]] ἐγχείαις, ἂς δοκιμάσωμεν ἀλλήλους διὰ τῆς λόγχης, Ἰλ. Υ. 258· γ. στρατοῦ Σοφ. Αἴ. 844· [[δοκιμάζω]] τὰς ἡδονάς, τὰς εὐχαριστήσεις τινὸς πράγματος, ἀρχῆς, ἐλευθερίης Ἡρόδ. 4. 147., 6. 5· ὕμνων. Πίνδ. Ι. 5. 25 (4. 22)· [[ἀλκᾶς]], στεφάνων ὁ αὐτ. II. 9. 61, Ι. 1. 29· γεύεσθαί τί τινος, ἔχειν εὐχαρίστησίν τινα ἢ [[κέρδος]] παρ’ [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. Ν. 7. 127· ἐπὶ ἐγγάμου γυναικός, ἀνδρὸς γεγευμένη Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 238· γ. πόνων, [[δοκιμάζω]], [[λαμβάνω]] πεῖραν αὐτῶν, Πίνδ. Ν. 6. 41· μόχθων Σοφ. Τρ. 1101· πένθους Εὐρ. Ἀλκ. 1069· ἀμφοτέρων Πλάτ. Πολιτ. 358E· γ. ἐμπύρων, τὰ [[δοκιμάζω]], Σοφ. Ἀντ. 1005·-σπανίως μ. αἰτιατ., ἔρσης ἰκμάδα γευόμενος Ἀνθ. II. 6. 120. 3) ἐν τῷ μεταγ. Ἑλληνισμῷ ἀπολύτ. =ἐσθίω, [[λαμβάνω]] τροφήν, Ἑβδ. (Ἰων. γ΄, 7), Πράξ. Ἀποστ. ι΄, 10.
|lstext='''γεύω''': μέλλ. γεύσω, Ἀνάξιππ. Ἐγκ. 1. 27· ἀόρ. ἔγευσα Ἡρόδ., Εὐρ.:-Μέσ., μέλλ. γεύσομαι, Ὅμ., Πλάτ.· ἀόρ. ἐγευσάμην Ὀδ., Ἡρόδ., Ἀττ. γεύσεται,-σόμεθα, Ἐπ. ἀντὶηται,-ώμεθα, Ἰλ. Φ. 61., Υ. 258., πρβλ. Ω. 356· γ΄ πληθ. εὐκτ. γευσαίατο, Εὐρ. Ι. Α. 423· πρκμ. γέγευμαι, Αἰσχύλ., κτλ. (γεύμεθα Θεόκρ. 14. 51)· ὑπερσυντ. ἐγέγευντο Θουκ. (Ἐκ. √ ΓΕΥ, ἢ [[μᾶλλον]] ΓΕΥΣ, παράγονται [[ὡσαύτως]] [[γεῦμα]], [[γεῦσις]]· πρβλ. ǵush, ǵushé (delectari), ǵushtis, gôshas (delectatio)· Λατ. gus-to, gustus· Γοτθ. kaus-jan (γεύεσθαι)· Παλαιο-Σκανδιν. kostr (Γερμ. kost, cibus).) Παρέχω γεῦσιν, ἀπόγευσίν τινος, γλυκὺν γεύσας τὸν αἰῶνα Ἡρόδ. 7. 46, [[ἔνθα]] ἴδε Valck.· σπανίως, τινά τι Εὐρ. Κύκλ. 149· ἢ τινά τινος Ἀνάξιππ. ἔνθ’ ἀνωτ.· Πλάτ. Νόμ. 634A· πρβλ. [[γευστέον]]· [[ἀλλά]], ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπ., γεύομαι, μετὰ πρκμ. καὶ ὑπερσυντ. παθ., [[ἀπογεύομαι]], [[δοκιμάζω]], μ. γεν., προικὸς γεύσεσθαι, Ἀχαιῶν Ὀδ. Ρ. 413· [[ἀλλήλων]] ἐγέγευντο, εἶχον γευθῆ, εἶχον φάγει, ἐξ [[ἀλλήλων]], Θουκ. 2. 70· μέλιτος Πλάτ. Πολιτ. 559D, κτλ. 2) μεταφ., γεύομαι, [[δοκιμάζω]], [[αἰσθάνομαι]], δουρὸς ἀκωκῆς ἡμετέροιο γεύσεται Ἰλ. Φ. 60· ὀϊστοῦ Ὀδ. Φ. 98· χειρῶν Υ. 181· ἀλλ’ ἄγε… γευσόμεθ’ [[ἀλλήλων]] ἐγχείαις, ἂς δοκιμάσωμεν ἀλλήλους διὰ τῆς λόγχης, Ἰλ. Υ. 258· γ. στρατοῦ Σοφ. Αἴ. 844· [[δοκιμάζω]] τὰς ἡδονάς, τὰς εὐχαριστήσεις τινὸς πράγματος, ἀρχῆς, ἐλευθερίης Ἡρόδ. 4. 147., 6. 5· ὕμνων. Πίνδ. Ι. 5. 25 (4. 22)· [[ἀλκᾶς]], στεφάνων ὁ αὐτ. II. 9. 61, Ι. 1. 29· γεύεσθαί τί τινος, ἔχειν εὐχαρίστησίν τινα ἢ [[κέρδος]] παρ’ [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. Ν. 7. 127· ἐπὶ ἐγγάμου γυναικός, ἀνδρὸς γεγευμένη Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 238· γ. πόνων, [[δοκιμάζω]], [[λαμβάνω]] πεῖραν αὐτῶν, Πίνδ. Ν. 6. 41· μόχθων Σοφ. Τρ. 1101· πένθους Εὐρ. Ἀλκ. 1069· ἀμφοτέρων Πλάτ. Πολιτ. 358E· γ. ἐμπύρων, τὰ [[δοκιμάζω]], Σοφ. Ἀντ. 1005·-σπανίως μ. αἰτιατ., ἔρσης ἰκμάδα γευόμενος Ἀνθ. II. 6. 120. 3) ἐν τῷ μεταγ. Ἑλληνισμῷ ἀπολύτ. =ἐσθίω, [[λαμβάνω]] τροφήν, Ἑβδ. (Ἰων. γ΄, 7), Πράξ. Ἀποστ. ι΄, 10.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., f.</i> γεύσω, <i>ao.</i> ἔγευσα;<br />faire goûter à ; [[τι]] à qch ; τινά [[τι]] <i>ou</i> τινά τινος qqn à qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> γεύομαι (<i>ao.</i> ἐγευσάμην, <i>pf.</i> γέγευμαι) goûter :<br /><b>1</b> <i>au propre</i> gén. ou acc.;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> faire l'expérience de, tâter de : δουρὸς ἀκωκῆς IL, ὀϊστοῦ OD, [[χειρῶν]] OD goûter, <i>càd</i> tâter de la pointe d'une lance, d'un javelot, de la main (d'un adversaire) ; γευσόμεθ’ [[ἀλλήλων]] ἐγχείαις IL nous nous tâterons mutuellement de nos lances ; γ. μόχθων SOPH, πένθους EUR faire l'expérience des épreuves, de la douleur ; ἀρχῆς HDT goûter de la souveraineté, goûter les douceurs du pouvoir ; ἐλευθερίης HDT goûter les douceurs de la liberté;<br /><b>3</b> <i>p. euphém. p.</i> manger : [[ἀλλήλων]] ἐγέγευντο THC ils s'étaient entremangés.<br />'''Étymologie:''' R. Γυς, goûter ; cf. <i>lat.</i> gustus.
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer