Anonymous

διάζευξις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br />disjonction, désunion, séparation.<br />'''Étymologie:''' [[διαζεύγνυμι]].
|btext=εως (ἡ) :<br />disjonction, désunion, séparation.<br />'''Étymologie:''' [[διαζεύγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διάζευξις''': -εως, , τὸ διαχωρίζειν, [[διαχωρισμός]], ἀντίθ. [[σύζευξις]], Πλάτ. Φαίδωνι 88Β· δ. ποιεῖσθαι, = διαζευγνύναι ὁ αὐτ. Νόμ. 930Β· ἡ δ. τῶν γυναικῶν, ἐν Σπάρτῃ, Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 9. 2) ὡς [[μουσικός]] ὅρος, [[διάζευξις]] δύο τετραχόρδων, ἀντίθ. [[συναφή]], Πλούτ. 2. 491Α, κτλ.· ἴδε [[διαζεύγνυμαι]] 2.
|elnltext=διάζευξις -εως, ἡ [διαζεύγνυμι] scheiding, isolement.
}}
{{elru
|elrutext='''διάζευξις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[разделение]], [[отделение]] (τῆς ψυχῆς τοῦ σώματος Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[расторжение брака]], [[развод]] (τῶν γυναικῶν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> грам. [[разделение]], [[разделительность]] (τῶν ἀξιωμάτων διαζεύξεις Plut.);<br /><b class="num">4)</b> муз. [[несовпадение]] (φθόγγοι διάζευξιν ποιοῦσιν Plut. - см. [[διαζεύγνυμι]] 1 в конце).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διάζευξις:''' -εως, ἡ, [[αποχωρισμός]], [[διαχωρισμός]], [[διάλυση]], [[διαζύγιο]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''διάζευξις:''' -εως, ἡ, [[αποχωρισμός]], [[διαχωρισμός]], [[διάλυση]], [[διαζύγιο]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διάζευξις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[разделение]], [[отделение]] (τῆς ψυχῆς τοῦ σώματος Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[расторжение брака]], [[развод]] (τῶν γυναικῶν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> грам. [[разделение]], [[разделительность]] (τῶν ἀξιωμάτων διαζεύξεις Plut.);<br /><b class="num">4)</b> муз. [[несовпадение]] (φθόγγοι διάζευξιν ποιοῦσιν Plut. - см. [[διαζεύγνυμι]] 1 в конце).
|lstext='''διάζευξις''': -εως, , τὸ διαχωρίζειν, [[διαχωρισμός]], ἀντίθ. [[σύζευξις]], Πλάτ. Φαίδωνι 88Β· δ. ποιεῖσθαι, = διαζευγνύναι ὁ αὐτ. Νόμ. 930Β· ἡ δ. τῶν γυναικῶν, ἐν Σπάρτῃ, Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 9. 2) ὡς [[μουσικός]] ὅρος, [[διάζευξις]] δύο τετραχόρδων, ἀντίθ. [[συναφή]], Πλούτ. 2. 491Α, κτλ.· ἴδε [[διαζεύγνυμαι]] 2.
}}
{{elnl
|elnltext=διάζευξις -εως, ἡ [διαζεύγνυμι] scheiding, isolement.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διάζευξις]], εως [from διαζεύγνῠμαι]<br />a disjoining, [[parting]], Plat.
|mdlsjtxt=[[διάζευξις]], εως [from διαζεύγνῠμαι]<br />a disjoining, [[parting]], Plat.
}}
}}