Anonymous

βρύκω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0466.png Seite 466]] beißen, Soph. Trach. 987; τοῖς ὀδοῦσιν Ath. III, 91 c; zerbeißen, verschlingen, Ar. Av. 26 Pax 1270 Lys. 301; τὰ πατρῷα βρύκει καὶ σπαθᾷ Diphil. Ath. VII, 292 (v. 27); vom Meere, βρύξας τινά Diod. 16 (VII, 624); pass., ἁλὶ βρυχθείς Philp. 77 (IX, 267); öfter bei Nic., der auch intrans. βρῦκον [[στόμα]], der zugebissene Mund, sagt, Al. 226; Zähneknirschen, Hom. ep. 15, 13; vgl. [[βρύχω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0466.png Seite 466]] beißen, Soph. Trach. 987; τοῖς ὀδοῦσιν Ath. III, 91 c; zerbeißen, verschlingen, Ar. Av. 26 Pax 1270 Lys. 301; τὰ πατρῷα βρύκει καὶ σπαθᾷ Diphil. Ath. VII, 292 (v. 27); vom Meere, βρύξας τινά Diod. 16 (VII, 624); pass., ἁλὶ βρυχθείς Philp. 77 (IX, 267); öfter bei Nic., der auch intrans. βρῦκον [[στόμα]], der zugebissene Mund, sagt, Al. 226; Zähneknirschen, Hom. ep. 15, 13; vgl. [[βρύχω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> βρύξω, <i>ao.</i> ἔβρυξα, <i>pf. inus.</i><br /><b>I. 1</b> ronger, mordre;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> dévorer;<br /><b>II.</b> grincer des dents.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. incert.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βρύκω''': ἢ [[βρύχω]] [ῡ], (τὸ πρῶτον [[εἶναι]] ὁ Ἀττ. [[τύπος]] κατὰ Μοῖριν καὶ Ἀμμών.) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατ᾿ ἐνεστ.· μέλλ. βρύξω Ἱππ. 589. 44, Λυκόφρ. 678· ἀόρ. ἔβρυξα Ἱππ. 1160D, Ἀνθ. ΙΙ. 7. 624· ἀόρ. β' ἔβρῠχε [[αὐτόθι]] 9. 252 (ἐκτὸς ἂν ὁ μεταγεν. [[οὗτος]] ποιητὴς μετεχειρίσθη ῠ ἐν τῷ παρατ.)· περὶ τοῦ βέβρυχα ἴδε [[βρυχάομαι]]· ― παθ., ἴδε κατωτ. Τρώγων ποιῶ πολὺν κρότον, [[τρώγω]] λάβρως, λαιμάργως, γνάθος [[ἵππειος]] βρύκει Ἐπιγρ. Ὁμ. 14. 13· ἑφθὰ καὶ ὁπτὰ κρέ… βρύκειν Εὐρ. Κύκλ. 358, πρβλ. 372· πρὸς [[ταῦτα]] βρύκετ' Ἀριστοφ. Εἰρ. 1315· βρύκουσ' [[ἀπέδεσθαι]].. τοὺς δακτύλους, δάκνουσα, ὁ αὐτ. Ὄρν. 26· ἐπὶ καπνοῦ, ὀδὰξ ἔβρυκε τὰς λήμας ἐμοῦ ὁ αὐτ. Λυσ. 301· ― μεταφ., [[κόπτω]] εἰς τεμάχια, σπαράττω, [[κατατρώγω]], ἐπὶ διαβρωτικῆς νόσου, βρύκει Σοφ. Τρ. 987· βρύκει γὰρ ἄπαν τὸ παρὸν Κρατῖν. Δραπ. 2· τὰ πατρῷα βρύκει Δίφιλ. Ζωγρ. 1. 27· ― παθ., ἀπόλωλα, [[τέκνον]], βρύκομαι Σοφ. Φ. 745· ἁλὶ βρυχθεὶς Ἀνθ. ΙΙ. 9. 267. ΙΙ. [[τρίζω]] τοὺς ὀδόντας, τοὺς ὀδόντας βρύχει Ἱππ. 593. 29, κτλ.· [[ὡσαύτως]] μόνον βρύχει ὁ αὐτ. 643. 42· καὶ μὲ σημασ. οὐδετέρ., οἱ ὀδόντες βρύχουσι ὁ αὐτ. 604. 20· οὕτω βρῦκον [[στόμα]] Νίκ. Ἀλ. 226.
|lstext='''βρύκω''': ἢ [[βρύχω]] [ῡ], (τὸ πρῶτον [[εἶναι]] ὁ Ἀττ. [[τύπος]] κατὰ Μοῖριν καὶ Ἀμμών.) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατ᾿ ἐνεστ.· μέλλ. βρύξω Ἱππ. 589. 44, Λυκόφρ. 678· ἀόρ. ἔβρυξα Ἱππ. 1160D, Ἀνθ. ΙΙ. 7. 624· ἀόρ. β' ἔβρῠχε [[αὐτόθι]] 9. 252 (ἐκτὸς ἂν ὁ μεταγεν. [[οὗτος]] ποιητὴς μετεχειρίσθη ῠ ἐν τῷ παρατ.)· περὶ τοῦ βέβρυχα ἴδε [[βρυχάομαι]]· ― παθ., ἴδε κατωτ. Τρώγων ποιῶ πολὺν κρότον, [[τρώγω]] λάβρως, λαιμάργως, γνάθος [[ἵππειος]] βρύκει Ἐπιγρ. Ὁμ. 14. 13· ἑφθὰ καὶ ὁπτὰ κρέ… βρύκειν Εὐρ. Κύκλ. 358, πρβλ. 372· πρὸς [[ταῦτα]] βρύκετ' Ἀριστοφ. Εἰρ. 1315· βρύκουσ' [[ἀπέδεσθαι]].. τοὺς δακτύλους, δάκνουσα, ὁ αὐτ. Ὄρν. 26· ἐπὶ καπνοῦ, ὀδὰξ ἔβρυκε τὰς λήμας ἐμοῦ ὁ αὐτ. Λυσ. 301· ― μεταφ., [[κόπτω]] εἰς τεμάχια, σπαράττω, [[κατατρώγω]], ἐπὶ διαβρωτικῆς νόσου, βρύκει Σοφ. Τρ. 987· βρύκει γὰρ ἄπαν τὸ παρὸν Κρατῖν. Δραπ. 2· τὰ πατρῷα βρύκει Δίφιλ. Ζωγρ. 1. 27· ― παθ., ἀπόλωλα, [[τέκνον]], βρύκομαι Σοφ. Φ. 745· ἁλὶ βρυχθεὶς Ἀνθ. ΙΙ. 9. 267. ΙΙ. [[τρίζω]] τοὺς ὀδόντας, τοὺς ὀδόντας βρύχει Ἱππ. 593. 29, κτλ.· [[ὡσαύτως]] μόνον βρύχει ὁ αὐτ. 643. 42· καὶ μὲ σημασ. οὐδετέρ., οἱ ὀδόντες βρύχουσι ὁ αὐτ. 604. 20· οὕτω βρῦκον [[στόμα]] Νίκ. Ἀλ. 226.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> βρύξω, <i>ao.</i> ἔβρυξα, <i>pf. inus.</i><br /><b>I. 1</b> ronger, mordre;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> dévorer;<br /><b>II.</b> grincer des dents.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. incert.
}}
}}
{{grml
{{grml