Anonymous

διάζευξις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[desunión]], [[separación]] (ἡ ψυχή) μὴ ἐν τῇ νῦν τοῦ σώματος διαζεύξει ... ἀπόληται Pl.<i>Phd</i>.88b, op. σύνθεσις: τῶν μέρων σύνθεσις τε καὶ δ. Pamph.Mon.<i>Solut</i>.6.121, cf. Gr.Naz.M.35.988C, Hsch.<br /><b class="num">•</b>[[separación]], [[alejamiento]] ἡ τοῦ ἠγαπημένου δ. Gr.Nyss.M.46.108A<br /><b class="num">•</b>de los esposos [[separación]], [[divorcio]] τῆς συγκαταγηράσεως [[ἕνεκα]] καὶ ἐπιμελείας ἀλλήλων τὴν διάζευξίν τε καὶ σύζευξιν ποιεῖσθαι χρέων Pl.<i>Lg</i>.930b, cf. Arist.<i>Pol</i>.1272<sup>a</sup>23, I.<i>AI</i> 11.195, Iust.<i>Nou</i>.22.20<br /><b class="num">•</b>ref. a períodos críticos de las enfermedades ἀριθμεῖσθαι τὰς ἑβδομάδας ... κατὰ διάζευξιν op. [[συνάφεια]] Gal.18(2).232, cf. 233.<br /><b class="num">2</b> gram. [[disyunción]] (σύνδεσμοι) κατὰ διάζευξιν παραλαμβανόμενοι (conjunciones) utilizadas como disyunción, e.e. disyuntivas</i> A.D.<i>Synt</i>.125.12, cf. <i>Gramm.Pap</i>.1.57<br /><b class="num">•</b>en dialéctica συνδέσμων δεῖσθαι πρὸς τὰς τῶν ἀξιωμάτων συναφὰς καὶ συμπλοκὰς καὶ διαζεύξεις Plu.2.1011a.<br /><b class="num">3</b> mús. [[disyunción]] entre dos tetracordios, Aristox.<i>Harm</i>.73.7, Cleonid.10, en las escalas, Aristox.<i>Harm</i>.22.17, Plu.2.491a, Aristid.Quint.14.3, Anon.Bellerm.65.
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[desunión]], [[separación]] (ἡ ψυχή) μὴ ἐν τῇ νῦν τοῦ σώματος διαζεύξει ... ἀπόληται Pl.<i>Phd</i>.88b, op. σύνθεσις: τῶν μέρων σύνθεσις τε καὶ δ. Pamph.Mon.<i>Solut</i>.6.121, cf. Gr.Naz.M.35.988C, Hsch.<br /><b class="num">•</b>[[separación]], [[alejamiento]] ἡ τοῦ ἠγαπημένου δ. Gr.Nyss.M.46.108A<br /><b class="num">•</b>de los esposos [[separación]], [[divorcio]] τῆς συγκαταγηράσεως [[ἕνεκα]] καὶ ἐπιμελείας ἀλλήλων τὴν διάζευξίν τε καὶ σύζευξιν ποιεῖσθαι χρέων Pl.<i>Lg</i>.930b, cf. Arist.<i>Pol</i>.1272<sup>a</sup>23, I.<i>AI</i> 11.195, Iust.<i>Nou</i>.22.20<br /><b class="num">•</b>ref. a períodos críticos de las enfermedades ἀριθμεῖσθαι τὰς ἑβδομάδας ... κατὰ διάζευξιν op. [[συνάφεια]] Gal.18(2).232, cf. 233.<br /><b class="num">2</b> gram. [[disyunción]] (σύνδεσμοι) κατὰ διάζευξιν παραλαμβανόμενοι (conjunciones) utilizadas como disyunción, e.e. disyuntivas</i> A.D.<i>Synt</i>.125.12, cf. <i>Gramm.Pap</i>.1.57<br /><b class="num">•</b>en dialéctica συνδέσμων δεῖσθαι πρὸς τὰς τῶν ἀξιωμάτων συναφὰς καὶ συμπλοκὰς καὶ διαζεύξεις Plu.2.1011a.<br /><b class="num">3</b> mús. [[disyunción]] entre dos tetracordios, Aristox.<i>Harm</i>.73.7, Cleonid.10, en las escalas, Aristox.<i>Harm</i>.22.17, Plu.2.491a, Aristid.Quint.14.3, Anon.Bellerm.65.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />disjonction, désunion, séparation.<br />'''Étymologie:''' [[διαζεύγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διάζευξις''': -εως, ἡ, τὸ διαχωρίζειν, [[διαχωρισμός]], ἀντίθ. [[σύζευξις]], Πλάτ. Φαίδωνι 88Β· δ. ποιεῖσθαι, = διαζευγνύναι ὁ αὐτ. Νόμ. 930Β· ἡ δ. τῶν γυναικῶν, ἐν Σπάρτῃ, Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 9. 2) ὡς [[μουσικός]] ὅρος, ἡ [[διάζευξις]] δύο τετραχόρδων, ἀντίθ. [[συναφή]], Πλούτ. 2. 491Α, κτλ.· ἴδε [[διαζεύγνυμαι]] 2.
|lstext='''διάζευξις''': -εως, ἡ, τὸ διαχωρίζειν, [[διαχωρισμός]], ἀντίθ. [[σύζευξις]], Πλάτ. Φαίδωνι 88Β· δ. ποιεῖσθαι, = διαζευγνύναι ὁ αὐτ. Νόμ. 930Β· ἡ δ. τῶν γυναικῶν, ἐν Σπάρτῃ, Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 9. 2) ὡς [[μουσικός]] ὅρος, ἡ [[διάζευξις]] δύο τετραχόρδων, ἀντίθ. [[συναφή]], Πλούτ. 2. 491Α, κτλ.· ἴδε [[διαζεύγνυμαι]] 2.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />disjonction, désunion, séparation.<br />'''Étymologie:''' [[διαζεύγνυμι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm