Anonymous

βοήθεια: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0451.png Seite 451]] ἡ, eigtl. das zu Hülfe Eilen, eine Hülfsmannschaft, Hülfstruppen, Thuc. 4, 8 u. folgde Histor., Xen. Hell. 7, 4, 12: auch im plur.; [[παρά]] τινος, ἐπί τινα; Schutz, τῇ ἀπορίᾳ Mem. 2, 8, 6; ἡ τῶν στενῶν β., der Vortheil der Enge, Plut. Them. 12; Vertheidigung, τινί, für etwas, Plat. Parm. 128 c; τινός, wogegen, Epist. VII, 332 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0451.png Seite 451]] ἡ, eigtl. das zu Hülfe Eilen, eine Hülfsmannschaft, Hülfstruppen, Thuc. 4, 8 u. folgde Histor., Xen. Hell. 7, 4, 12: auch im plur.; [[παρά]] τινος, ἐπί τινα; Schutz, τῇ ἀπορίᾳ Mem. 2, 8, 6; ἡ τῶν στενῶν β., der Vortheil der Enge, Plut. Them. 12; Vertheidigung, τινί, für etwas, Plat. Parm. 128 c; τινός, wogegen, Epist. VII, 332 e.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> secours ; <i>particul.</i> secours médical, soins de médecin;<br /><b>2</b> expédition de secours, troupe de secours, troupe auxiliaire.<br />'''Étymologie:''' [[βοηθέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βοήθεια''': ἡ, [[βοήθεια]], [[ἐπικουρία]], [[προστασία]], Θουκ. κ. ἄλλ. · β. τῷ λόγῳ [[πρός]] τινα Πλάτ. Παρμ. 128C · ἡ [[ὑπὲρ]] τῶν δικαίων β. Δημ. 1287. 27 · βοήθειαν ἔχειν [[πρός]] τι Ἀριστ. περὶ Ζ. Μ. 2. 5, 4, πρβλ. 2. 7, 2 · πληθ. ὁ αὐτ. Ρητ. 2. 5, 17, κτλ. 2) ἰατρικὴ [[βοήθεια]], [[θεραπεία]], Πλούτ. Ἀλεξ. 19. ΙΙ. = βοηθοί, ἐπίκουροι, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 20 · νεῶν [[βοήθεια]] Θουκ. 4. 8 · ἰδίως ἐπὶ ἐκτάκτου βοηθείας, [[οἷον]] διὰ μισθοφόρων κ. τ. τ., κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν διαρκῆ δύναμιν (παρασκευὴ [[συνεχής]]), Δημ. 49. 1.
|lstext='''βοήθεια''': ἡ, [[βοήθεια]], [[ἐπικουρία]], [[προστασία]], Θουκ. κ. ἄλλ. · β. τῷ λόγῳ [[πρός]] τινα Πλάτ. Παρμ. 128C · ἡ [[ὑπὲρ]] τῶν δικαίων β. Δημ. 1287. 27 · βοήθειαν ἔχειν [[πρός]] τι Ἀριστ. περὶ Ζ. Μ. 2. 5, 4, πρβλ. 2. 7, 2 · πληθ. ὁ αὐτ. Ρητ. 2. 5, 17, κτλ. 2) ἰατρικὴ [[βοήθεια]], [[θεραπεία]], Πλούτ. Ἀλεξ. 19. ΙΙ. = βοηθοί, ἐπίκουροι, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 20 · νεῶν [[βοήθεια]] Θουκ. 4. 8 · ἰδίως ἐπὶ ἐκτάκτου βοηθείας, [[οἷον]] διὰ μισθοφόρων κ. τ. τ., κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν διαρκῆ δύναμιν (παρασκευὴ [[συνεχής]]), Δημ. 49. 1.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> secours ; <i>particul.</i> secours médical, soins de médecin;<br /><b>2</b> expédition de secours, troupe de secours, troupe auxiliaire.<br />'''Étymologie:''' [[βοηθέω]].
}}
}}
{{Abbott
{{Abbott