Anonymous

εἰσδύνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0742.png Seite 742]] = εἰσδύομαι, s. [[εἰσδύω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0742.png Seite 742]] = εἰσδύομαι, s. [[εἰσδύω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> [[εἰσέδυν]], <i>pf.</i> εἰσδέδυκα;<br />se glisser dans, pénétrer dans ; <i>fig.</i> τινά <i>ou</i> τινί se glisser dans l'esprit de qqn <i>en parl. d'une pensée, d'un souvenir</i>.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[δύνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσδύνω''': καὶ ὡς ἀποθ. εἰσδύομαι (ἴδε δύω): μέλλ. -[[δύσομαι]]· μετ’ ἀορ. β΄ -έδῡν, πρκμ. -δέδῡκα, [[εἰσέρχομαι]], [[εἰσβαίνω]], [[ἐμβαίνω]], χώννομαι εἰς …, τὼ δ’ ἐς τεύχεα δύντε (ἐν τμήσει = ἐσδύντε), ἐνεδύσαντο, Ὀδ. Χ. 201· ἐς τὸν θησαυρὸν Ἡρόδ. 2. 121, 2· ἐς [[ἄλλο]] ζῴον ἐσδύεται ὁ αὐτ. 2. 123· εἰσεδύοντο εἰς τοὺς πόδας οἱ ἱμάντες, τὰ λωρία εἰσεχώρουν εἰς τοὺς πόδας των, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 14· εἰς τήν Ἀμφικτυονίαν εἰσδεδυκώς, κατορθώσας νὰ εἰσέλθῃ, εἰς τὸ Ἀμφικτ. [[συνέδριον]], Δημ. 153. 14. 2) μετ’ αἰτ., [[κατέρχομαι]] εἰς, Λατ. subire, [[οὐδέ]] τ’ ἀκοντιστὺν ἐσδύσεαι, «οὐδ’ εἰς ἀκοντίου ἀγῶνα κατελεύσῃ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 622· [[εἰσέρχομαι]] εἰς, ὁ ψὴν τὴν βάλανον ἐσδύνων Ἡρόδ. 1. 193· οἱ κόλακές εἰσι τῶν ἐχόντων οὐσίας σκώληκες· εἰς οὖν ἄκακον ἀνθρώπου τρόπον εἰσδὺς [[ἕκαστος]] ἐσθίει καθήμενος Ἀναξίλ ἐν Ἀδήλ. 1. 3) ἑπομένου ἀναφορ., οὐκ εἶδεν οὗ γῆς εἰσέδυ, δὲν εἶδεν εἰς ποῖον [[μέρος]] τῆς γῆς εἰσῆλθε, Εὐρ. Ι. Α. 1583. ΙΙ. ἐπὶ αἰσθημάτων, δεινόν τι ἐσέδυνε σφίσι, [[μέγας]] [[φόβος]] κατελάμβανεν αὐτοῦς, Λατ. subiti animum, Ἡρόδ. 6. 138· εἰσέδυ με … [[οἴστρημα]] καὶ [[μνήμη]] κακῶν Σοφ. Ο. Τ. 1317· [[οὕτως]], ἡ [[ἀλήθεια]] εἰς τὰς ψυχὰς εἰσδύεται Πολύβ. 12. 5, 5.
|lstext='''εἰσδύνω''': καὶ ὡς ἀποθ. εἰσδύομαι (ἴδε δύω): μέλλ. -[[δύσομαι]]· μετ’ ἀορ. β΄ -έδῡν, πρκμ. -δέδῡκα, [[εἰσέρχομαι]], [[εἰσβαίνω]], [[ἐμβαίνω]], χώννομαι εἰς …, τὼ δ’ ἐς τεύχεα δύντε (ἐν τμήσει = ἐσδύντε), ἐνεδύσαντο, Ὀδ. Χ. 201· ἐς τὸν θησαυρὸν Ἡρόδ. 2. 121, 2· ἐς [[ἄλλο]] ζῴον ἐσδύεται ὁ αὐτ. 2. 123· εἰσεδύοντο εἰς τοὺς πόδας οἱ ἱμάντες, τὰ λωρία εἰσεχώρουν εἰς τοὺς πόδας των, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 14· εἰς τήν Ἀμφικτυονίαν εἰσδεδυκώς, κατορθώσας νὰ εἰσέλθῃ, εἰς τὸ Ἀμφικτ. [[συνέδριον]], Δημ. 153. 14. 2) μετ’ αἰτ., [[κατέρχομαι]] εἰς, Λατ. subire, [[οὐδέ]] τ’ ἀκοντιστὺν ἐσδύσεαι, «οὐδ’ εἰς ἀκοντίου ἀγῶνα κατελεύσῃ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 622· [[εἰσέρχομαι]] εἰς, ὁ ψὴν τὴν βάλανον ἐσδύνων Ἡρόδ. 1. 193· οἱ κόλακές εἰσι τῶν ἐχόντων οὐσίας σκώληκες· εἰς οὖν ἄκακον ἀνθρώπου τρόπον εἰσδὺς [[ἕκαστος]] ἐσθίει καθήμενος Ἀναξίλ ἐν Ἀδήλ. 1. 3) ἑπομένου ἀναφορ., οὐκ εἶδεν οὗ γῆς εἰσέδυ, δὲν εἶδεν εἰς ποῖον [[μέρος]] τῆς γῆς εἰσῆλθε, Εὐρ. Ι. Α. 1583. ΙΙ. ἐπὶ αἰσθημάτων, δεινόν τι ἐσέδυνε σφίσι, [[μέγας]] [[φόβος]] κατελάμβανεν αὐτοῦς, Λατ. subiti animum, Ἡρόδ. 6. 138· εἰσέδυ με … [[οἴστρημα]] καὶ [[μνήμη]] κακῶν Σοφ. Ο. Τ. 1317· [[οὕτως]], ἡ [[ἀλήθεια]] εἰς τὰς ψυχὰς εἰσδύεται Πολύβ. 12. 5, 5.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> [[εἰσέδυν]], <i>pf.</i> εἰσδέδυκα;<br />se glisser dans, pénétrer dans ; <i>fig.</i> τινά <i>ou</i> τινί se glisser dans l'esprit de qqn <i>en parl. d'une pensée, d'un souvenir</i>.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[δύνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml